Το θεϊκό φως του ήλιου
χύνεται ηδονικά στηναγκαλιά της νύχτας.
Εσύ καθισμένος στο
κατάρτι του ονείρου
προσμένεις, κοιτάζοντας
την άλλη πλευρά του
ορίζοντα, τη ουτοπική
λάμψη της αλήθειας.
Το θεϊκό φως του ήλιου
χύνεται ηδονικά στηνγράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Τριγυρνώ στον παιδικό κήπο της γειτονιάς,
ξέρω τους κρυψώνες,
εδώ κάθε βράδυ παίζουμε χωστό,
ακούονται οι παιδικές φωνές στα κλαριά των δέντρων,
τα λουλουδάκια σκύβουν το κεφάλι,
τα ξεκουφάναμε,
τελειώνει το ένα αρχίζει το άλλο,
η μπάλα χοροπηδά μαζί μας,
οι κούνιες ξετρελάθηκαν,
οπότε ξεπετάγεται από το Φλάτρο ο στρατιώτης σκοπός,
σκονισμένος φοβισμένος,
άρχισαν να βάλλουν οι απέναντι,
ο χότζας από το μιναρέ μεγαφωνεί,
κλικ κλικ, ακούγεται το μαγνητόφωνο,
αν ήταν τουλάχιστο κοντά του Τζιυρκού,
αν ήταν κοντά οι ακτές της Κερύνειας,
του άι Γιώργη και του Επίκτητου,
εκεί στην καλύβη του Σκάρου,
να βουτήξω μια κι έξω,
να μην ακούω να μη βλέπω τα αίματα των παιδιών μου,
των φίλων και συμμαθητών,
τα περιστέρια κάθονται για λίγο στα κεραμίδια,
κατεβαίνουν στο νερό,
πνιγόμαστε,
ούτε περιστέρια σε λίγο θα μας μείνουν ούτε νερό,
σφίγγουμε τα δόντια τις γροθιές,
ένας τεράστιος ογκόλιθος φουσκώνει και βαραίνει,
το χρέος το χρέος
κι ας δεν συνειδητοποιήσαμε ποτέ
πόσα πολλά δανειστήκαμε.
Αργά χτες το βράδυ
συνάντησα ένα ξέμπαρκο στίχο καθώς άσθμαινε
ατημέλητος, ειλικρινής και αμετανόητος
σε γενναιόψυχους, πυκνούς διαδρόμους.
Πώς είσαι; τον ρώτησα για να τσεκάρω τη στάθμη
των συναισθημάτων του
Πώς νιώθεις;
Μόλις έχω ξεπετάξει από πάνω μου
ένα καινούριο φιλολογικό κουστούμι,
μου απάντησε εκείνος με συγκίνηση.
Κυριάκος Στυλιανού
Αύγουστο
αφήσαμε όνειρα εφηβικά
σε χρυσή αμμουδιά,
τα πήραν γλάροι πεινασμένοι
και τα σκόρπισαν στους αιθέρες.
Αύγουστο
γευτήκαμε έρωτες ατελείωτους
σε κορμιά με φιλιά υγρά,
τα πήραν άγρια κύματα
και τα έριξαν στα πελάγη.
Αύγουστο
γεννήσαμε τη ζωή
κάτω απ'το πύρινο,ολόγιομο χρυσαφένιο φεγγάρι
και δοξάσαμε το θείο.
Μιλώ, μα δεν ακούει κανείς.
Φωνάζω, μα δεν απαντάει κανείς.
Ουρλιάζω!
...
Να φύγεις ζητώ, μα μένεις.
Πεθαίνω!
Πεθαίνεις!
Πόσες πληγές να αντέξει ένας ουρανός να βλέπει,
με τα αστέρια να τις ξεπλένουν και να τις τυλίγουν με το φως τους!
η θάλασσα δέχθηκε ένα τιτάνιο σπαθί στα πνευμόνια της, ούρλιαξε,
τα σπλάχνα της βγήκαν έξω και κάλυψε τα νεκρά σώματα!
