Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024
Εναγκαλίζομαι το πεπρωμένο / Μαυρομάτης Γιώργος
Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024
Ποιήματα και ένα Διήγημα της Ιωάννας Παπαντωνίου που έχουν βραβευτεί στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2024) των "Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού"
ΓΡΑΦΩ
ΣΗΜΑΙΝΕΙ…
Η ώρα πλησίαζε… Δεν χρειαζόταν το ρολόι , για να της υπενθυμίσει τον ερχομό της Ελένης… Δέκα και τέταρτο, ακριβώς μετά την κυριακάτικη Λειτουργία. Το βήμα της κυρα-Αλεξάνδρας αργόσυρτο στο στενό διάδρομο, παρά το γοργό της καρδιοχτύπι , πήρε σταθερά την πορεία του προς την ξύλινη εξώθυρα. Είχε ξυπνήσει πολύ πρωί εκείνη την Κυριακή κι αδημονούσε για τούτο το συναπάντημα. Οι σκέψεις της πλανήθηκαν στο γαλάζιο της θάλασσας, που αχνοφαινόταν απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο κι έγιναν ένα με τις μυρωδιές της φρεσκοποτισμένης λεβάντας στα παρτέρια του κήπου. Τις διέκοψε ο ξερός ήχος του ρόπτρου, που επέμενε να της υπενθυμίζει την παρουσία του πρωινού επισκέπτη.
«Καλώς τηνε!», ακούστηκε
πρόσχαρη η φωνή της κυρα- Αλεξάνδρας. «Σε περίμενα! Έφτιαξα καφέ μυρωδάτο!
Ετοίμασα κουλούρι ζεστό! Για την Ελένη μου!»
Πήρε να στρώνει το
τραπέζι για το πρωινό… Η μυρωδιά του καφέ απολαυστική… Το κουλούρι ζεστό και
πεντανόστιμο, ζυμωμένο με την αγάπη, που η οικοδέσποινα ήξερε να μοιράζει τόσο
απλόχερα.
Την αγαπούσε σαν την κόρη
της την Ελένη και της είχε τυφλή
εμπιστοσύνη. Από μικρό κορίτσι ερχόταν να κάνει συντροφιά στην ηλικιωμένη
γειτόνισσα. Στην αρχή την έστελλε η μάνα της, που αγαπούσε ιδιαίτερα την
κυρα-Αλεξάνδρα, μα με τον καιρό αναζητούσε κι η ίδια τη συντροφιά της.
Περνούσαν αρκετές ώρες μαζί γιατί η μάνα δούλευε τ’ απογεύματα. Εκεί μελετούσε
και τα μαθήματά της η μικρή Ελένη. Η κυρα-Αλεξάνδρα την καμάρωνε να διαβάζει
και να γράφει… Η ίδια δεν είχε πάει σχολείο
στα δύσκολα εκείνα χρόνια της προσφυγιάς. Έβαζε την Ελένη λοιπόν να της διαβάζει
συνταγές ή την Αγία Γραφή κι άλλοτε της
υπαγόρευε να γράφει στον ξενιτεμένο της…
Η τήρηση της
αλληλογραφίας της κυρα-Αλεξάνδρας έγινε πια επίσημο καθήκον για την Ελένη. Πριν
χτυπήσει την εξώθυρα κοίταζε στο γραμματοκιβώτιο για την επιστολή, που
περίμεναν. Ακόμα κι αν η επιστολή δεν είχε φτάσει, η Ελένη θα έγραφε… Θ’
αποτύπωνε μ’ εκείνα τα στρογγυλά, καλλιγραφικά γράμματα τις σκέψεις της
κυρα-Αλεξάνδρας, τα συναισθήματα, τις έγνοιες και τα όνειρα στο λευκό χαρτί
αλληλογραφίας. Αμοιβή της το χαμόγελο, που θα εισέπραττε κι η ευχή της.
