Ο αγνοούμενος
Γύρισε στο
χωριό του και δε το αναγνώρισε.
Ο χρόνος και
άνθρωποι του το κάναν αγνώριστο.
Περπατούσε
στους δρόμους κι αναζητούσε σημάδια
αναγνώρισης.
Οι δρόμοι τον
κοίταζαν παράξενα δε καταλάβαιναν
για ποια
σημάδια τους μιλούσε.
Η άσφαλτος
έκαιγε οι στέγες των σπιτιών άτμιζαν
από τη
καλοκαιρινή ζέστη κι οι κατακόρυφες καρφοβελόνες
που τρυπούσαν
τον ουρανό βγάζαν άναρθρα μηνύματα
κι
ακαταλαβίστικες συλλαβές.
Τίποτε δε του θύμιζαν από τον κόσμο που έζησε!
Αναζήτησε το
παλιό μικροκαφενεδάκι που κάποτε
μαζεύονταν για
ψιλοκουβέντα, κανένα ταβλάκι
ή έστω μια
πρέφα κι ένα μικροκεραστικό.
Τίποτε
απ’αυτά!
Είδε την
καφετέρια απρόσωπη και ψυχρή να τον κοιτάζει
εντελώς
αδιάφορη.
Δεν μπήκε μέσα
στο εσωτερικό επικρατούσε βαβούρα
κι αναβρασμός
κόσμος έμπαινε, έβγαινε, κάπνιζαν ή μιλούσαν μεταξύ τους
δεν έπιανε
σφυγμό!
Η ατμόσφαιρα
στο εσωτερικό ήταν υπόθεση των κλιματιστικών
Κρύο, ζέστη
κατά παραγγελία!
Έλειπε η
ατμόσφαιρα του σώματος που από μόνο του
μπορούσε να
κάνει τη διαφορά!
Κατηφόρισε
προς την πλατεία ή εκεί που θα έπρεπε
να βρίσκεται η
πλατεία του χωριού.
Στη θέση της
βρήκε ένα μεγάλο περιφερειακό
κόμβο που τον
διέσχιζαν αυτοκίνητα νύχτα και μέρα
Εντυπωσιάστηκε
από την πρόοδο
<Πρέπει να
έλειψα πολύ!> σκέφτηκε
<Έμεινα
πίσω ο κόσμος τρέχει μπροστά!>
Αναγνώρισε
κάποιους παλιούς συμμαθητές του
Πήγε να τους
μιλήσει κατάλαβε πως δε τον αναγνώρισαν
Κρατήθηκε με
τη κραυγή στο στόμα!
Πέρασε κι έξω
από το σπίτι του
Η γυναίκα του
φαίνεται να ξαναπαντρεύτηκε
Δεν άντεξε να
τον περιμένει
Την είδε που
ετοιμάζονταν να οδηγήσει τα παιδιά της
στο σχολείο
Ένα χρόνο
παντρειά δεν πρόλαβαν να κάνουν μαζί
παιδιά.
Τον κάλεσαν
στο στρατό ,ξέσπασε το κακό, χάθηκε
στην
αναμπουμπούλα!
<Χαριτωμένα!>
σκέφτηκε μπορούσαν νάναι και δικά του!
Τα χαιρέτησε
με το βλέμμα και συνέχισε τα δρόμο του
να βγει από το
χωριό
Τα αυτοκίνητα
κινούνταν αδιάφορα κουβαλώντας το φορτίο τους
πέρα δώθε
μ’απροσδιόριστο σκοπό.
Ένοιωσε κι ο
ίδιος πως είχε χάσει κάθε σκοπό.
Ξεκάρφωσε από
πάνω του τη ταμπέλα του <αγνοούμενου>
Και φόρεσε την
άλλη του <νεκρού>…
**
Οι αγνοούμενοι
Ούτε κι οι
ίδιοι ξέρουν αν υπάρχουν, αν ζουν,
αν, εν πάση
περιπτώσει, έχει νόημα να τους
αναζητά κανείς
ή να ρωτάει αν υπάρχουν ή ζουν.
Κάποτε
ξεπερνώντας τον εαυτό τους γελούν
με τη
κατάσταση τους.
‘’Τους λυπόμαστε’’,λένε ‘’δείχνουν τόσον
απελπισμένοι
που μας
έρχεται να τους αποκαλύψουμε
τη κρυψώνα μας,
να τους φωνάξουμε ‘’είμαστε εδώ
ελάτε να μας
πάρετε’’.
Κάτι όμως
παρεμβαίνει και κάνουμε πίσω
τη τελευταία
στιγμή.
