Αργές πληγές
Τις
ημέρες εκείνες που διακόπτετε η συνήθεια, εξορύσσονται οι κρυμμένες πληγές. Οι
ανεπούλωτες όλες κατά σειράν, σα κυπαρίσσια που γέρνουν νωχελικά με το πρώτο
δυνατό απάνεμο.
Καίνε
τα σωθηκά σου, περονίζουν της καρδιάς τα τοιχώματα, σιγομουρμουρίζουν στα βάθη
της ψυχής.
Δικές
σου οι ανοιχτές πληγές.
Κατάδικές
σου.
Κι
ετούτες οι αδικημένες, οι κακόμορφες, εξακολουθούν να'ναι μισοζώντανες...
Ενώσο
τις ταϊζεις, ενώσο τις ποτίζεις, ενώσο τους παρέχεις ζωοδόχο οξυγόνο απ'της
φαιάς σου ουσίας τα έγκατα, σε ακολουθούν...
Σε
σκιάζουν και σε στοιχώνουν...
Κλείσε
τις επιτέλους...
Κλείσε
τις προτού σε ασφαλίσουν εκείνες...
Προτού
σε πνίξουν αιώνια...
Προτού
σε κλείσουν και κείνες οι άτιμες ν'ανθίσουν, να ζωντανέψουν πιότερο, να γίνουν
εσύ κι εσύ κείνες...
Μονάχα κείνες...
**
Τόπος
Ετούτη η γη δέχθηκε κάποτε μια βροχή.
Θα ταν χρυσοβρόχι, ευλογημένο, πρώτο ράντισμα.
Η υγρασία ακόμα θάμπει τα περβόλια, τους καλαμιώνες,
ώσπου γίνεται ένα με τη θάλασσα.
Κείνη τη θάλασσα που πνίγει και καημούς και τέρτια,
και τα πιό θαυμαστά λιογέρματα.
Πύρρινος ο ουρανός σμίγει την ώρα κείνη με τη κυρά
θάλασσα και το χωριό βρίσκει την ωραιότερη κορνίζα του.
Τα περβόλια της προσμονής και της αστείρευτης
ευφορίας, θαρρείς έχουν καλλιεργηθεί με των ανθρώπων τον ιδρώτα, τον κόπο και
τον μόχθο...
Το ξέρουν τα περβόλια κι αποδίδουν, όπως το ξέρουν και
οι χρυσοί καλαμιώνες και σφυρίζουν κάθε δείλι, να ευχαριστήσουν κείν'το
γεροψαρά, με τη ξεβαμμένη άγκυρα στον αγκώνα, και τη φρεσκοβαμμένη θάλασσα στην
καρδιά...
Είναι ο τόπος μου μια υδατογραφία, πολλή νερό και
εύφορο χώμα...
Άμα σμίξουν με την απύθμενη των ανθρώπων τη πίστη,
κείνο το λαξευμένο ξωκλήσι, κείνο το σφυρηλατιμένο με τις προσευχές και τις
ευχές, το σμιλεμένο με τα τάματα και των αιώνων τη βαριά ιστορία, κείνο το
ξωκλήσι, θαρρείς γίνεται ένα με του τόπου το πόνο, μια γέφυρα παρηγοριάς...
Να διαβαίνουν να αναθυμούνται οι άνθρωποι.
**
Σχεδόν
Θροίζει το δειλινό σα σφύριγμα οχιάς εν τω μέσω του
Ιούλη, ασημίζουν τα λιόδεντρα υπό τα αληθινά φιλιά του λιογέρματος, κι οι
εραστές αναθυμούνται τέτοιες στιγμές τη γοητεία της θάλασσας την ώρα ετούτη που
αφήνεται να δοθεί στις λυγισμένες οφθαλμαπάτες των οριζόντων...
Δειλινά αστείρευτα γοητευτικά... Σχεδόν μαγευτικά,
σχεδόν ονειρεμένα, σχεδόν απατηλά...
Μα'ναι ανέκαθεν τούτο ακριβώς το σχεδόν που ραγίζει
τις μνήμες μας και καλπάζει στις κρύπτες της καρδιάς μας.
Τούτο το σχεδόν που μας ντύνει αιωνίως στο αβάσταχτο
χρώμα της προσμονής και στο χρυσοποίητο ξεφλούδισμα των άστρων.
Για τούτο το σχεδόν είναι που αφήνουμε, δήθεν πως
ξεχνάμε, τις πήλινες γλάστρες με τις μαβιές λεβάντες στα υγραμμένα περβάζια των
αυλών μας, υγραμμένα από νοσταλγία και πολλές χαρακιές, τις αφήνουμε τις
γλάστρες να νοτιάζονται στο ύστερο του δειλινού...
Του δειλινού που ανέκαθεν ακολουθεί η νύχτα η θερινή.
Να την αρπάξουμε κι αυτήν...
Ολοκληρωτικά...
Χωρίς κανένα σχεδόν.
Γιατί πάντα είναι η πολυτιμότερη κρύπτη του κάθε
όνειρού μας...
**
Άνεμος Οπωρινός
Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,
σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.
Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι
ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.
Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος
για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια
πανωφόρια...
Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της
νύχτας της οπωρινής...
Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.
Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.
Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.
**
Κήπος
Κρύβει ο όποιος κήπος το δειλινό, υπέροχα μυστικά.
Νοτιασμένες οι φυλλωσιές θαρρείς κατοπτρίζουν τα πρώτα
άστρα, σάμπως και γνωρίζουν πως είναι, παραταύτα, και τα τελευταία που σβήνουν
απορροφημένα απ'το πρώτο ηλιάναμμα.
Μα ναι ο όποιος κήπος, απρόσμενα ρομαντικός...
Κι ας το αναμασητό μιας καμουφλαρισμένης ακρίδας να
ξυπνά μνήμες... φτιάξε νέες, σκαρφαλώνοντας
στις σθεναρές αραχνοσκάλες, δρασκέλισε ιστό, ιστό τα όνειρα...
Τώρα πια είσαι στο δικό σου κήπο.
Μην αφήσεις κανενός τα ζιζάνια να παρασιτέψουν στην
αυλή σου.
Χρόνια ξηρά τον πότιζες, καιρός να αισθανθείς τα
ολοζώντανα άνθη του...
**
Οκτώβριος
Ο ιός ελεύθερος να περιπλανιέται.
Εμείς πλανεμένοι σε πλάνη οικτράν.
Ο κόσμος πια να ανασαίνεται εντός του ασφυκτικού μιας
μάσκας.
Το πρωτοβρόχι πώς μας λησμονεί... αβάσταχτα σκληρή η
έλλειψίς του.
Οι φλεγμονές απαιτούν σχήμα και προνόμια. Θαρρείς δε
τους αρκεί που χουν παρασιτέψει στης ζωής το ύδωρ.
Εν τω μέσω του αγαπητού Οκτωβρίου, εντούτοις, μπορούμε
ακόμη να σκαλίσουμε για ελπίδα...
Είναι βράδυ η νύχτα όψιμη καλλονή χωρίς φτιασίδια,
έχει τάξει άλλη μια πανσέληνο...
Το φεγγάρι δικαίως κτίζει υπερβολές...