Περιγραφή
«Μια νύχτα ονειρεύτηκα κάτι που ’χα ξεχάσει
Το όνειρο το αλλιώτικο και το αλλοτινό
Ένα Φεγγάρι όμορφο στην πιο γλυκιά του χάση
Που το υμνούσα εκστατικός σαν ωδικό πτηνό
Το όνειρο το αλλιώτικο και το αλλοτινό
Ένα Φεγγάρι όμορφο στην πιο γλυκιά του χάση
Που το υμνούσα εκστατικός σαν ωδικό πτηνό
Κι ακόμη ονειρεύτηκα θάλασσες και πελάγη
Και ένα δάκρυ κρύσταλλο, διαμάντι καθαρό
Τα θαύματα που κάνανε του Ύνυς Μόνα οι μάγοι
Που τέτοια άλλα παρόμοια δεν έχω δει θαρρώ
Και ένα δάκρυ κρύσταλλο, διαμάντι καθαρό
Τα θαύματα που κάνανε του Ύνυς Μόνα οι μάγοι
Που τέτοια άλλα παρόμοια δεν έχω δει θαρρώ
Τα γαλανά τα μάτια της, τα κόκκινά της χείλη
Το δέρμα, την ανάσα της, το γέλιο, τη φωνή
Την ομορφιά της που ’τανε σαν σπάνιο κοχύλι
Που με γεννά και με πονά και με δολοφονεί
Το δέρμα, την ανάσα της, το γέλιο, τη φωνή
Την ομορφιά της που ’τανε σαν σπάνιο κοχύλι
Που με γεννά και με πονά και με δολοφονεί
Μα όσο κι αν με κέντησε, όσο κι αν με σκοτώνει
Ακόμη κι αν τα μάτια της με κάνουν και πονώ
Είν’ η ματιά της βάλσαμο και πάλι με γλιτώνει
Από ’να θάνατο φριχτό κι ένα βαθύ κενό
Ακόμη κι αν τα μάτια της με κάνουν και πονώ
Είν’ η ματιά της βάλσαμο και πάλι με γλιτώνει
Από ’να θάνατο φριχτό κι ένα βαθύ κενό
Κι αν ήταν ένα όνειρο ισχνό και φευγαλέο
Που μιαν ανάσα κράτησε τώρα κι έχει χαθεί
Κι αν το θυμάμαι που και που και σιωπηλά το κλαίω
Πάλι μια νύχτα σαν αυτή, ξέρω θα ξαναρθεί»
Που μιαν ανάσα κράτησε τώρα κι έχει χαθεί
Κι αν το θυμάμαι που και που και σιωπηλά το κλαίω
Πάλι μια νύχτα σαν αυτή, ξέρω θα ξαναρθεί»
**
H πικρή αλήθεια
Ο χρόνος επικίνδυνα άρχισε να περνά
Κι η κόρη, όπως όλοι μας, επήρε να γερνά
Και μόνο μία σκέψη στο νου της πια γυρνά
‘’Τι θ’ απογίνω’’
Ο ξυλοκόπος γέροντας τής έλεγε συχνά
‘’Εκείνος που αγάπησες δεν θα ‘ρθει πια ξανά!’’
Κι εκείνη του απάνταγε με λόγια ειλικρινά
‘’Δεν τον αφήνω’’
Μα όμως γίνεται η ζωή βαριά, πολύ βαριά
Κι η κάθε μέρα μοναξιάς πονά σαν μαχαιριά
Δεν άντεχε πια μόνη της χωρίς παρηγοριά
Και είπε ‘’φτάνει!
Είναι αβάσταχτο πολύ το βάσανο αυτό
Κι αφού να είμαστε μαζί δεν ήτανε γραφτό
Θα βρω ένα άλλο ν’ αγαπώ και να τον παντρευτώ
Κι ας μη μου κάνει’’
Και βρήκε κάποιον πλούσιο και όμορφο πολύ
Που ‘ταν από οικογένεια σπουδαία και καλή
Και μια αγάπη άρχισε αμφίβολη, δειλή
Μα ήταν κάτι
Μέρα στη μέρα έγινε η αγάπη δυνατή
Και [η] κοπέλα ξέχασε εκείνον τον ποιητή
Κι η μνήμη του ολότελα πια είχε ξεχαστεί
Σαν μια απάτη
Και η αγάπη ρίζωσε και έβγαλε κλαδιά
Σαν μια γερή και δυνατή, ψηλή βελανιδιά
Κι απέδωσε γλυκούς καρπούς, τρία μικρά παιδιά
Τρία αγόρια
Και η κοπέλα ένιωσε χαρά και θαλπωρή
Τον ποιητή σταμάτησε πια να τον καρτερεί
Και βρήκε αυτό που έψαχνε, κι ας πέρασαν καιροί
Μια παρηγόρια