«Γράφω» θα πει αφήνω τα’
αποτύπωμα της ψυχής στο λευκό χαρτί,,, Αφήνω ακόμα ένα χνάρι σ’ απάτητο
μονοπάτι… πήρε να ερμηνεύσει το ρήμα η Ελένη σ’ ένα εσωτερικό μονόλογο, καθώς
απολάμβανε τον ζεστό καφέ…
«Γράφω…» Επανέλαβε στην
κυρα-Αλεξάνδρα, που τη ρωτούσε αν ήταν έτοιμη να αναλάβει το ιερό της καθήκον…
« Αγαπητό μου παιδί,
Σήμερα έχεις τη γιορτή
σου κι είσαι μακριά… Σε ποιες θάλασσες αρμενίζεις; Ποιες στεριές αντικρίζεις;
Μου λείπεις πολύ…»
Δεν είχαν νέα του εδώ και
αρκετό καιρό… Η Ελένη παρηγορούσε την κυρα-Αλεξάνδρα με την ιδέα πως στα
λιμάνια, που έφτανε ο γιος της δεν είχε κοντά ταχυδρομείο και πως σίγουρα στο
επόμενο λιμάνι θα της ταχυδρομούσε την επιστολή… Άρχισε να σκέφτεται να γράψει
η ίδια μια επιστολή και να την τοποθετήσει στο γραμματοκιβώτιο εκ μέρους του παιδιού
της… Δεν μπορούσε να βλέπει τον πόνο της μάνας και τα υγρά της μάτια… Και τότε
θα πρόσθετε περισσότερα στην ερμηνεία του αγαπημένου της ρήματος…
«Γράφω» θα πει ζωγραφίζω
χαμόγελα, ένα καράβι που αρμενίζει για την πατρίδα και την αγκαλιά της μάνας…
Κι αν της ζητούσαν εκείνη τη στιγμή να κάνει μια ευχή για να πραγματοποιηθεί,
θα ζητούσε να ζωντάνευαν οι λέξεις και να την ταξίδευαν στα λιμάνια της χαράς…
Θα έκλεινε την επιστολή
με τη συνηθισμένη επιφώνηση: « Με την αγάπη μου, η μάνα…»
Το ρόπτρο εξακολουθούσε
να χτυπά ρυθμικά… Διέκοψε τις σκέψεις της.
«Ποιος να’ ναι τέτοια
ώρα;» Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα η κυρα-Αλεξάνδρα.
Η Ελένη ευχήθηκε ενδόμυχα
να ήτανε ο ταχυδρόμος και να είχε φτάσει με την επιστολή του ξενιτεμένου…
Έβλεπε κιόλας μπροστά της την κυρα-Αλεξάνδρα να την παραλαμβάνει με δάκρυα
χαράς… Μα δεν μπορεί… Ο ταχυδρόμος δεν περνά τις Κυριακές… Φαίνεται πως τις
ίδιες σκέψεις έκανε και η κυρα-Αλεξάνδρα. « Ο ταχυδρόμος δεν είναι… Δεν
περιμένω άλλο επισκέπτη, Ελένη μου…»
«Ανοίγω…»
Η Ελένη κατευθύνθηκε προς την πόρτα…
Και τότε οι ηλιαχτίδες
εισέβαλαν θριαμβευτικά στο δωμάτιο… Μια λευκή πεταλουδίτσα φτερούγισε δειλά
πάν’ απ’ τα’ αγριολούλουδα στο βάζο. Μια ολάνοιχτη αγκαλιά φτερούγισε προς την
κυρα-Αλεξάνδρα…
«Μάνα…»
Η στιγμή που περίμενε… Η
τελευταία επιστολή που δεν είχε έρθει… Ανοιγόταν τώρα μπροστά στα μάτια
της το λευκό επιστολόχαρτο με την
επιφώνηση: « Επιστρέφω μάνα! Σε φιλώ, ο γιος σου!» Και άνθιζαν κρίνα λευκά και
γιασεμιά… Γίνονταν ένα με το λευκό του χαρτιού και της ψυχής της κυρα-Αλεξάνδρας,
που φτερούγισε κι αυτή όπως την πεταλούδα…
«Μάνα… Επέστρεψα!»
Δεν μπορούσε να του
απαντήσει… Εκείνος επέστρεψε… Εκείνη είχε πια φύγει…
Ο ταχυδρόμος δεν
ξαναχτύπησε την πόρτα… Και η Ελένη; Συμπλήρωσε τα τελευταία λόγια στην επιστολή
της κυρα-Αλεξάνδρας, χωρίς υπαγόρευση αυτή τη φορά… Την έκλεισε με τρεμάμενα
χέρια και τη χάρισε στον παραλήπτη της ιδιοχείρως.
