Μισώ
Την επιβεβλημένη χαρά
-Ένα φτηνό performance-
Εγώ έχω το γουργούρισμα
Της γάτας μου
Αυτό φτάνει
Κοιμάμαι
Με φως
Πώς αλλιώς θα υπέμενα
Το σκοτάδι;
Γλείφω
Το παιδί
Που αποκοιμιέται
Μέσα μου
Όπως το γατί
Το πετσί του
Και το πρωί
Απ’ την αρχή
Θάβω το φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα
Τα καλοκαίρια δεν βρίσκεις ησυχία
Μου το κρατάς
Που τρώω παγωτό
Κι έξω χτυπούν οι σειρήνες
Εσύ
Πίνεις ακόμα τα ούρα σου
Κάτω απ’ τα λεμονόδεντρα
Και θρηνείς στο χώμα μας
Το δικό σου χώμα
Την αρμαρόλα του παππού
Με τα σκαλιστά ονόματα
Τα σεντόνια της αδερφής σου
Τα σύκα της αυλής σου
Ρομαντικά στημένα
Σε μακέτα -η άλλη πλευρά-
Κι εσύ να θέλεις
Να την πούμε: Σπίτι
ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
(ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ)
Τόσο κακό ποιος ζήλεψε και χώρεσε τη γη σου
σπάζει τον πόνο μερτικό κουβάρι η κραυγή σου
Σιγαλοπέφτει μου το νου και όσα η ψυχή σηκώνει
μεδούλι η μνήμη πέμπει τα φρικιό και με στοιχειώνει
Κι όσο μεθά το στεναγμό τού νου η πληγή καμένη
κι εσύ καντήλι προσφυγιάς εμπρός μου αναστημένη
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ…
Δεν ξεχνώ, Αμμόχωστο, τα ιερά χώματά σου.
Αιώνια Πόλη, δε σε ξεχνώ
μα δε θα ξαναπερπατήσω τους δρόμους σου. Δε θα σε ξαναδώ.
Δε σου πάει το σκέλεθρο, με πονάει.
Τώρα πια και τα συνθήματα των εθνικών ονείρων μας
στους τοίχους σου
θα τα έχεις σβήσει.
Και εμείς που φωνάζαμε
ζήτω και δόξα στους ήρωές μας
τους τα μαδήσαμε τα δαφνόφυλλα της δόξας τους.
Τα όνειρα που έσβησαν δεν τα τιμωρήσαμε. Δεν είναι δρόμος.
Μαύρο ζυμώναμε του χρόνου τον πηλό
και τον εχτίσαμε βράχο με κατάρες και κλάματα.
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ 2021
(Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ)
Και μας το είχαν πει
πως τόσο κακό
θα ερχόταν μια μέρα μεσημέρι
ξαφνικά.
Μας το είχαν πει
και έπρεπε να το περιμένουμε.
Όλοι πηγαίνουνε μια μέρα νωρίς.
Εμείς την άλλη μέρα
με φωνές και συνθήματα.
Εμείς
τον πάμε πληγές το θάνατο
μοναχοί μας
από συνήθεια
και πριν ακόμα νυχτώσει μας γελάει.
Όσο πονάς τόσο βαράς τη γροθιά σου δυνατά.
ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΜΕ ΠΙΣΩ
Εμείς που εμείναμε πίσω, μονάχοι
δίνουμε στον τόπο μας πνοή,
μες στους βοριάδες εμείναμε οι βράχοι
λίγοι να προχωράμε τη ζωή.
Εμείς που εμείναμε πίσω, το σώμα
και φως στου φόβου το ανηφόρι
θα είμαστε το λίπασμα στο χώμα
ξανά να ανθίσουνε οι σπόροι.
Εμείς που εμείναμε πίσω, τη μέρα
που η νύχτα θα έρθει να μας πάρει
θα απλώσουμε τη μνήμη στον αγέρα
τη γη να σπείρουμε χορτάρι.
Εμείς που εμείναμε πίσω, τα ιερά
και τη γλώσσα και τα όσια
κρατούμε τις πέτρες με όρκο σειρά
και τα μάρμαρά μας όρθια.
Εμείς που εμείναμε πίσω, νήματα
χωρέσαμε στη ζύμη των νερών μας
να έρθουν πάλι οι μέλισσες κύματα
να σαλέψουν οι ρίζες των νεκρών μας.
