Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ατάκτως


Να που οι πέτρες μιλούν για λογαριασμό των ανθρώπων.
Να που τα σύννεφα περιθάλπουν τα όνειρά μας.
Είναι τα κυπαρίσσια που ταξιδεύουν σε τούτον τον τόπο ή τα νέφη που φέρνουν κοιμισμένα όνειρα;
Δεν μπορώ άλλο να καταπιώ τα λόγια που ήθελα να πω, όμως, να που είναι
στεγνά είναι ξερά και σπάνε στα χείλη μου.
Γεμίζει συλλαβές το σάλιο μου και πυλό γεμίζει.

Πέτρες και λέξεις που γίνανε κεραμίδι.
Και οι βουκαμβίλιες του κήπου μοιάζουν κιόλας περασμένες.
Λογάριασε πως αναίμακτα έφτασε ως εδώ, αλήθεια πως αγνοεί κανείς το πένθος;

Και τι είναι το πένθος αφού δεν είναι του θανάτου;
Είναι το πένθος το κρέμασμα της ιστορίας,
είναι το πένθος τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα,
είναι το πένθος η αδυναμία μας να υπάρξουμε καλύτεροι ενώ γνωρίζουμε τον τρόπο μα προτιμούμε το θάλπος των σφαλμάτων,
είναι πένθος το ανάμεσα που μας καθιστά αόρατους σε μιαν αναμονή μέχρι να ρθεί ο θάνατος να καταλήξει τα ερωτηματικά; Τι ευτυχία!

Πέτρες και λέξεις που γίνανε κεραμίδι
Να μας αγγίζει ο Θεός και συ κοιμάσαι ή σιωπάς ,το ίδιο είναι.

Τα θαύματα δεν περιμένουν.

…μέγας


Απέθαντα είναι τα τραύματα της ιστορίας.
Ες αεί , ανακυκλώνουν ανάπηρη τη βούληση των Ανθρώπων , έτσι όπως αυτή κατέστη από την Κυριαρχία των Ενοχοποιών .
Των Ανθρώπων που διακαώς επιθυμούν να γεράσουν και να ξεκουραστούν , μα στέκουν ανήμποροι και ισοβίως κλειδωμένοι στο φως του καθρέφτη , δέσμιοι μιας ανεξάντλητης εφηβείας , αυτής που αξιόποινη ορίζεται τόσους αιώνες.
Τραγικόν εστί.
Τραγικό πολύ, καθώς μετά θάνατον αναρωτιόταν αν εν ζωή είχε υπάρξει Αυτοκράτωρ ή Δούλος.
Μόνο.
Καθώς νύκτωρ πλέον , αμυδρά διακρίνει τυχόν μετάξι διαδήματος; φροντισμένο κουρέλι, ή και απομεινάρι;
-Μην είναι σημαία;
Κι αν είναι το εσώρουχο εκείνης που νόμισε Λαμπρή και το κράτησε εκεί στου κρεβατιού την άκρη λάβαρο μιας επικράτειας που εν τέλει διατήρησε αλώβητα τα τείχη της;
Αναρωτιέται ακόμη, για το μάταιο των πολέμων του και το άσκοπο των ομοβροντιών στις οποίες υποχρέωσε τα όπλα που του δόθηκαν.
Υπέταξε;
Υποτάχθηκε;
Υπήρξε ;
Η Θάλασσα που βάφτισε Θάλασσα τον θυμάται άραγε;
Βασιλεύς Μάταιος, Υπηρέτης περιττός , αυτός που προσπάθησε να αλλάξει το ρουν του ποταμού, ήθελε να ξαναφέρει τις εκβολές εκεί που ανήκουν, έτσι όπως
«θα έπρεπε».
Τι μέγας μεταξοσκώληξ Θεοί, τι μέγας.
Ο εν τοις ουρανοίς αυτοϊκανοποιούμενος εντός του παραδείσου του, μονήρης.
Αμφιβάλλει, ακόμα και αν έχει πεθάνει.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΗ ΜΕ ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΑ / Κολοσιάτου Φροσούλα


Τώρα δεν μένει παρά
να φτιάχνουμε
μαρμάρινα αγάλματα
από φυσιογνωμίες βασανισμένες
Σε ταμπέλες μιας απειθαρχίας διοπτροφόρου
κυματίζει η κρυφή διάσταση του κόσμου
Η ζωή μας δυνάμει δημοκρατική
ευτυχία και κατανάλωση
Ένα όργιο ζωηράδας
μιας συγκρατημένης θλίψης σε βιολοντσέλο.
Άνθρωποι ξεστρατισμένοι
μέσα σ' ένα χείμαρρο επιχειρημάτων
και κανείς ίδιος στην απαράλλακτη κατάσταση.
Είναι επαγγελματίες αλίμονο.
Μυρουδιά πολύχρονης χρήσης
και
χειροκροτήματα που ανεβάζουν
ψηλά μέχρι την αποθέωση
θέρμη αλληλεγγύης
ή...
Είναι ζήτημα εκτίμησης.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ / Κολοσιάτου Φροσούλα