Είναι ωραία να
παρακολουθείς απαρατήρητος
τα συμβαίνοντα
εξ αποστάσεως ασφαλείας.
Κρυμμένος σ’
ένα γκρίζο σύννεφο να βλέπεις
δίχως να σε
βλέπουν, ν’ακούς εκείνα που δε θέλουν
ν’ακούσεις κι
όλο να μαθαίνουμε για μας, γι αυτούς
όλο και
καινούρια πράματα.
Φαίνεται πως
χρειαζόμαστε σε πολλούς.
Δε το λένε
καθαρά όμως απ’όσα παίρνει τ’αυτί μας
θα μας κρατούν
ακόμα για πολύ εν ζωή
έστω κι αν
ξέρουν πως πεθάναμε!
Σε κάποιους
δίνουμε ζωή έστω και με τη μισοζωή μας,
τη μετέωρη
ανάμεσα στο εδώ και το εκεί
στο νυν και το
αεί!
Δεν ενοχλούμε
κανέναν ούτε κι αυτούς που μας
παίρνουν στο
στόμα τους για να μας χρησιμοποιήσουν
ως άλλοθι να
πάνε παρακάτω περνώντας
άτσαλα από
πάνω μας!
Κάνουμε πως δε
καταλαβαίνουμε τίποτα
ακόμα κι όταν
τα καταλαβαίνουμε όλα!
Σε πόσους
ακόμα θα φανούμε χρήσιμοι!
αναρωτιόμαστε
μεταξύ μας
Φαίνεται πως η
ζωή μας έχει ακόμα πολλή ζωή
να τη στύψουν
μέχρι τη τελευταία της σταγόνα!
Είναι γεγονός
πως κάποτε μας παρασφίγγουν
κι
αισθανόμαστε να πνιγόμαστε και με νοήματα
προσπαθούμε να
τους πούμε να κάνουν και λίγο’’κράτει’’
Κατά βάθος δεν
είμαστε σίγουροι ούτε για τους εαυτούς μας,
αν θέλουμε να
ξεκαθαρίσει η κατάσταση μας,
να ξέρουμε
επιτέλους με ποιους είμαστε,
αν είμαστε
ζωντανοί ή πεθαμένοι!
Το άσχημο που
συνηθίσαμε κι εμείς αυτή
τη μέση
κατάσταση ούτε κρύο ούτε ζέστη,
νεκρόβιοι
μεταξύ ζωντανών και πεθαμένων.
Κι όλοι αυτοί
που σιτίζονται πάνω σου
να κρατηθούν
οι ίδιοι εν ζωή!
Μας αρέσει
όταν φιγουράρουν κρατώντας
τις
φωτογραφίες μας
Όλοι μας
κοιτούν παράξενα αναρωτώμενοι
τι γυρεύουν
αυτοί, δηλαδή εμείς, οι νεκροζώντανοι
μπαίνοντας
μπροστά στις διαδηλώσεις.
Δε βλέπουν πως
κανείς δε τους κοιτάζει
ή αν από λάθος
τους κοιτάξει σπεύδει με τρόμο
ν’αποσύρει το
βλέμμα του μη και το βλέμμα του
διασταυρωθεί
με το βλέμμα τους!
Μας αρέσει ο
τρόπος των επισήμων
Μας ακουμπούν
με δέος και προσοχή
μη σπάσουμε
μέσα στα χέρια τους
μην
εξαερωθούμε μέσα στα χέρια τους
και μείνουν με
τα υπολείμματα ή τον καπνό μας!
Κι όλο μας
εξευμενίζουν με ευχολόγια
και καλές
κουβέντες κι όλο μας καλούν
να βγούμε από
τη κρυψώνα μας
να μη τους
βασανίζουμε άλλο
Κάνουμε πως
δεν ακούμε τις προσφωνήσεις
ή τις
επικλήσεις τους κι εξακολουθούμε
να
παριστάνουμε τις πάπιες.
‘’Πονηρές
αλώπεκες’’ λέμε μεταξύ μας
Αν βγούμε από
τη κρυψώνα μας με
ποιους θα
συναλλάσσεστε!’’
Και σκάμε στα
γέλια αποσυρόμενοι πιο
**
ΟΙ
αγνοηθέντες <αγνοούμενοι>
Ευθύς εξαρχής καταγράφηκαν ως
<αγνοούμενοι>
ή
και <νεκροί>.
Παραμορφώθηκαν τα στοιχεία τους κι οι
ταυτότητες τους
άλλαξαν
πρόσωπα.
Δεν ήταν οι ίδιοι! ήταν κάποιοι άλλοι που τους
δάνεισαν
τη
ζωή ή και τα πρόσωπα τους.