για να μην ξεχάσω πως υπάρχει.
Η σιωπή μαστιγώνει «κόμπους» το φευγιό μας
και με τυραγνεύει.
Γεμάτη σκοτεινές εικόνες η μνήμη μου
και με παιδεύει.
Τραγουδώ πολύ
για να στεγνώσω τα δικά μου δάκρυα
που μάτωσαν.
Ξεθάβω πράγματα
γιατί θέλω να ξαναζήσω μέρες καλές
που πάλιωσαν.
Την Αμμόχωστο τραγουδώ
για να μην ξεχάσω πως υπάρχει.
Του χρόνου βήματα και Θεία Δίκη αδέκαστη
πάλι σας καλώ
το πικρό το αίμα της χώρας μου μην ξεχαστεί
σας παρακαλώ.
Των ακρίτων κρίματα θηράματα μες στις ξερολιθιές
μας ξημέρωσαν
και σφιχτά με σιδεριές γερά τα κάματα με μπαλωθιές
μας σιδέρωσαν.
Τώρα
Φουμάρω
Και στη φωτιά του τσιγάρου μου
Βρίσκω τη ζεστασιά μου.
Τι κρίμα
Που στην πραγματικότητα με δηλητηριάζει
Αλλά
Έτσι
Δεν έκανες κι εσύ;
Πρέπει να εμπιστευτείς πως
Το μετά που θα έρθει θα είναι όμορφο
Όπως ήρθε κι αυτό το μετά
Που ήσουν σίγουρος
Πως όχι μόνο δεν θα είναι όμορφο
Αλλά πως δεν θα έρθει καν.
Κι όμως
Υπάρχει
Η επόμενη γραμμή,
Διαβάζεις ήδη
Το επόμενο στιχάκι…
Ακόμα κι αν μια ζωή μαζί να ζήσουμε δεν μπορούμε,
Να ξέρεις ότι όλοι παράλληλες ζωές ζούμε.
Ζωές που από τη φύση τους να συμπίψουν δεν μπορούνε,
Μόνο σαν δυο παράλληλες γραμμές, μπορούν χωριστά να
συμπορευτούνε.
Κι όλοι είμαστε γραμμές στο οδυνηρό παιχνίδι αυτό το γεωμετρικό,
Παράλληλες ζωές που με άλλες παράλληλες συμπίπτουν,
Μα όπως είναι φυσικό, απ’το σημείο που συμπίπτουν αρχίζουν να
χωρίζουν.
και να την ξαποστείλω
εκεί που τα όνειρα
δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Θέλω να βγάλω τις βοηθητικές
κι ας φάω τα μούτρα μου στον χωματόδρομο
κι ας χλευάζουν τις πληγές μου
άσπροι καπνοί συνθηκολόγησης
κι ας λένε πως οι πόλεμοι σπανίως ξεκινούν Τετάρτη.
Δεν παρακμάζει η επιχείρηση ψεμάτων
μα σαν τα ψέματα φανούν όλα μάξι
ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της αλήθειας.
Όχι, δεν έκλαψα
κι ας στριφογύριζαν ξέφρενα οι τροχοί
στις ρίζες των ελιών.
Όλοι θαρρούσαν πως μιλούσε μεταφορικά
όταν τους έλεγε «Ζεστά Χριστούγεννα»
της καρδιάς
της ψυχής
του μυαλού, έστω.
Κανείς δεν πρόσεξε τα δάχτυλά του
που είχαν στο μεταξύ μελανιάσει.
Η σκοτεινή της μουσική
Ξυπνάει
του μυαλού
τα τρωκτικά.
Του απερινόητου
αποκρυπτογράφος
των αισθημάτων
χρυσοθήρας
ή απλώς
ο έχων το γενικό πρόσταγμα
μιας μυστικής ανθοφορίας
των λέξεων.
Στα ηλεκτροφόρα καλώδια της μνήμης
απαγχονίστηκαν οι παιδικοί μας χαρταετοί.
Τους ανασταίνουμε καμιά φορά
καρφώνοντάς τους πάνω στ’ όνειρο
ενός ανέμου για να δούμε
τα χρώματα για λίγο να επιστρέφουν.
Κόκκινοι γαλάζιοι καβαλάρηδες
φέρνοντας τ’ ασημικά σε κούτες
από του παραμυθιού
τη βυθισμένη πόλη.