σαν ένα παραμύθι του χθές
και σου κρατάει το χέρι ,
σ'εκείνο το νησι
π'άφησες πισω.
Η προσμονή τραβάει τον δρόμο της
και το σκυμένο κεφάλι
της ανήμπορης θέλησης
Βάζει όρκο ,για άλλη μια φορά.
Κάποτε θα διαβεί τούτο τον δρόμο .
Ολους τους δρόμους
όλα τα στενά .
Να προσπεράσει τις μαντηλοφορούσες μάνες
στο κοσκίνισμα του σταριού .
Τα παιδια σκορπιστά κρυφτούλι
και τον απογευματινό περίπατο
παρέα στο χαμόγελο
ν'απαντά στην πλατιά “καλησπέρα.”
Τι θέλουν Θεέ μου απόψε
όλες τούτες οι θύμισες ;
Τι γυρεύουν να τυραγνούν τον ύπνο
που δεν υπάρχει περίπτωση
να ξαναγίνει λευκός.
Πολύ διαπεράστικές οι κραυγές της απόγνωσης
Πολύ ανατριχίιλα στα κόκκαλα
κι αναπαμός δεν υπάρχει από τότες
που ο ήλιος έγινε γκρίζος,
μπροστά στην κραυγή
του πληγωμένου δάσους
Οι ακτίδες έσμιξαν στο δάκρυ της μάνας
με τ'απλωμένα χέρια ,
που άδεια τριγυρίζουν και ψάχνουν
ενω τα βαθουλωμένα μάτια
γαντζωνονται στην φούστα της ελπίδας.
-Μην φύγεις ! Εσύ απόμεινες
παρακαλούν καρφωμένα
στην νάρκη του σήμερα που θέλει να ξεχάσει.
Κι άλλο τόσο θέλει να θυμάται τότες.
Τις ανθισμένες λεμονιές που συντροφιά τον αγέρα
τραγουδούσαν τον ποταμό του Καραβά.
Την κοπελιά με τους πορτοκαλανθούς στα στήθια
που πρόσμενε τον έρωτα
κι η ευτυχία ονειροπόλα την καλημέριζε.
Μα 'ήταν άραγες χθές ;
η πέρσυ; ή στον περασμένο αιώνα;
ρωτά η κουρασμένη προσμονή
μοιρολογώντας τα νεκρά όνειρα
και δακρύζει το φεγγάρι .
Τ' αστέρια ψάχνουν για την χαμένη τους λάμψη
μέσα στα βουρκωμένα μάτια του παιδιού
που γυρεύουν τον χαμένο πατέρα.
Κι ο μαρμαρωμένος Διγενής
νιώθει βαρειά στα χερια του
την πέτρα του Ρωμιού ,
σαν περιμένει διαταγή
για να την ρίξει απέναντη
Εκει! Στην ανοικτη απαλάμη του Πενταδάκτυλου
Οπου τα σπίτια της καλής του
(Σπιτια της ρήγαινας τα λένε )
προσμένουν τ'αθάνατο νερό
μαζί και τους εγκλωβισμένους ,κι οι δρόμοι κλειστοί
Δεν ξεχνώ ! Δεν θα ξεχάσω!
υπόσχονται τα λευκα περιστέρια
με διπλωμένες φτερούγες
εκεί στην στράτα της υπομονής.
Που αιώνια προσμένει την απούσα δικαιοσύνη.
Που και που λκάποιο τρελλό πιτσούνι
επαναστατεί πνιγμένο στην αδικία
και πετάει απέναντι .
Να ξεσκίσει την μισητή ημισέληνο
Προλαβαίνει το πολυβόλο
μα ξεψυχά κελαϊδώντας .
Σαν έστω για λίγο οι δυνατοί
Να θυμηθούν εκείνο το νησί
που λέγεται Κύπρος .
Η αγανάκτηση ξωπίσω του κρυφοβράζει
στις άδειες υποσχέσεις.
Και πώς πέρασαν θεέ μου
όλα τούτα τα χρόνια,
γεμάτα προσμονή
Οτι μια μέρα θα διαβούμε ξανά
Κείνο το δρόμο ,κείνο το στενό .
Και θ ακαλωσορίσουν τον ερχομό μας οι αυλές
Σαν ο καμπάνες, απ 'άκρη σ' άκρη στο νησί
Θα σημάνουν ανάσταση .