ισοβίως
τροφοδοτώντας την
με συσίφεια όνειρα.
Εκκρεμώ ανάμεσα
στο ύψος και το
βάθος.
Είμαι η Φωνή.
Σε στιγμές αγωνίας
κραυγάζω:
Υπάρχει νίκη;
Υπάρχει διέξοδος;
Υπάρχει νόημα;
Σιωπώ και αφουγκράζομαι.
Διαισθάνομαι πως
τοκετός αναμένεται
παραμονές του κάποτε
και καταγράφεται
στα δεφτέρια του τίποτε.
Έστω ότι γίνεται.
Θα βρίσκεσαι εκεί
για τα συγχαρητήρια
ή θα ξαναχαθείς
στον πηγαιμό
για τις Ιθάκες;
Στιγμές Αλκυονίδες
Ο
χρόνος; Άχρωμος, άχραντος και άχρονος. Στριμωγμένος ανάμεσα σε μνήμες, γεύσεις,
χρώματα, μετεικάσματα. Εντούτοις αμόλυντος. Οι μήνες δώδεκα, οι ώρες δώδεκα κι
οι στιγμές μας τόσες. Μετρημένες κι αμέτρητες. Στιγμές αλκυονίδες, ως στιγμές
καλοκαιρίας. Με την Αλκυόνη εντός κι εκτός μας, δέσμια τ’ ουρανού και της
θάλασσας. Την Αλκυόνη με τη μπλε φτερούγα μισανοιγμένη, ελεύθερη των ανθρώπων
και φυλακισμένη των Θεών εγκλωβισμένη στην αγκαλιά του αδιαπέραστου ορίζοντα. Εκεί
μετρώ δώδεκα. Είναι στιγμές. Είναι αλκυονίδες. Και το ξέρω. Το ξέρεις κι εσύ. Μαζί τις ζήσαμε. Μετά χτυπά
ο πανδαμάτωρ μεσάνυκτα. Στεκόμαστε αντίκρυ. Ενός λεπτού σιγή, στη μνήμη του
χρόνου που σκοτώσαμε αδίκως. Του το οφείλουμε. Αιωνία του η μνήμη.
I
Ήσουν
η γεύση του Αυγούστου
κι ήταν
η πρώτη μέρα του χειμώνα
II
Τις ώρες της μνήμης
τις ώρες της λήθης
πάντα επιστρέφεις
Βροχή μου
III
Είναι ό, τι ζήσαμε
φυλακισμένο
Πίσω από πόρτες
κλειστά παράθυρα
Σφικτοδεμένο
Δίχως αέρα
IV
Το νόημα της ζωής
μισοκρύβεται πίσω από το νοητό
παλεύει με το ανόητο
και νικά το αδιανόητο
V
Ανάμεσα
στο "ναι" και στο "όχι"
υπάρχει η φλύαρη νύκτα
και το βουβό κλάμα
στο μαξιλάρι σου
Ύστερα ξημερώνει
VI
Σε ψιθυρίζει ένα κοχύλι
Σε τραγουδούν τα κύματα
Σε αφουγκράζεται η καρδιά μου
Η μνήμη σου βροχή διαττόντων
Μέσα σ' ένα κλειστό δωμάτιο
Με κατακλύζεις
VII
Ακόμη κι άμα δεν έρχεσαι
είναι υπέροχο
που εγώ σε περιμένω
VIII
Το νόημα της λέξης
είναι η ηχώ της
όπως τη φυλακίζεις
μόνο εσύ
μέσα μου
IX
Όταν σε σκέφτομαι βαθαίνω
Κι όταν σε αγαπώ πλαταίνω
X
Η λέξη
σφραγίδα μνήμη
ανεξίτηλη
Γεύση και μυρωδιά
Σε ιχνογραφεί
XI
Ανυπόστατη
Δίχως ταυτότητα
Ιθαγενής
Εντός σου
Σε κατοικώ
XII
Μελαγχολικά απογεύματα
κυοφορούν τη σιωπή σου
Ας μη γεννηθεί ως λέξη
Ας παραμείνει αμόλυντη
εκκωφαντική κι αμετανόητη
Εν αρχή ην ο λόγος
Και
μετά τη σιωπή, ο λόγος σου. Νερό γάργαρο, μέλι παχύρευστο, βραχύ φωνήεν,
ακριβό. Ο λόγος σου κι η σιωπή σου. Ανατολή και Δύση. Αρχή και τέλος. Παρακαλώ
σε. Να μιλάμε για να μοιραζόμαστε ένα κομμάτι σύννεφο. Δίνοντας χώρο στον
ουρανό να μπαίνει απ' της ψυχής μας το παράθυρο. Επιτρέποντας στη βροχή να
κρυφοκλαίει, κάτω απ' των ονείρων τα λευκά σεντόνια. Να μιλάμε για να
φυτρώσει επιτέλους της ζωής το δέντρο. Πέρασε το φθινόπωρο. Θυμάσαι τη
φυλλορροή; Θα φύγει και φέτος η άνοιξη. Το ξέρω βέβαια, με λόγια δεν ανθίζει
τίποτα. Ήλιος χρειάζεται και θέρμη. Αέρας λευτεριάς και ύδωρ. Ωστόσο μην
ανησυχείς. Αν όμορφα τον σπόρο φύτεψες κι αν είσαι για τον ήλιο ευγνώμων, εκεί
που θέλει και όπως θέλει εκείνος θα φυτρώσει. Κοίτα, το χελιδόνι στην αφετηρία
επιστρέφει. Μπορούμε κι εμείς. Να μιλάμε λοιπόν. Εν αρχή ην ο λόγος. Και ο
λόγος ην προς τον Θεόν. Και Θεός ην ο λόγος.
