Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Φίλιππος Γιαπανής : Τρία ποιήματα

 Γλάστρες

αυτό ποτιζομενες
Κατήντησαμε
Λαός και Εξουσία.

**

Όταν γυρίσεις την
Πλάτη .
Τα κοράκια κράζουν.

***

Όταν το φεγγάρι
Φώτισε το συρματόπλεγμα
Της κατοχής,
Ντράπηκε, κρύφτηκε, μάτωσε.
Πανσέληνος ήτανε .

Μερα του Ηλιοστασιου / Τσελεπή Ειρήνη


Ηλιε του μεσημεριου
ηλιε, του θερινου ηλιοστασιου
για σενα ετρεξε η μερα, με δοξαστικες σπονδες κι απ' την απροσμενη σου λαμψη, ξεχαστηκε να γυρει. Μεθυσμενη μεσ την πολλη χαρα
Ετρεξε η χρυσηιδα δαφνοστεφανομενη, απο την Αθηνα για τους Δελφους
Μαζι κι' αλλες ιερειες, με σπονδες, μα και περισκεψη πολλη, μεσα στου πρωινου τη νιοτη.
Με ασπρους χιτωνες, και κορδελλες στα μαλλια, ψελναν υμνους δοξαστικους
Ηλιε του ηλιοστασιου, που αστραφτερο το φως σου ριχνεις μεσ των ανθρωπων τες ψυχες για να φωτισεις, ολα τα μυστικα της νυχτας φανερωνεις
Το πιο δυνατο σου ετουτο φως, ολες τις αισθησεις πως ξυπνα στες 12 το μεσημερι

Σαν τα μουσκεμένα φυστίκια / Μακρίδου -Robinet Κλεοπάτρα


Σαν τα μουσκεμένα φυστίκια οι ψυχές
καθώς τα σώματα μας
θορυβίζουν κύμβαλα αλαλάζοντα
την ώρα που μετράνε
στα δάκτυλα του Ιούλη
τις μέρες που εκλιπαρούσαμε να μην έρθουν
Τι να σου εξηγήσω αγαπημένε μου;
Τι να σου πω για τα μαχαίρια
που μέσα στην τρέλλα της ημέρας
βγήκαν πάλι σεριάνι στα βουνά
πισώπλατα την μνήμη να καρφώσουν;
Το φονικό οργώνει πρώτα
των κομμάτων τα λάβαρα
κι ύστερα συναντά το Βουνό
και την καρδιά της Ρήγαινας στην κορφή του
πριν σκοντάψει επάνω στα πτώματα των Ασιωτών
και θάψει τα κορμιά τους στα πηγάδια της Μνήμης
Από τη ποιητική συλλογή "Η ηχώ της μνήμης" Μανδραγόρας Αθήνα 2021

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Με φόντο έναν Ιούλη

 Με φόντο λοιπόν τον μήνα Ιούλιο επέλεξα δέκα ποιήματα ποιητών / ποιητριών της Κύπρου


Μαύρη μέρα μαύρη μνήμη/ Ειρήνη Ανδρέου

 
Δεκαπέντε του Ιούλη
μαύρη μέρα μαύρη μνήμη.
Δεν την λένε στα σχολεία
την ΝΤΡΟΠΗ της ιστορίας .
 
Ηταν μια μικρή παιδούλα
μα αρχόντισσα , όχι δούλα,
που επέζησε ληστών
απ 'τα βάθη των καιρών.
 
Δεκαπέντε του Ιούλη
μαυρη μέρα μαύρη μνήμη
την επρόδωσε η μάνα
κι έτσι άρχισε το δράμα.
 
Οι εχθροί καραδοκούσαν
αφορμή πάντα ζητούσαν
κι ενώ σφάζονταν αδέλφια
ήρθ' ο Αττίλας όλο κέφια.
 
Εμαγάρισε την Κύπρο
και την μοίρασσε στα δύο
και η μάνα απλά κοιτούσε
και συμφέροντα μετρούσε.
 
Να δυσαρεστήσει φίλους
που, χε βλέπεις ερωτύλους;
"Η Κύπρος κεί(τε)ται μακράν"
ωωω μεγάλη η μαχαιριά...
 