Η φούχτα που άνοιξε απ' τα δάκρυα
Είναι καιρός να γνωριστούμε
εμείς οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι
Μια πολιτεία δυο πολιτείες
-μέλλον πυκνό αβέβαιο-
γέρνουν στις εφτά πληγές του Φαραώ
και αφανίζονται
Μένουν οι νέοι οι υποκοσμικοί
να εξιστορήσουν
μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς
οι νύκτες και το έγκλημα
Μεγάλα κενά
στερημένα αισθήματα
Σκληρή φωνή κατοίκησε τη φυλακή
μια νέα θεά της βίας νύχτα σκοτεινή απλη­σίαστη
Κανείς δεν ξέρει αν θα έρθει ο πόνος
να σταθεί μαζί τους
Μόνο νιάτα χαμένα
και τα όνειρά τους που άλλαξαν πρόσωπο
Γίνανε ρύπανση
Όταν μου μίλησαν για τούτη την αυθάδεια του καιρού
Απάντησα
Είμαστε εκεί
Ταγμένοι οριστικά στην αιωνιότητα.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ / Κολοσιάτου Φροσούλα


Ήταν απεργοί της αμερικάνικης βάσης
Μια γυναίκα δίχως ενίσχυση
προσπαθούσε
να καταπιεί την οργή μ' έναν ασύρματο
μέσα στο στόμα της
Το παραφουσκωμένο άσχημο μάτι
πάντοτε καταδιώκει
Κοίταξε γύρω του, μια, δυο, τρεις φορές
ύστερα στάθηκε στην πύλη
Φώναξε
-- Είστε αφελείς, δεν ξέρετε τίποτε     θα σας σκοτώσω-
Όρμησε σαν τρελός...
Νόρμαν Μοντέλιους. Σμηνίας
Αυτοί βάλθηκαν να τραγουδάνε
την τσακισμένη οργή τους.

ΚΥΠΡΟΣ 15 ΤΟΥ ΝΙΟΒΡΗ 1983 / Κολοσιάτου Φροσούλα


Η θλίψη σου πλανιέται στα μάτια μου και
μας ανήκει.
Σήμερα θα' χω γεράσει πάλι απότομα
Είμαστε μόνοι
Τα ματαίωσε όλα
η χειμερινή λευκή απεργία των μουσικών
Μια άτυπη επέμβαση χωρίς ευθύνη
Αν όλο και περισσότερο σ' αγαπώ
όλο και πιο πολύ σε χάνω
Οι πρώτες σοδειές σκορπίστηκαν.
Η γλώσσα σου τώρα βουβή
φοβούμαι δεν θα προλάβεις να μου μιλή­σεις
Ποια θέση να πάρω σε τούτο τον τόπο
είσαι ένα σώμα συνέχεια εκτεθειμένο στο θάνατο
Μέσα στο μυστικό πηγάδι πνιγμένη
μια μακραίωνη συμβίωση
με το θυμωμένο ουράνιο τόξο
Μια σύνθεση ωστόσο πολύμορφη
Επίμονα έρχεσαι απ' το βυθό της θάλασσας
    αθάνατη.

Παιδούλα της ΕΟΚΑ / Κορφιώτη Παναγιωτίδου Βέρα

Παιδούλα της ΕΟΚΑ
των δεκαπέντε χρόνων
με τη χειροβομβίδα
στην ποδιά,
με τη καρδιά ανεμισμένη παντιέρα
ποια αγάπη σε τραγούδησε
ποια σελίδα σε ιστόρησε

Εσύ που ήσουν; / Κορφιώτη Παναγιωτίδου Βέρα

Όταν αφήναμε πια
τα εφηβικά ιδανικά
και βγαίναμε
προς την κομματικοποίηση
εσύ πού ήσουν;
-Γλίστρησα κοντά στην Ποίηση

Όταν οι καιροί ζητούσαν
επιτακτικά αλλαγή
και τα πλεονεκτήματα
κατόρθωναν να πείθουν
για την ανάγκη τροποποίησης
εσύ πού ήσουν;
-Μαθήτευα στο φως της Ποίησης

