πέτρες της Τύπρου μας σωρόν
άσπρην χαβάραν του χωρκού μου∙
μεν με ρωτάτε πού τα πάω
ται πού τα φέρνω
χρέος μου να τα κουβαλώ.
απλώννω τα στην μαντιλιάν
μες στην κούππαν μες στο πιάτον
κοπιάστε λαλώ τους περαστικούς
να πιούμεν μιαν που ιστορίαν.
Ένας αρκάτης που εποστάθην
ένας βοσκός με το πιθκιαύλιν
ο σιεράς με την φωθκιάν του
ο γανωματής με το καλάιν
ο καμηλιέρης με την καμήλαν
ούλλοι ξενοχωρίτες νυχτωμένοι.
που της Τύπρου το δεντρόν
μνήμην φιλεύκω τους ται πάσιν.
που την Αμμόχωστον την Σαλαμίναν
έμπα της Έγκωμης του Κολοιού
τ’ ύστερις τράβα στην δουλειάν σου,
βάλε τ’ εσού τα δυνατά σου
να βάλει η ψυή σου μιαν γραμμούαν
να μεν αφήκεις να σβηστεί
της ιστορίας μας ο χάρτης.
φουστάνιν μέρας
με Θεού καλόν φανάριν
εποτίζαμεν παττίες
τ’ ετζοιμούμουν στο ποστάνιν.
Με πισσούριν την ημέραν
με κούσπον πένναν πά’ στο έριν
ετσαππίζαμεν τες λέξεις
να τυλίσει ως τα πέρα
της αλήθκειας το νερόν∙
μες στο χώμαν μες στ’ αυλάτιν
μες στο χωράφιν οι κουφάες
ετυλούσαν τ’ ’εν εκρούζαν.
Μεν φοάσαι που την φύσην
μανιή της φεύκει η νύχτα
που την άλλην να φοάσαι
νύχταν στ’ άσπρα που ’ν’ ντυμένη
ται φορά φουστάνιν μέρας.
Ποντικούς πά’ στο ζινίιν
κουβαλάς τους μες στην βούρκαν.