τιτανική έκρηξη,
τιτανικές προσπάθειες,
τιτανικές παρεμβάσεις,
ενας τιτανικός που θα βυθίσει στο πένθος χιλιάδες οικογένειες,
τιτανική η κραυγή,
αθώοι άνθρωποι
χάθηκαν έτσι ξαφνικά,
τους καταπλάκωσε
η πόλη τους,
ένα τιτανικό γιατι;
χωρίς τιτανικη απάντηση!
Οι τιτάνιες μνήμες δεν θα ξεχάσουν, δεν θα ξεχαστούν ενόσω υπάρχει ο ουρανός με τα αστέρια!
Αυτή η πόλη ξυπνάει νωρίς,
τραγουδάει στους ανθρώπους του
πριν το αποφασιστικό χαμόγελο του ήλιου.
Ακούει κανείς τα βήματα λίγο πριν το ξημέρωμα,
όταν τα όνειρα προδίδουν το γέλιο,
δάκρυα ή ψευδείς συναγερμοί για την ένταση του
ακόλουθοι. Κανείς δεν κοιμάται περπατώντας ή τολμά να το κάνει
μπες στον ξεριζωμό των ψευδών εμφανίσεων.
Τα μυαλά είναι μαγεμένα πολύ πριν
Η νύχτα έπεσε. Μόνο ένα αεράκι θυμίζει
τι βρίσκεται μέσα σε μια νυσταγμένη συνείδηση,
και η θάλασσα μουρμουρίζει όταν σιωπή
φέρει άλμπατρος στους γυμνούς του ώμους
Η λαική ποιήτρια Μάγδα Παπαϊακώβου γεννήθηκε στις 30 Μαίου 1957. Κατάγεται από την κοινότητα Σύγκραση Αμμοχώστου. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 εγκαταστάθηκε στην Κοφίνου. Αποφοίτησε από επαγγελματική σχολή. Ασχολείται με την ποίηση τα τελευταία χρόνια και πηγή έμπνευσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή.
Σμιλεύει ο πόθος την ψυχή,
άγρυπνη η νοσταλγία,
βρίσκει τον δρόμο που τραβά,
στην γή μας την Αγία!
Πετά και φτάνει η σκέψη μου,
σ´αυτό το σταυροδρόμι,
πού οδηγεί στις ρίζες μου,
των δυό χωριών μου οι δρόμοι..
ΧΑΡΤΖΙΑ γράφει δεξιά,
δείχνει η πινακίδα,
αναπτερώνει ηθικό,
αναγεννιέται ελπίδα!
Αριστερά η κατεύθυνση,
δείχνει στον Αϊ Γρόση,
μακάρι να λευτερωθεί,
ώσπου να ξημερώσει.
Δύο όμορφα χωριά,
δίπλα δίπλα κτισμένα,
μέσα σ´ένα παράδεισο,
στο πράσινο λουσμένα.
Στα πόδια τους η θάλασσα,
προσκέφαλο τα δάση,
η όμορφιά απέραντη,
κανείς δεν θα ξεχάσει.
Πάντα στην σκέψη τριγυρνούν,
θύμισες ,αναμνήσεις,
όσα έζησα αξέχαστα,
μου φέρνουν συγκινήσεις.
Η μπότα του κατακτητή,
κρατάει σκλαβωμένα,
σαράντα έξι χρόνια στη σκλαβιά,
βαριά είναι λαβωμένα.
Τα πεύκα πάντα στην θέση τους,
μα τα πουλιά θρηνούσιν,
και στις φωλιές τους κάθονται,
πάντα μοιρολογούσιν.
Τρομάξανε άπ´το κακό,
και δεν κελαηδούσιν,
απο κλαδάκι σε κλαδί,
ανήμπορα πετούσιν.
Η σκέψη βασανιστική,
τα χρόνια προσπερνούσιν,
και οι γονιοί μας φύγανε,
χωρίς να λευτερωθούσιν.
Τον δρόμο της επιστροφής,
πάντα θα λαχταρούμε,
άσβεστη την ελπίδα μας,
πάντα θα την κρατούμε!