Από τότε που μετακόμισαν σε κείνο το ανήλιο σπίτιη γυναίκα του άνοιγε το παράθυρο και κρεμόταν από τον αέρα.
Έπεφτε, σηκωνόταν.
Μια μέρα την έσυρε το ονειρο
πέρα από την αγκύλη του πελάγους.
Έγινε γλάρος.
Δεν την ακολούθησε.
Ποτε του δεν έχτισε τείχη γύρω της
αν ήταν θα γκρέμιζε το σπιτι.
Γλυκά που πετούσε πάνω από τα κύματα
(πόσο την ένιωθε)
κι ως η αλμύρα έσταζε στο ράμφος της
ξεδίψαγε.
Κι αυτός μ ένα χαμόγελο σαν καρχαρίας.
Την ύστατη ώρα, στην αμμουδιά κατάσαρκα καμμένος
εκείνη ακούμπησε στο χείλος του
τον ράμφισε
μα εκείνος δεν κατάλαβε.
Πεινούσε!