Κι όταν καθορίζαμε τον συνδικαλισμό
ως πρωτεύοντα
και χωρίς αιδώ ούτε προσποίηση
όλα τ’ άλλα γίνονταν δευτερεύοντα
εσύ πού ήσουν;
-Μυήθηκα στην Ποίηση

Κι όταν τα πασιφανή
κέρδη των άλλων
παρουσιάζονταν συμπαγή να βρίθουν
και εκτός απ’ την εκποίηση δε μας συνέφερε τίποτ’ άλλο
εσύ πού ήσουν;
-Έγραφα Ποίηση

Ρέα Κουμπαρή (βιογραφικά στοιχεία)

Η Ρέα Κουμπαρή γεννήθηκε το 1973 στο κατεχόμενο ακόμη χωριό Λιμνιά Αμμοχώστου.

Έργα της:
  •  Νουβέλα:«Σκιές    του παρελθόντος» Εκδόσεις Επιφανίου 2005
  • Το μυθιστόρημα  «Η άγνωστη κληρονόμος»
Σύντομα εκδίδεται και η ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ημερολόγιο»
Ποιήματά της και μέρους του έργου της  έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά και άλλα περιοδικά της Κύπρου.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Άννα Λουζινιαν / Παταπίου Νάσα

Είχα μεταφερθεί μαζί της ως κλωστή
Νήμα χρυσό της Κύπρου
Από τα μέρη της Ανατολής
Στη μακρινή Σαβοΐα
Με είχαν κεντήσει με επιδέξιες βελονιές
Έφηβες δουλοπάροικες
Στο ολομέταξο ένδυμα
Της Άννας θυγατέρας του Ιανού
Του βασιλιά της Κύπρου
Ήταν το ίδιο ένδυμα
Που άφησε να γλιστρίσει
Από το σώμα της
Για να την δουν ολόγυμνη
Οι πρέσβεις του Αμεδαίου
Σύμφωνα με το έθιμο της εποχής
Κι έτσι να επιλεγεί ως τέλειο θηλυκό
Σύζυγος για τον πρίγκιπα της Σαβοΐας
Ταξίδεψα μαζί της διασχίζοντας
Τη θάλασσα της Μεσογείου
Με πλεούμενο
Κι άλλοτε σε μια άμαξα βασιλική
Δρόμους ατέλειωτους σε χώρες της Ευρώπης
Το ίδιο ένδυμα φόρεσε ξανά η πριγκίπισσα
Σαν πλησιάζαμε στην επικράτεια του δουκάτου
Έτοιμη να αντικρίσει για πρώτη της φορά
Τον άγνωστο έως τότε σύζυγό της
Μες στην ποδιά της τον παπαγάλο της κρατούσε
Που είχε χαθεί περιπλανώμενος στη Νίκαια
Και ευτυχώς πάλι τον ξαναβρήκε
Ήμουν εκεί κι εγώ
Χρυσό νήμα της Κύπρου
Κεντημένο ως ματσικόριδο
Στην άκρη του ποδόγυρου της Άννας
Έτσι αντίκρισα κι εγώ σαν φθάσαμε στη Σαβοϊα
Το έτος 1434 τον Φεβρουάριο μήνα
Τον πρίγκιπα να υποκλίνεται
Καλωσορίζοντας την Άννα
Κι όμως τα παραμύθια της μητέρας μου
Γνωρίζοντας πως δεν θα επιστρέψω πίσω
Μίλησα μ’ ανθρώπινη λαλιά
Αν και κλωστή χρυσό νήμα της Κύπρου
Κεντημένο στον ποδόγυρο της Άννας
Θα λειώσω είπα θα ξεφτίσω αλίμονο
Επιθυμώ διακαώς να επιστρέψω
Στο Δεινάρετο άκρο

τα μετά την Άλωση / Παταπίου Νάσα


Επόθησε ο πορθητής
Πόθο μεγαλεπήβολο υψιπέτη
Στέλνει φιρμάνι
Τους ανυπότακτους
Να φέρουν αλυσόδετους
Όσους ορκίστηκαν
Να μην αλλάξουν γλώσσα
Μαχαίρια ακονίζονταν
Σπαθιά άστραφταν
Στιλέτα επαίροντο
Οι δήμιοι ανάλγητοι πλησίαζαν
Ήμουν κι εγώ εκεί
Να ακολουθώ τη μοίρα
Της φυλής μου
Έτρεμα σύγκορμη
Στου μαχαιριού την όψη
Ο φόβος
Τι φόβος, τι φρίκη
«Σε γνωρίζω από την κόψη»
Από μελλούμενους αιώνες
Ήχησε μια φωνή
Αίφνης μια δύναμη
Εκτόπισε το φόβο
Στεφάνωσε το θάρρος
Και γνώρισα
Το τι θα πει γενναίο
Στους γενναίους
Προχώρησα
Τείνω τη γλώσσα μου
Σαν ζώο σε σφαγή
Ανάπηρο αιμόφυρτο μου στόμα
Πώς να φωνάξω
Τα φωνήεντα της γλώσσα μου
Τα εύηχα, τα αέναα
Επόθησε ο πορθητής
Πόθο μεγαλεπήβολο υψιπέτη
Ωσάν διακαώς
Να επόθησε την ήττα
Γιατί το ανάπηρο
Το αιματωμένο στόμα
Έστω μπορεί να πει
Λα ζει, Λα ζει
Που πάει να πει
Στην γλώσσα την ελληνική
Ζει, ζει
Η Ελλάς ζει