 
*
 
Δ ε υ τ ε ρ ο γ ι ο ύ ν η ς / Πάμπος Βοσκαρίδης
 
Χάρη μας έκαναν οι μοίρες
που τον διάλεξαν
γιατί είναι ο μακρύτερος
Κι άλλοι έχουν τόσες μέρες
όσες η αφεντιά του
μα τούτου δω οι μέρες
είναι πολύ μακρύτερες
με πιότερα λεπτά στη δούλεψή του
για να μπορούμε πιότερες φορές
με ενού λεπτού σιγή
να φέρνουμε στη μνήμη συμφορές
που ήρθαν και που θα ‘ρθουν
πριν το τέλος του
 
*
ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ / Δημήτριος Γκόγκας
 
 
1
 
Ελάχιστο χρόνο μετά τον θρήνο των ανθρώπων
και τον άδικο ξεριζωμό απ΄ τα κοκκινοχώματα
συνάχθηκαν οι ασώματοι, σαν σε κρυφό σχολειό
να πενθήσουν των άλλων τις ψυχές,  
που τις είπανε αγνοούμενους στα ενωμένα σημεία των εθνών,
τους ονομάσανε πρόσφυγες
και στις έννομες πράξεις και τα συγχωροχάρτια εκτοπισμένους.
Στον ίδιο τους τον έρημο τόπο.
Τέτοια πράματα, τέτοιες λογής του μέτρου αποκοτιές.
 
2
 
Και σένα χωμένη βαθιά στην άμμο,  σε βαφτίσανε κοιμώμενη, αιώνια πόλη.
Πλην εμού, ναι πλην εμένα, εξοστράκισέ με,  που δεν σε γνώρισα.
Δεν σε αναγνώρισα, τόσο ξακουστή που ήσουν!
«Οι συγκυρίες της άθλιας ζωής» ψιθύρισα.
Ξένος εστί, εν τη Κύπρο ξένος!
 
3
 
Και τότε, πριν ακουστεί το λάλημα τρις,
φανήκαν από τα πάνω διαζώματα του κάστρου,
οι βασιλείς και οι αρχιτέκτονες,
οι κυβερνήτες και οι περισπούδαστοι της αυλής.
Ο Ονήσιλος, οι Πτολεμαίοι, η Αρσινόη, ο Τεύκρος και η Θεοδώρα.
Κι άνοιξαν το μαινόμενο κιτάπι της ιστορίας,
να δούνε στους χρόνους της σιωπής,
γραμμένη την πόλη και στον μέλλοντα και στον εξακολουθητικό,
όπου η σκουριά και η εγκατάλειψη θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Ξωπίσω,
ο Χριστόφορος Μόρος και το αιματοβαμμένο σκήνωμα του Μάρκου Αντωνίου,
κρατώντας τις κούφιες συμφωνίες σφικτά στις νεκρές του παλάμες.
Και δεν βρήκανε αποδείξεις  και υπογραφές
και αγαλλίασε το πνεύμα και το σώμα αναθάρρησε,
στις νεκρές ώρες και τις άλαλες μέρες των ασήμαντων.
Και ύψωσαν τα χέρια στον γλαυκό ουρανό
και ένωσαν αδελφικά τους δείκτες ως τον πικρό παράδεισο.
 
 
 
 
4
 
Κι ήταν πολλοί, ως οι κόκκοι της ακροθαλασσιάς
κι έβρεχε κίβδηλα κι αληθινά δάκρυα, που σχημάτισαν δυο ποταμούς,
πλημμύρισαν το πλήθος της πόλης κι έλιωσαν την.
Κι ήρθαν από τον βορρά και από τα παράλια της άλλης πατρίδας
τόσοι πολλοί που ύψωσαν συρματοπλέγματα και τείχη,
κολόνες και φράκτες, σίδερα κι άλλες λογής ανθρώπινες δουλείες.
Και γίνηκαν άδεια τα σπίτια, κενοί οι δρόμοι,
αφημένες αναμνήσεις στους τοίχους,
πορτραίτα συναισθημάτων αιωρούμενα,
παραθύρια κλειστά, γαντζωμένες μορφές στις κουρτίνες,
τρίμματα φωτογραφιών, θρυμματισμένες καρδιές
και χρόνιους επισκέπτες τα φίδια και τα ερπετά
και θλιβερούς ημισελήνους.
 
Αφέθηκαν ακυοφόρητες οι πορτοκαλιές,
αγέννητες οι λεμονιές
και η άμμος να χρυσίζει όσο ποτέ άλλοτε.
Κούρνιασαν τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις εκκλησιές,  
οι συνειδήσεις έτειναν προς τη λήθη,
στάχτη οι αλήθειες, μαρμάρωσε το σήμερα και το μέλλον στα σχολειά,
κι ανέγγιχτο ήδη προκαταβλήθηκε ως παρελθόν.
Σφουγγάρια γινήκαν οι ακρογιαλιές της.
 