«Γιατί;» Αναρωτήθηκε
εκείνος…
«Γιατί γράφω … Και γράφω θα
πει… »Απάντησε αινιγματικά εκείνη…
Ιωάννας
Παπαντωνίου
Έπαινος
στη συγγραφή διηγήματος
Ζ΄
Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού 2024
**
θα συνοδεύει τους ακροβάτες στο κενό.
Οι ακροβολιστές θα παραταχτούν γύρω από τη μυστική έξοδο.
Θα φροντίσει γι’ αυτό ο ταξιθέτης…
Η υπαίθρια σκηνή ανάμεσα στα ερείπια…
Το θηριοτροφείο καλά κρυμμένο κάτω από τα χαλάσματα.
Δεν πρέπει ν’ ακουστούν οι βρυχηθμοί των λεόντων
ούτε το κλάμα του ελέφαντα...
Τα πύρινα στεφάνια των οβίδων θα μεταφέρουν τη φλόγα.
Τι κι αν παρέμειναν οι δάδες σβηστές;
Φώτα παρακαλώ!
Αφήστε το να ισορροπεί στα κομμένα καλώδια της οικοδομής
κι ύστερα να γίνεται ζογκλέρ.
Οι νάρκες στα χέρια του…
Στους ώμους μανδύας λευκός…
Είναι ο μικρός πρίγκιπας με το γαλάζιο προσωπείο.
Για δείτε!
Μαράνθηκε το τριαντάφυλλό του…
Λίγο νερό…
Πού πήγαν όλοι;
Μετά την υπόκλιση θ’ ακουστεί το χειροκρότημα;
Εκεί που θα τελειώνει το ποίημα,
θα τ’ απαγγείλει κανείς;
Α΄ Βραβείο στον Ζ΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού
(2024)
ΚΥΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ
Συρματόμπλεγμα
τυλίγει το κορμί σου,
Κύπρος-πατρίδα…
Είναι ο πόνος
ακάνθινο στεφάνι
στα λυτά μαλλιά…
Πενήντα χρόνια
προσμένεις τη Λευτεριά,
φως κι ελπίδα…
Ιωάννας Παπαντωνίου
Έπαινος στη
συγγραφή Χαϊκού
Ζ΄ Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών
Οριζόντων Λεμεσού 2024
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024
Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ / Ιωάννας Παπαντωνίου
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024
Η Βικτώρια του Αγίου Λαζάρου / Αντωνιάδης Σωκράτης
Κατεβαίνουν από τα βουνά οι φίλοι μου / Μαυρομάτης Γιώργος
Ποίηση και οίηση / Ανδρέου Ειρήνη
Μυστικός επισκέπτης / Λίλλη Αυγή
Έρχεται και
είναι πάντοτε μεσάνυχτα,
που έχουν τα χρώματα μεστωμένα
-μπλε νυχτερινό σε βασιλική κορνίζα κλείνει μέσα
το κεφάλι μου-
θρονιάζεται πάνω στο μαξιλάρι,
με στριφογυρίζει ανάμεσα στα σεντόνια
και με καρφώνει στα μάτια
και αλλού,
μέχρι να πω
Ήμαρτον.