Μάθημα Ιστορίας / Παταπίου Νάσα


Ο Φλώριος, ο Στέφανος
Και ο εικοσαετής Λεονάρδος
Πολύ τη λάτρεψαν πολλά κατέγραψαν
Για τη γενέθλια γη μου
Carpasium, Carpasso
Rizokarpaso
Η κομητεία, η βαρονία
Των Φράγκων και των Ενετών
Πάμπολλες εκκλησίες
Αναφέρει ο Φλώριος
Τοιχογραφίες και ψηφιδωτά
Εκεί φυτρώνει λασμαρί
Και φύεται herba di San Juanne
Ο Στέφανος υπενθυμίζει
«΄Ηταν της προγιαγιάς μου
Της Ισαβέλλας φέουδο
Από τον ένδοξο οίκο Λουζινιάν»
Και ο τρίτος αναφέρει οικισμούς απ’ τοΜεσαίωνα
Που τώρα πια χαθήκαν
Νέγκωμη, Κόρακας, Πραστειά, Κορώνη
Κάθεται επίσης και θαυμάζει προς τη θάλασσα
Τις Γυναικόπετρες
Τα θηλυκά γλυπτά στους βράχους
Μάρτυρας μακραίωνου τοπωνυμίου
Αχ Φλώριε Βουστώνιε
Στέφανε Λουζινιάν
Και εσύ εικοσαετή Λεονάρδε
Σαν κλείνω τα γραπτά σας
Κάθομαι και ασκώ τη μνήμη μου
Να μην ξεχνώ
Ακούστε με κι εσείς
Λέμπος, ο Λάρης ποταμός
Λεμπρικαστή, Λευκόνησος
Τα Νερά της Ρίζας
Τα Νερά της Πλάκας
Τα Νερά τα Σέλενα
Σύρριζα μας ξερίζωσαν
Από το χώμα

προς τα νερα τα Σελενα / Παταπίου Νάσα

Με είπαν η μικρή αδελφή
Της νεράιδας Μελουζίνης
Και την ακολούθησα στις βρύσες
Στις πηγές και στα ποτάμια
Όπου σύχναζε
Στα κάστρα όπου ύφαινε
Κι αγνάντευε την πεδιάδα
Θα σε πνίξει μου είπε
Μια θάλασσα από ανθισμένες ανεμώνες
Ο έρωτας σαν θα περάσει δίπλα σου
Σαν αμυδρά ακουστεί το θρόισμά του
Τι λύνεις τα μαλλιά σου μες στη νύχτα
Και περνάς στο λαιμό σου μαντίλι
Που δεν το θώπευσαν τ’ άστρα
Και δεν ξαστρίστηκε;
Μα εγώ ανυπότακτη
Βύθιζα τα πόδια μου
Στο μεθυσμένο νερό που έτρεχε
Και δοκίμαζα απερίσκεπτη
Των απαγορευμένων φρούτων τη γεύση
Την ακολουθούσα ακροπατώντας
Χειμώνα καλοκαίρι
Γιατί η ίδια ξεδίπλωνε
Δέλτους της Ιστορίας
Και με σκοτάδι και με φως
Πείνα και δίψα
Και τραύμα και πληγή
Και θρήνο και θάνατο
Που θέριζε ψυχές
Κίτρινα στάχυα
Την ακολουθούσα
Περνούσε μέσα στα γονατισμένα πεύκα
Εκεί που σκόνταφτε κυνηγημένη η Μαρία
Κι όπου έπεφταν τα δάκρυά της
Φύτρωναν δάκρυα άνθη sempevive
Μα εκείνη προχωρούσε
Έφθανε έως τα Νερά τα Σέλενα
Κι εγώ εκεί μαζί της
Πίσω απ’ το θάμνο
Την παρακολουθούσα
Έπινε νερό από το βράχο
Που έτρεχε κι έσμιγε
Με τ’ αλμυρό νερό
Της θάλασσας
Κι ήταν στιγμές
Που μου φαινόταν θάλασσα
Θαλασσοαιματωμένη
Και γευόταν η Μελουζίνη
Ευωδιαστά αγριοσέλινα
Που φύτρωναν τριγύρω
Είσαι η μάνα των Λουζινιάν τη ρώτησα
Η δέσποινα των δύο πύργων
Μακριά στην Εσπερία;
Ή είσαι η μάνα που μου στέρησαν
Και δέθηκα μαζί σου ακολουθώντας σε;
Απάντηση δεν έλαβα
Και φύτρωσα εκεί
Προς τα Νερά τα Σέλενα
Τόσο φως τόση πορφύρα
Τόση κυανή τρικυμία
Τόση θαλπωρή τέτοια όψη
Τέτοια αιχμηρότατη κόψη
Αυτή είναι αυτή είναι
Αναφώνησα
Και η ανάσα μου
Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα

