ΣΟΝΕΤΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ / Αίθέρσης Κλαύκος
Δε θά ‘ρθουν τα τραγούδια μου για σένα
σάν έφηβοι ωραίοι, στεφανωμένοι
με ανθόκλαδο αγριλιάς και μεθυσμένοι
από τα πλήθη τα ξεφρενιασμένα
των σταδίων. Δειλά, ταπεινωμένα,
θα σου μιλά η ψυχή τους η θλιμμένη,
σα μιας γυναίκας που άλλο δεν τής μένει
παρά να κλαίει σε πόδια αγαπημένα.
Ξεχνώ μπροστά σου κάθε περηφάνεια
κι η συντριβή μου είναι χωρίς μετάνοια,
έστω κι αν ξεχαστούν τα δάκρυα μου.
Κι αν δεν σου φέρνω στέμμα και πορφύρα
στα πόδια σου, τα εξαίσια σκορπά μύρα,
σά λήκυθος που ράγισε, η καρδιά μου.
*
Νύχτα! απόψε, μου έμοιασες / Γαλατόπουλος Χριστόδουλος
Νύχτα! απόψε, μου έμοιασες,
και σ’ αγκαλιάζω
σκοτείνιασες τόσο παράξενα
που δεν σε αλλάζω!..
Νύχτα! ζοφερή... Ερωμένη μου!..
Έλα –να... πιούμε!..
Σου κερνώ την ολόμαυρη Σκέψη μου,
κι ας τη... γλεντούμε...
Νύχτα! απόψε, μου έμοιασες
δεν σε χωρίζω!..
Αυγές, Ξημερώματα, Ηλιόφεγγα,
δε σας
γνωρίζω!
*
Παύλος Λιασίδης
«Λύση, χωρκόν μου όμορφον που ‘δα το φως του νήλιου
έτσι ‘ εν να μείνω πάντα μου σκλάβος λαλείς τ’ αντήλιου;
Να μεν δω πιον τα κάλλη σου; Σιήλιες ιδέες βάλλω
τζιαι ‘που τον νουν μου τίποτες, ούτ’ ώραν εν σε βκάλλω».
*
Τριανταφυλλένη / Λιπέρτης
Δημήτρης
Τζι’
αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να ‘ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω
Μεν φοηθείς τη μάνα σου
μήτε κανέναν άλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.
Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι τη μάνα μου
τζιαι πε της “που εν ο γιος σου;”
Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις
Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλένη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα
Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλή μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.
Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστούν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιές
κάμε τες να με κλάψουν.
Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.
Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω
*
ΟΙ ΝΕΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ / Μηχανικός Παντελής
Κάτι μουγκρίζει πάλι από πολύ βαθιά
πάλι κάτι μουγκρίζει
και σηκώνει και ραγίζει το
φλοιό της γης
πάλιν ένα άγριο ένστιχτο
πάει να σκίσει τη μάσκα
μου.
Κι αν ραγίσει η γης
θα ξαναμελετήσουμε
Γεωγραφία
(Κλείσαμε βιαστικά τα
βιβλία
και ξεσκολίσαμε λαθραίως) .
Πάλι μουγκρίζει ένα θηρίο μέσα στο δάσος
πάλι μάς ξαναφέρνει στο νου
πως ο τόπος που
περιποιηθήκαμε
τον λέγαμε ο «κήπος μας» ο
κήπος
είναι ζούγκλα. Θα
πηδήσουμε απάνω στα δέντρα
σαν τους πιθήκους.
Θα στραφούμε υστέρα στον κήπο
κι η καρδιά μας θα κλαίει
τη ντροπιασμένη περιπέτεια
των πιθήκων,
*
Ανεράδα/ Μιχαηλίδης
Βασίλης
Στην χώραν π’ αναγιώθηκα
κ̌αι ‘κόμα αναγιώννουμουν
κ̌ι άρκ̌εψα νάκκον να λαχτώ,
τότε εξηφοήθηκα
τα ζώδκια κ̌ι εν εχώννουμουν
κ̌ι εξέβηκα να δκιανευτώ.
