Ό,τι και να λέω ξέρω πως, μ’ όλη
τη καλή σου διάθεση,
λίγα μπορείς να κάνεις·
το φως σου,
μόλις και μετά βίας καταφέρνει
να φτάσει κάτω στη γη.
Από την άλλη, τι κολλυβογράμματα
να μάθεις
μ’έναν αμαθή παπά,
που προσπαθεί να φέρει βόλτα
μια ολάκερη παπαδοοικογένεια
κρεμασμένη από τα γένια του,
την ώρα που τα βλέφαρα σου
πέφτουν από τη νύστα και το στομάχι σου
διαμαρτυρόμενο
παίζει ταμπούρλο για τα καταπατημένα
δικαιώματα του.
τα πράγματα καθόλου
δεν είναι λαμπρά·
οι δρόμοι σκοτεινοί και δύσβατοι·
το σκοτάδι μέσα κι έξω πηκτό
κι αδιαπέραστο·
και μόνο μια αμυδρή φλόγα
σιγοκαίει κάπου
σε κάποια αδιόρατη γωνίτσα
του μυαλού·
Κι όμως, εσύ από πάνω βάλθηκες
να χαμογελάς∙
κι όλο φουσκώνεις τα μάγουλα
κι όλο τη φυσάς∙
κι όσο τη βλέπω να δυναμώνει
τόσο και παίρνω τα πάνω μου,
γιατί ξέρω πια, πως πρόκειται
για πραγματική πυρκαγιά!