Στις εσοχες του χρονου / Παταπίου Νάσα

Διέσχισα ερήμους εκτάσεις
Στα βάθη της Ανατολής
Ανάμεσα σε λίμνες πανάρχαιες
Που ακούγονταν στις όχθες τους
Ανάσες και μουρμουρητά
Ενός άλλου κόσμου
Σε αχανή χορτολίβαδα πλανήθηκα
Ως ένα άλογο αενάως καλπάζοντας
Με ανείπωτη θλίψη
Στα τεράστια μάτια του
Πάντα φυλλορροούσα
Στο άγνωστο αλλοτινών εποχών
Κι επιθυμούσα να γνωρίσω
Τα όσα σκέπαζε η αχλύ και το σκοτάδι
Γι’ αυτό καθ’ οδόν
Καθρεφτίστηκα σε βαλτόνερα
Και υψώθηκα δένδρο
Σε παραποτάμιο δάσος
Ν’ αντικρύσω
Πέρα απ’ την απέναντι κοιλάδα
Με τα οροπέδια άξενα
Κάλυπταν τον ορίζοντά μου
Σε σταυροδρόμια γρίφους
Δεν γνώριζα τι δρόμο ν’ ακολουθήσω
Δισχισα τη χώρα της φωτιάς
Τη χώρα της βροχής
Τη χώρα των ανέμων
Όπως εκείνο το φοβερό
Παραμύθι της μάνας μου
Που τ’ άκουγα μικρή κι αναρριγούσα
Εξερευνούσα τις νύχτες
Τον αστρικό κόσμο
Και πλανήθηκα με τους πλανήτες
Όπου κι αν έφθανα
Της χερσονήσου η άκρη
Μ’ ακολουθούσε
Ως ευχή και κατάρα
Ως πικρή δάφνη
Και επιμήλιο ώριμο
Ξέμεινα σε χανούτια της Κύπρου
Πριν από πέντε αιώνες
Κοιμήθηκα ξάγρυπνη σε χάνια
Και είδα να με παραμονεύει
Η σκιά του θανάτου
Στις εσοχές αενάως του χρόνου
Ασθμαίνοντας τέλος είπα
Τώρα θα σπάσω
Τον πάγο της στέπας
Με τις οπλές μου
Ν’ ανακαλύψω
Την ελάχιστη χλωροφύλλη
Τη θαλπωρή που εξέλιπε
Έστω και εάν ματώσω
Πατρίδα
Έστω Πατρίδα κι αν τρέξει
Το αίμα μου
Στον ασφόδελο πάγο

«Ο σκαντζόχοιρος που επέζησε» / Παστελλάς Ανδρέας

«Εκεί που όλοι τον εχαν ξεγραμμένο

τον εύχονταν για ξεγραμμένο

ερχόταν μόνος.

Μέσα από λοιμούς, λυγμούς

ισοπεδώσεις

εκχερσώσεις

επιχωματώσεις

αργά διέσχιζε το δρόμο κουτσαίνοντας.

Λάτρεις κρανοφόροι του μετάλλου τον παραμόνευαν.

Μελανηφοροι πεφυσιωμένοι επιβήτορες των μηχανών

επίβουλοι τον περίμεναν

βαθιά μέσα τους πονώντας για τη χαμένη ηδονή

―Νάτον θα πέσει!

Μέσα σε πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τον
περίμεναν.

Εκείνος προχωρούσε ανέγγιχτος

με χείλι μισάνοιχτο

γκριμάτσα πόνου ή χαμόγελο

κάπνιζε το τσιγάρο του

φρενοβλαβής, ίσως, και περήφανος.»