Σε μιαν ποταμοδκιάβασην
μιαν λυερήν εσχ̌ιάστηκα
- νείεν καεί η σταλαμή! -
ούλα τ’ αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επκιάστηκα,
αντάν πκιαστεί μες στην νομήν.
Αντάν με είδεν, έφεξεν
κ̌ι ο νους μου εφενκ̌ιάστηκεν
κ̌ι εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου ‘χαμογέλασεν,
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου κ̌ι έμεινα ξερός.
Ευτύς το πας μου έχασα,
τον κόσμον ελλησμόνησα
κ̌ι έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: «Έλα κλούθα μου»,
κ̌αι ‘που καρκιάς επόνησα
κ̌ι εκλούθησά της, ο χαντός.
Λαόνια, κάμπους κ̌αι βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ’ αθθούς κ̌ι αγκαθθερά·
η στράτα δεν ετέλειωννεν
κ̌αι δεν εποσταθήκαμεν·
ήτουν για λλόου μας χαρά.
Έτρεμεν μεν κ̌αι χάσει με
κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι χάσω την
κ̌αι μεν της πω κ̌αι μεν μου πει·
εδίψουν την, εκαύκουμουν
κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι πκιάσω την
κ̌αι γίνουμεν κ̌ι οι δκυο ‘στραπή.
Ύστερα σγοιαν παράδεισον
έναν βουνόν εφτάσαμεν
ίχ̌ια με τα ‘ψη τ’ουρανού.
κ̌ει πάνω κ̌ει εκλάψαμεν
αντάμα κ̌ι εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.
Λαλεί μ’: «Αν είσαι πέρκαλλος,
τώρα πκιον μείνε δίχως μου,
αν σου αρέσκ’ έτσι ζωή»,
κ̌αι ξαπολά ‘ναν χάχχανον,
ιχ̌ιά ‘νωσα το στήθος μου
πως άλλο νάκκον να ραεί.
Είπεν κ̌ι εγίνην άφαντη,
ευτύς ‘π’ ομπρός μοχάθηκεν,
σγοιαν άνεμος περαστικός·
εράην η καρτούλλα μου,
ευτύς ο νους μοστάθηκεν
κ̌ι είμαι ‘που τότες ξηστηκός.
Οι πλήξες που μ’ ετρώασιν
ακόμα ‘ν’ αφανέρωτες
κ̌ι εις τα πουλλιά που κ̌ηλαδούν.
Έχ̌ει που τότες, όπου δω
τες ανεράδες, τρέμω τες·
κ̌αι πογυρίζω μεν με δουν.
*
Εξίσωση/ Μόντης
Κώστας
Μπορεί κάποια φορά
νάχε μεγάλη διαφορά
μπορεί μια τέτοια εξίσωση νάταν γελοία
την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία
αγάπη και φιλοσοφία
Μα τώρα πια…
Μα τώρα πια…
Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες
πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες
σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη
την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,
πως θάρχονταν μια μέρα που
-όπως είχες σκεφτή για τον παππού-
για εσένα που καυχόσουνα
να δείξης και να κάνης
θάταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου
να ζης ή να πεθάνης.
*
Απογραφή / Νικολάου Θεοδόσης
Το προηγούμενο βράδυ
έβρεξε βατράχους.
Κραυγή της φύσης για να υπενθυμίσει, το άλλο πρόσωπό της
Που αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.
Ο άνεμος σηκώνει το νερό
από τις λίμνες
Ταξιδεύοντάς το μέσα σε αόρατο κι απέραντο δοχείο
Πάνω από τα βουνά, τους κάμπους και τις πολιτείες.
Σηκώνει το νερό εξαντλημένο από τη νοσταλγία
Της περιπέτειας, μαζί με τους ενοίκους του
Και όταν τα δάχτυλά του κουραστούν το αφήνει
Και πέφτει βροχή με μάτια που πηδά και που κοάζει.
Ό διαφωτισμός έχει
εγκαθιδρύσει παντού τις ηλεκτρικές του
εγκαταστάσεις.
Στρίβεις το διακόπτη και ικανοποιείς την περιέργειά σου.