5
 
Κι έμεινε μισό αιώνα,
κι ήταν ως μεγάλος αιώνας στη μικρότητα του κόσμου,
στέρεα η καρδιά και άτεγκτοι οι πνεύμονες.
Τι να έγινε η ρώμη εκείνων των ανδρών
και των αμούστακων αγοριών του Ευαγόρα;
Μήπως σκιές αζήτητες  στα παζάρια των λαών,
αναφωνώντας μοναχά ένα μαρτυρικό τετέλεσται;
 
6
 
Αμμόχωστος: Μην αδικείς τον κόσμο, καθώς σε αδίκησε.
Δεν έμαθε ποτέ του κόρη μου, τι κακό σου έκαμε!
Και σου οφείλει τον νόστο για συγχώρεση!

 
 
*
ΠΕΡΙΡΡΕΟΥΣΑ / Αγγέλα Καϊμακλιώτη
 
Συγκυλισμός σε τσίρκο
οι προκαθήμενοι
βρυκόλακες ορίζουν
το αλισβερίσι.
Οι συνωμότες ανεμίζουν
τα λευκά μπαϊράκια.
Ληστές και σαλτιμπάγκοι
σκυλεύουν το νεκρό κορμί.
Κι εσύ Λευκωσία,
πλατεία στενάχωρη.
Αροδαφνούσα των εκπτώσεων.
 
*
 
ΤΟ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ /Λεωνίδας Οικονομίδης
 
Πόσο όμορφη ήταν η ζωή,
τόσο που φάνταζε
ένα ατέλειωτο όνειρο …
Και τότε ήρθε ο Ιούλης ‘74
να χαράξει την τομή
το πριν και το μετά
Τώρα σε σκοτεινά πελάγη
αδέξια ταξιδεύεις
τα όνειρά σου
Τώρα γεύεσαι την αλμύρα
ενός διάπλου
άγνωστου τέλους
Πάντα με την ελπίδα
το καράβι να προσεγγίσει
σε απάνεμο λιμάνι
 
 
*
 
 Cléopâtre Robinet
 
·         Τον μήνα Ιούλιο
 
Με τρομάζει ο μήνας Ιούλιος
γιατί εκθέτει το σώμα του σε επίδοξους μνηστήρες
οι μέρες γεμάτες φεγγάρια που αιμορραγούν
οι νύχτες πίνουν της ημέρας την προδοσία
κι η εκείνη η χειρότερη εκεί ψηλά
φίδι λάβαρο στου Πενταδάκτυλου την πλαγιά
να με σημαδεύει στην καρδιά
και στο κρατήρα της Μνήμης.
 
·         Πώς
 
Πώς στηρίζεσαι Πατρίδα;
ποια σκαπάνη υποσκάπτει το σώμα σου;
πιο τρυπάνι μέλλον εδήλωσε κάλπικο
κι το ταξίδι εκείνο που επαγγέλθηκες
έφτασε στης Κίρκης τ´ακρογιάλι;
Κι εσύ να ελπίζεις
τ´όνειρο πλοκάμια ν´απλώνει
φίδι μεσίστιο λάβαρο
να τρώει σταδιακά τις σάρκες σου
στην ελεγεία συγκυρία των κοσμογονικών αντιφάσεων
σε καιρούς αλαζονικών Σειρήνων
καταχωνιασμένων ερώτων
και χρηματιστικών συμπορεύσεων.....
 
*
ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ / Νίκος Πενταράς
 
Μας προτρέπουν ν’ αγωνιζόμαστε
υπέρ βωμών και εστιών
χωρίς βωμούς
χωρίς εστίες
γιατί τα θυσίασαν
στον βωμό του αδίστακτου μαμωνά.
Μας προτρέπουν ν’ αγωνιζόμαστε
υπέρ βωμών και εστιών
αφημένους στο έλεος της κνίσας της θυσίας τους.
 
*
Άντρη Περικλέους Ονουφρίου
Είναι κάτι νύχτες που
η θύμηση ονειροπλέει
κι η καρδιά, δεν αντέχει.
γονατίζει, κλαίει...
Είναι κάτι νύχτες που
η θάλασσα βρυχάται
θρυματίζουν τα κύματα
το μέσα κόσμο που φοβάται...
Είναι κάτι αλήτικες νύχτες
που η σκέψη με θράσος
ανοίγει τα παράθυρα της μνήμης διάσκελα...
 