Κουβάρι / Λίλλη Αυγή
Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται∙
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ / Λίλλη Αυγή
Ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος·
ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα
αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα
με κάθε α και κάθε ω στο δέλτα και στο μέλος
με σκίζει, ρίχνει στον βωμό τραγούδι ποθημένο
αργά να το αιμορραγώ αιώνια να ανασταίνω
αἰδώς, αἰδώς, ἀείδομαι ὀδύνῃ ᾠδὴν αἰδοῖαν
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024
ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ / Ανδρέου Παύλος
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ / Σμυρίλλη Αντωνίνη
Κοιμάμαι
Με φως
Πώς αλλιώς θα υπέμενα
Το σκοτάδι;
Γλείφω
Το παιδί
Που αποκοιμιέται
Μέσα μου
Όπως το γατί
Το πετσί του
Και το πρωί
Απ’ την αρχή
Θάβω το φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα
ΕΓΩΙΣΜΟΣ / Σμυρίλλη Αντωνίνη
Τα καλοκαίρια δεν βρίσκεις ησυχία
Μου το κρατάς
Που τρώω παγωτό
Κι έξω χτυπούν οι σειρήνες
Εσύ
Πίνεις ακόμα τα ούρα σου
Κάτω απ’ τα λεμονόδεντρα
Και θρηνείς στο χώμα μας
Το δικό σου χώμα
Την αρμαρόλα του παππού
Με τα σκαλιστά ονόματα
Τα σεντόνια της αδερφής σου
Τα σύκα της αυλής σου
Ρομαντικά στημένα
Σε μακέτα -η άλλη πλευρά-
Κι εσύ να θέλεις
Να την πούμε: Σπίτι
Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024
4 ποιήματα του Κώστα Μανιζατέ που κουβαλούν τις μνήμες της Αμμοχώστου
ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
(ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ)
Τόσο κακό ποιος ζήλεψε και χώρεσε τη γη σου
σπάζει τον πόνο μερτικό κουβάρι η κραυγή σου
Σιγαλοπέφτει μου το νου και όσα η ψυχή σηκώνει
μεδούλι η μνήμη πέμπει τα φρικιό και με στοιχειώνει
Κι όσο μεθά το στεναγμό τού νου η πληγή καμένη
κι εσύ καντήλι προσφυγιάς εμπρός μου αναστημένη
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ…
Δεν ξεχνώ, Αμμόχωστο, τα ιερά χώματά σου.
Αιώνια Πόλη, δε σε ξεχνώ
μα δε θα ξαναπερπατήσω τους δρόμους σου. Δε θα σε ξαναδώ.
Δε σου πάει το σκέλεθρο, με πονάει.
Τώρα πια και τα συνθήματα των εθνικών ονείρων μας
στους τοίχους σου
θα τα έχεις σβήσει.
Και εμείς που φωνάζαμε
ζήτω και δόξα στους ήρωές μας
τους τα μαδήσαμε τα δαφνόφυλλα της δόξας τους.
Τα όνειρα που έσβησαν δεν τα τιμωρήσαμε. Δεν είναι δρόμος.
Μαύρο ζυμώναμε του χρόνου τον πηλό
και τον εχτίσαμε βράχο με κατάρες και κλάματα.
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ 2021
(Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ)
Και μας το είχαν πει
πως τόσο κακό
θα ερχόταν μια μέρα μεσημέρι
ξαφνικά.
Μας το είχαν πει
και έπρεπε να το περιμένουμε.
Όλοι πηγαίνουνε μια μέρα νωρίς.
Εμείς την άλλη μέρα
με φωνές και συνθήματα.
Εμείς
τον πάμε πληγές το θάνατο
μοναχοί μας
από συνήθεια
και πριν ακόμα νυχτώσει μας γελάει.
Όσο πονάς τόσο βαράς τη γροθιά σου δυνατά.
ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΜΕ ΠΙΣΩ
Εμείς που εμείναμε πίσω, μονάχοι
δίνουμε στον τόπο μας πνοή,
μες στους βοριάδες εμείναμε οι βράχοι
λίγοι να προχωράμε τη ζωή.
Εμείς που εμείναμε πίσω, το σώμα
και φως στου φόβου το ανηφόρι
θα είμαστε το λίπασμα στο χώμα
ξανά να ανθίσουνε οι σπόροι.
Εμείς που εμείναμε πίσω, τη μέρα
που η νύχτα θα έρθει να μας πάρει
θα απλώσουμε τη μνήμη στον αγέρα
τη γη να σπείρουμε χορτάρι.
Εμείς που εμείναμε πίσω, τα ιερά
και τη γλώσσα και τα όσια
κρατούμε τις πέτρες με όρκο σειρά
και τα μάρμαρά μας όρθια.
Εμείς που εμείναμε πίσω, νήματα
χωρέσαμε στη ζύμη των νερών μας
να έρθουν πάλι οι μέλισσες κύματα
να σαλέψουν οι ρίζες των νεκρών μας.