Το πνεύμα σου σαν πολυέλαιος πάμφωτος
Από εκατό κεριά, τον ύπνο περιμένει να τα σβήσει.
Και όμως ό τυφλός του ευαγγελίου δεν αμάρτησε
Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός.
Ήταν μονάχα για να μεγαλυνθεί η δόξα του Κυρίου.
Τα παγώνια στολίζουν τα
βυζαντινά μας χειρόγραφα.
Ελαφρύνουν το βάρος της ομορφιάς τους ακατάπαυστα
Σκύβοντας μέσα στο νερό.
Τη δίψα τους δεν μπορούν να ξεδιψάσουν.
Είναι φορές που δεξιπλώνουν τη δόξα τους
Και λάμπουν τα πράσινα και τα γαλάζια βλέμματά τους
Ανάμεσα σε ερείπια, οραμάτων και προσευχών
Ακρωτηριασμένα ανθέμια και κολόνες σπασμένες
Που δεν βυθίστηκαν ακόμα μες στο χώμα.
Όταν όμως έρθει η νύχτα
κωπηλατούν με τα φτερά τους
Αποσείουν τη σκόνη και τη μυρωδιά του καιρού
Και με αντιπαροχή την ανέσπερη δόξα τους
Γίνονται κραυγές μέσα στο σκοτάδι.
Οι κραυγές σχίζουν τί νύχτα όπως ο υφασματοπώλης
Τα παλιά τα χρόνια τραβώντας μια κλωστή
Έσχιζε το ύφασμα σε δυο κομμάτια.
Τί θέλουν μέσα στο
σκοτάδι; Τί ψηλαφούν μέσα στο σκοτάδι;
Το σκότος δεν μπορούν να το τρομάξουν
Τρομάζουν μόνο την ψυχή μας και δεν την αφήνουν
Να κλείσει μάτι έστω και για μια στιγμή.
Τρεις μέρες στη
Θεσσαλονίκη, πρέπει εν κατακλείδι να αναφέρω
Πως έπεφτε ψιλή, γλυκιά, χρωματιστή βροχή
Πάνω στο πρόσωπό μας και μέσα στα μαλλιά μας.
Αίσθημα οικείο όσο παράδοξο κι ανεξήγητο.
Σκίρτημα ζαρκαδιού μες στην ψυχή μας
Που μας έκαμνε να περπατούμε
Πάνω στις στέγες των σπιτιών αντί στους δρόμους.
*
Στην Κύπρο / Παλληκαρίδης
Ευαγόρας
Για σένα, Κύπρο αθάνατη,
Πατρίδα σκλαβωμένη,
Θα δώσω απ' το αίμα μου
Κάθε σταλαματιά…
Για να σε δω ελεύθερη
Και χιλιοδοξασμένη
Δε θα διστάσω,
Κύπρο μου,
Nα πέσω στη φωτιά.
Οι
καταφρονεμένοι / Τεύκρος Ανθίας
Τ’ άσπρα φτερά σας νάειχα,
τρελά της θάλασσας πουλιά,
τη λυγμική σας τη λαλιά,
που όλο αναλύεται σ΄ εξάηχα,
τρελά της θάλασσας πουλιά!
Να παίζω με τα κύματα,
που μέρα – νύχτα σας φιλούν
και σάμπως σκόρπια νήματα
πάνω στη θάλασσα κυλούν,
να παίζω με τα κύματα,
που μέρα – νύχτα σας φιλούν.
Νάν΄ η ζωή μου κάποια χίμαιρα
και σα σκοπός εαρινός,
νάν΄ η ζωή μου εσπερινός
σε φώτα αβέβαια κ΄ εφήμερα,
νάν΄ η ζωή μου κάποια χίμαιρα
και σα σκοπός εαρινός.
Μην πείτε τάχα πως κουράστηκα
το κάθε νέο να λαχταρώ,
τόσο φριχτά κι ας δοκιμάστηκα
μέσα στης Μοίρας το χορό,
μην πείτε τάχα πως κουράστηκα
το κάθε νέο να λαχταρώ.-