Εμείς πίνουμε φτηνό κρασί Πίσω μας ο ήλιος δίχως χάρτη
Πηγαίνει από στόμα σε στόμα Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι
– ξημερώνει
Η τρυφερότητα του θέρους Της κόρης η τρυφερή χώρα
Χρώμα τ` ουρανού
– ξημερώνει
Τρώμε εαρινά σύκα αρσενικής συκιάς Εδώδιμοι καρποί φουσκομαΐδες
Καθώς φεύγουν οι σφήκες Με τον ίδιο πάντα θόρυβο
– ξημερώνει
Στο μακρυνό μας σύμπαν Άλλοι πίνουν φλογερά φρούτα
Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι Πέρα μακρυά σαλεύουν όντα του δάσους
Βοσκοί γυρεύουν νερό σε πηγάδια Με το χνούδι των χόρτων στις λιθιές
Ώσπου το μάτι δοκιμάζει το φως Όπως παλιά με τους ανίδεους Ατρείδες
– ξημερώνει
Χαίρε θέρος της ακινησίας Βροχή του όψιμου Ιούλη στις ψυχές μας
Ασάλευτη σκιά στο κεφάλι των βοσκών Κολλημένη στη σέλα τ` αλόγου
Δεν φτάνουν τα γερατειά τους Μέχρι τους φθόγγους του αιθέρα
– ξημερώνει
Χαίρε δικοτυλήδονο φυτό Της αγριοσυκιάς αφράτη σάρκα
Μυρωδιά του φεγγαριού Της νήσου αμφιλεγόμενη αυγή
Χαίρε πατρίδα της αβύσσου Κι` εσύ αίνιγμα του παππού
Όταν μιλούσε στο κόκκινο κρασί Πριν ξημερώσει το άγριο όνειρο
– ακόμα ξημερώνει
Μέσα από εκατό φεγγάρια Τι αλήθεια θυμούνται οι νεκροί
Και τι οι σύντροφοι που κατέβασαν τη σβάστικα
Και στο καταραμένο χρηματιστήριο Πως αλυχτάνε τα σκυλιά σαν έρχονται ξένοι
Χαίρε γη σκλαβωμένη Σπίτια κλειστά σκοτεινές αυλές
Μισάνοιχτα μάτια γρυλλίσματα μανάδων κι` ευχές παιδιών
Σε τέτοια θρηνωδία δεν γίνονται γιορτές Ξεθωριάζει το θέρος στα ξεραμένα ποτάμια
Και τα ώριμα φύλλα όλα στο δρόμο Που αστράφτει ολόσωμος
Που περνάνε ξυστά τα πουλιά Που η πατρίδα χωρίζεται
Μικραίνει Συγχώρεσέ μας
– ακόμα ξημερώνει
Και στο ιδιότροπο λιμάνι Ακόμα να φτάσει η θάλασσα
Να φτάσει το καταραμένο καράβι Και ο διεστραμμένος τραπεζίτης
Να ορίσει την εφήμερη πραμάτεια Την εφήμερη σκόνη
Τις παράξενες έξεις των υπαλλήλων
– ακόμα ξημερώνει
Το βλέπουμε στο χορτάρι Στα δέντρα σαν σμίγουν στην ομίχλη
Αποκατάσταση θανάτου Πριν λήξει ο θάνατος
Και μείνουν χωρίς δουλειά οι χρηματιστές
Χωρίς ερωμένες οι δανειολήπτες
Και δεν αγοράσουν τα μαύρα αυτοκίνητα Που ταΐζαν τον Χίτλερ
– ακόμα ξημερώνει
Σαν οδηγούν τυφλά οι τοκογλύφοι Ψάχνοντας σπίτια
Που κάηκαν στην περσινή φωτιά Χωράφια που γίναν στάχτη
Ώσπου να νιώσουν τη μαύρη τρύπα να χύνεται σε βάθη τρομακτικά
Ανάμεσα σε φλύαρους δρόλαπες Και τα βόδια του τρικέφαλου γίγαντα
-Κι αν δεν ξημερώσει;
Και η φωνή μας, ω Στενύκλαρη πολίχνη Δεν συναντήσει την τέλεια δικαίωση
Και βρούμε τον ουρανό σκληρό Και σβήσει η φρόνιμη γλώσσα μας στο σύμπαν
Γιατί άγρια θεριά εκεί δικάζουν Κι` εμείς σαν κνώδαλα ξεχάσουμε τους νεκρούς
Στους αιώνες των αιώνων τον ίσκιο Ωσάν απελπισμένα σκιάχτρα της μακρινής γης