 
*
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Ανήμποροι σταθήκαμε
σε προδομένα χρόνια
που βουβαθήκαν τα πουλιά,
σώπασαν τ αηδόνια.
 
Τι κρίμα που δειλιάσαμε,
τρόμαξε η καρδιά μας,
κρυφτήκαμε κι αφήσαμε
ντροπή για τα παιδιά μας.
 
Η περηφάνεια, φόρεμα
που έχουμε πετάξει,
ηρώων οι απόγονοι
πόσο έχουν αλλάξει.
 
Δεν την τιμήσαμε τη γη
που γέννησε λεβέντες,
για χρήμα την πουλήσαμε
σε πρόστυχους αφέντες.
 
Σαν ναυαγοί στο πέλαγος
που πάν´χωρίς πυξίδα
έτσι θα ψάχνουμε κι εμείς
μια μέρα για πατρίδα.
 
*
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ / Αθηνά Τέμβριου
 
Μες στις ψυχές μας ζεις
πόλη θαμμένη στην άμμο.
Σε θρέφει η αγάπη
κάθε φορά π' αγναντεύεις
το λιόγερμα του Θεού.
 
Περπατούσες σαν αποκαμωμένη Κυρά - τα πόδια γυμνά,
τα μάτια στραμμένα στην οργισμένη θάλασσα,
ο φόβος χαραγμένος στο τραχύ μέτωπο, τα χέρια στον κόρφο.
Ένα μακρόστενο πέρασμα ο δρόμος του γυρισμού
κι είδες της θύμησης μορφές μες στην φωτιά να παλεύουν
τη βαρβαρότητα π' αραξοβόλησε κάποτε πριν το σούρουπο.
Στο διάβα σου ένα κίτρινο δάσος με φλεγόμενες ρίζες.
Τα πουλιά κούρνιασαν στου θανάτου της φυλλωσιές.
Οι εκτελεστές φόρεσαν το σκοτάδι στο πρόσωπο.
Ο χρόνος σέρνει ακόμα τα κόκκαλα της αντίστασης,
τη λήθη που γαντζώθηκε μάταια στο δεξί χέρι,
τις φιγούρες που αγάπησε, μα αλύπητα χαρακώνει.
Μέρες και νύχτες η σκιά του διάτρητη από σκέψεις και λέξεις:
"Δεν ξεχνώ", "Ελευθερία ή θάνατος", "Όλοι αδέλφια είμαστε",
"Τίμα την πατρίδα σου ως εαυτόν". Κραυγάζει η ψυχή.
Μα ποιος αφουγκράζεται τις κραυγές της σιωπής;
Ποιος πρόσεξε τα νωπά σημάδια στην πολιορκημένη άμμο;
Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι σαν πλάθουν άσπρα σύννεφα
μέσα στις χούφτες τους κι ο άγρυπνος ποιητής,
ταπεινά σαν λιτανεύει τον μύθο και την αλήθεια.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Ο γλάρος / Δημήτριος Γκόγκας

 


Από τότε που μετακόμισαν σε κείνο το ανήλιο σπίτι
η γυναίκα του άνοιγε το παράθυρο και κρεμόταν από τον αέρα.
Έπεφτε, σηκωνόταν.
Μια μέρα την έσυρε το ονειρο 
πέρα από την αγκύλη του πελάγους. 
Έγινε γλάρος.


Δεν την ακολούθησε.
Ποτε του δεν έχτισε τείχη γύρω της
αν ήταν θα γκρέμιζε το σπιτι.

Γλυκά που πετούσε πάνω από τα κύματα
(πόσο την ένιωθε) 
κι ως η αλμύρα έσταζε στο ράμφος της 
ξεδίψαγε. 
Κι αυτός μ ένα χαμόγελο σαν καρχαρίας. 

Την ύστατη ώρα, στην αμμουδιά κατάσαρκα καμμένος
εκείνη ακούμπησε στο χείλος του 
τον ράμφισε
μα εκείνος δεν κατάλαβε. 
Πεινούσε!


[Ενηλικιωνόμαστε] / Βίκτωρος Αλεξία

 


Ενηλικιωνόμαστε
δε μου ανήκεις εσύ και εγώ ιδίως όταν ο πόνος σκληρίζει σε ένα κοχύλι [...]
απαρνιέσαι τον νυχτόβιο αφρό
στο στόμα σου κάθε νύχτα
όταν σπαρταράς από μια χαρμολύπη με βαρύ ανάστημα και γυμνασμένες πλάτες
στον κάμπο
(ξαπλώνει αργά αργά η ψυχή υπό το φως μιας ροδιάς).