Τους
φόρτωσαν σε καμιόνια και τους στείλαν κάπου
στη
μακρινή ή και κοντινή <αλλοδαπή> με <ειδική αποστολή>.
Στους ίδιους δεν είπαν τίποτα
Μόνο
τους αποχαιρέτησαν όπως αποχαιρετά κανείς
πεθαμένο
στο ξόδι του και τους προέπεμψαν βάζοντας
το
κάλυμμα πάνω στο ανοιχτό τους φέρετρο.
Στο πέτο του πουκαμίσου τους ήταν γραμμένο
με
κόκκινα κεφαλαία γράμματα <ΝΙΚΗ>
ή
κάτι παρόμοιο με νίκη.
Κανείς δεν ήξερε σε ποια Νίκη αναφέρονταν
Το γράψαν οι ίδιοι να τους θυμίζει κάποιαν
όμορφη Νίκη
που
κάποτε ονειρεύτηκαν ή και τα είχαν μαζί της.
Αυτοί που τους στείλαν γράψαν με μαύρο ρυπαρό
μελάνι
στο
κατάστιχο τους <αγνοούμενοι ή και <νεκροί>
και χάσαν κάθε επαφή μαζί τους
Από
τώρα και στο εξής ούτε τους ξέρουν
ούτε τους είδαν!
Ο θάνατος είναι η καλύτερη επιλογή τους!
Απαλλάσσει ακόμα και τους ίδιους από την
ανύπαρκτη
παρουσία τους.
Η ζωή τους ούτως ή άλλως και να διασωθεί θα
τη σέρνουν
σαν άχρηστο φορτίο από πίσω τους.
Κανείς δε θα της αναγνωρίζει δικαιώματα ό,τι περιεχόμενο
και να προσλάβει.
Στην <αλλοδαπή> τους υποδέχτηκαν με
εχθρικές διαθέσεις
Τους δακτυλόδειχναν και τους πυροβολούσαν
μ΄όλα τους
τα δάκτυλα προτεταμένα σαν πυροβόλα στη
σειρά.
<Είναι νεκροί!> φώναζαν <ας τους
ξανασκοτώσουμε
να ξαναγυρίσουν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
Τους πυροβολούσαν εξίσου εχθρικά κι όσοι άλλοι
άκουαν τον χαρακτηρισμό τους ως
<νεκρών>.
Κι όλοι τους ρίχναν ασταμάτητα ακόμα και οι
απέναντι
ακόμα κι αυτοί που τους στείλαν ή πρώτοι και
καλύτεροι
αυτοί που τους στείλαν!
Κάποτε γύρισαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
στη χώρα των νεκρών
Ούτε και κει έτυχαν καλύτερης υποδοχής
Σηκώθηκαν οι νεκροί και τους δακτυλόδειχναν
και
τους πυροβολούσαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο
όπως
και οι ζωντανοί μ’όλα τους τα δάκτυλα
προτεταμένα
εν είδει πυροβόλων στη σειρά.
<Είναι ζωντανοί!> φώναζαν <δεν τους
θέλουμε μαζί μας!
Και τους διώχναν να γυρίσουν εκεί απ’όπου
ξεκίνησαν.
Κάποιοι από λάθος δικό τους ή και των άλλων
<επέζησαν> και γύρισαν εκεί απ’όπου
ξεκίνησαν.
Κυκλοφορούν στο κόσμο και κανείς δε
γυρίζει
να τους κοιτάξει πηγαίνουν από γραφείο
σε γραφείο να δηλωθούν ως παρόντες
και τους διώχνουν αρνούμενοι να τους δεχτούν
<δεν υπάρχετε!> τους λένε <ο
κατάλογος μας
δεν σας έχει περασμένους στις λίστες του
Ψαχτείτε αλλού!>
Και τους στέλλουν από γραφείο σε γραφείο
Τρόμαξαν κι οι δικοί τους να τους
αναγνωρίσουν. είχαν γεράσει απότομα
Συνεχίζουν ακόμα και τώρα χρόνια μετά
την αποστολή να ψάχνονται εκτελούμενοι
από τον πρώτο και τον τελευταίο
Γραφειοκράτη είναι φαντάσματα του
εαυτού τους π’ούτε κι
οι ίδιοι τον
πιστεύουν πια όσο ματαίως και
να
προσπαθεί να τους παρηγορήσει
< Δεν υπάρχουμε!> λένε και χαϊδεύουν
τη ξεχασμένη ΝΙΚΗ που περιέργως
ξέμεινε σαν λάφυρο ή και κηλίδα
στο πέτο του ματωμένου τους
πουκάμισου….