Μόνος περπατώντας ο λαός στη σκληρή ανηφόρα του
λίγο μιλούσε, λίγο αντιδρούσε κι ας έβλεπε τη μοίρα του.
Βρέθηκε έτσι μες στη φωτιά, μες στα ερείπια,
να κλαίει τους νεκρούς, σπαρακτικά ουρλιάζοντας,
κάμποσες φορές·
Έδειξε, κρίμα, την οργή του τότε που όλα τέλειωσαν.
Μέτρησε τους ήρωες, μέτρησε αγωνιστές,
μνημεία έστησε για την αντίσταση,
τίμησε αυτούς πατρίδα,
που αν και προδομένοι σε υπερασπίστηκαν,
έδειξε τους φονιάδες τους
κι άφησε εκεί που φυτρώνουν λουλούδια, στους τάφους τους,
την κατάρα του αιώνια.
Κάποιοι όμως έλειπαν, κάποιοι δεν καταμετρήθηκαν,
σκοτωμένοι από προδότες, με ένα όπλο στο στόμα τους,
σκοτωμένοι με φτυάρια μες τα σκοτεινά ,
γύρω απο δέντρο δεμένοι, πετροβολημένοι,
από μασκοφόρους πυροβολημένοι,
θλιμμένοι νεκροί, αγαπημένοι μας ήρωες:
οι αδικαίωτοι...
Κάτω απ' τη σκιά, θρηνήθηκαν, των δολοφόνων τους,
που περπατούν δίχως να ντρέπονται,
δίχως, ως τα σήμερα, έστω...να δακτυλοδείχνονται.