Ψιθυριστά να ονειρεύεσαι
Ψιθύρισα:
-Θέλω ν' αγγίξω την Αλήθεια
Tα όρια να
ψηλαφίσω
στην άκρη του γκρεμού να περπατήσω
στη θάλασσα της μέσα να χαθώ
Ψιθύρισες:
-Μη βιάζεσαι
Νωρίς ζητάς στην τρικυμία της
απέναντι να πλεύσουμε
Μείνε σιμά
Τα νώτα μας να προφυλάξουμε
τη μοίρα μας στα μάτια να κοιτάξουμε
Μείνε σιμά
Στη δίνη μιας μεγάλης καταιγίδας
στο μάτι του πιο κόκκινου κυκλώνα
στη χώρα της Αλήθειας λιποτάκτες
λαθραία να αποδράσουμε
Διαβαίνοντας την πύλη των ονείρων
στον ήλιο να παραδοθούμε
Λευκή σημαία η ελευθερία
Ακούς καρδιά μου;
Ψιθυριστά να ονειρεύεσαι
Πόρτα τ' ονείρου
Αφήσαμε
ανοιχτούς λογαριασμούς
εκκρεμείς τους λογισμούς
πίσω απ' την πόρτα του ονείρου
στη διασταύρωση του απείρου
Αφουγκραστήκαμε
τον ψίθυρο και την κραυγή
του ανείπωτου
να κόβει ασθμαίνοντας
το νήμα και το νόημα
του έρωτα
του ανίκητου
Ό, τι κερδίσαμε καλπάζει
Άλογο
Άναρχο
Ανυπότακτο
Μαζί σου
Το λίγο γίνεται πολύ
το πολύ λίγο
όταν τολμήσω να το μοιραστώ
μαζί σου
Το λάθος γίνεται σωστό
το σωστό λάθος
όταν τολμήσω να τ’ ονειρευτώ
μαζί σου
Είναι η αίσθηση που γίνεται
ψευδαίσθηση
μαζί σου
Δακτυλίδια καπνού
Πήρες δειλά να ζωγραφίσεις το τοπίο
Το φεγγάρι, εσύ, το τσιγάρο
κάτι ψευταστέρια κι η αλήθεια
Επικίνδυνη σύναξη
Στεκόσουν
το σώμα μαχαιρώνοντας της νύχτας
δίχως σκιά
μοναχικό κυπαρίσσι
Μετά μίλησε για σένα η σιωπή
ως συνήθως
συνήγορος και κατήγορος
Μάρτυρες τα δακτυλίδια του καπνού
που ακολούθησαν την καρδιά σου
Ένοχοι τα δακτυλίδια του καπνού
που συλλάβισαν ανορθόγραφα τα όνειρά σου
Δικαστής το φεγγάρι
κι εγώ ξανά στο βυθό
κλειστό μαργαριτάρι
Άσπιλο ψέμα
Το πιο μεγάλο ψέμα
βάψε το με το αίμα
του αμνού
άλικο
Το πιο μεγάλο ψέμα
ξόρκισέ το στο βλέμμα
του παιδιού
άχραντο
Το πιο μεγάλο ψέμα
φύλαξέ το για σένα
στο πιο βαθύ ποτάμι
του μυαλού
άθικτο
Το πιο μεγάλο ψέμα
κράτησέ το για μένα
άσπιλο
Μεσοπέλαγα
Η αγάπη μας βρήκε
ναυαγούς μεσοπέλαγα
βάρκα ήταν
μας μάζεψε
την πορεία της χάραξε
δίχως χάρτη κι ελπίδα
με σπασμένη πυξίδα
μας παράτησε
η αγάπη
ναυαγούς μεσοπέλαγα