Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Διαστάσεις του Χωροχρόνου: Ποιητική Συλλογή του Σωτήρη Π. Βαρνάβα / Εκδόσεις Γαββιηλίδη

ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ

Ήταν ο τόπος μας πηγάδια
ήτανε κυπαρίσσια και ευκάλυπτοι
ήτανε γνώμες που γονιμοποιούσαν οι αιώνες
χειμώνα καλοκαίρι.

Συμφωνημένοι σπόροι
από παγωμένα ημισφαίρια
μας τους μοιράσαν αιφνιδίως σωρηδόν.

Να πιάσουν φως
τους απλώναμε με τη σοδειά μας
Να  πιάσουν ήλιο
τους διαβάζαμε τα γεγονότα.
Σταθήκαμε απάνω τους με τους κουβάδες
ελπίζοντας υγιή να βγάλουν φύτρα

Μικρά ζωύφια μες στο σακί
κανείς δεν πρόσεξε
μεταμορφώνανε το χώμα μας σε γαϊδουράγκαθα.



ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ

Νερό και πηγάδι αδελφέ μου
δεν είχαμε άλλη έγνοια
παρά για τη στάθμη του
που όλο κατέβαινε
που όλο σκάβαμε τα καλοκαίρια
που όλο μιλάγαμε για ένα υπόγειο ποτάμι.

Θυμήσου αδελφέ μου
τον κουβά με τους βράχους
θυμήσου την τροχαλία
την κραυγή του πατέρα βαθιά
την αστοχία
που στοιχίζει πληγές.
Κι εσύ να υποφέρεις τον πόνο
Σπόρους γλυκείς συκομουριάς
θυμήσου τη μυρωδιά
το καμωμένο χωράφι.

Όταν αδειάσεις αδελφέ μου
να δεις τη γη μας
εκεί όπου τα πράγματα
είναι πάντα
χώμα νερό και πηγάδι




ΟΙΚΙΑΣ  ΔΟΜΙΚΑ

Κάτι απ' το πυρωμένο χώμα
μια φούχτα ελπίδα
κατά που κοίταζαν τα όνειρα
τη ρότα του ήλιου
Κάτι απ’ το ξύλο της εξώπορτας
εκεί όπου αφήσαν τα φτερά
πριν ξεψυχήσουνε τα περιστέρια
Κι ένα κομμάτι πέτρα πήρα απ' την αυλή
εκεί που πύκνωναν οι χτύποι της καρδιάς
σαν φεύγαμε χαράματα για το χωράφι.




ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Κάθε φορά που βγαίνω στο μπαλκόνι του
λαξευτή μια πέτρα από ασβεστόλιθο
ή σαν κοιτάζω απ’ την αυλή γυμνό το σώμα του
χάνομαι στις σελίδες της ιστορίας του.
Ρωτούσα τον παππού προτού πεθάνει
τους απωθήσανε έλεγε ως εδώ κάτι κουρσάροι
Σωθήκανε χάρις στη σύσταση του βράχου
προνόμιο δίνοντας στο σπίτι
να εξοβελίζει κάθε τι που αναίτια του επιτίθεται.

Και να ’μαι εδώ ασφαλής κάθε φορά
που υποφέρω από πονοκεφάλους





ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΘΕΛΩ

Καθώς αποδεχθήκαμε πως υπάρχουμε λέξεις
Καθώς αποδεχθήκαμε πως υπάρχουμε χρόνος
ας κάνουμε μιαν αρχή,
να μιλήσουμε θέλω.
Λέω να σου πω πως θέλω να υπάρχεις
λέω να σου πω πως θέλω να υπάρχω
να υπάρχουμε αλήθεια στο ποίημα.

Πάντα θα υπάρχουμε λέξεις
θα εξακολουθούμε να υπάρχουμε χρόνος και σιωπή
από χώμα από γη κι από στάχυ
Κι όσες δε γράφουμε
μια ανάμνηση
υπάρχεις στιγμή και φωτιά
αγωνία
κι όλα τα γράμματα άγχος να μεταμορφωθούνε
υπάρχω
κι όλα τα γράμματα άγχος να μεταμορφωθούνε
υπάρχεις

ωσότου τα χέρια μου
κομμάτι από γη
θα υπάρχω χώμα
και τότε ματιά και φωτιά εσύ
ομοούσια γη
το πρόσωπό σου ποίημα
αιώνια εσύ θα υπάρχεις αγάπη.


Δ ΙΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ

Στιγμή να μεταφέρει η γραφή
ό,τι αποθησαυρίζει η σκέψη
από συνειρμό μια ανάμνηση
ή κάποια αίσθηση που ο χρόνος
κατεχράσθη
φλόγα τ’ ανάγλυφου, κανόνες
εχεμύθειας να τηρηθούν
της γης γαλάζια μέρη να γνωρίσεις

ζώσης φωνής απούσης
απώλειες συνεπάγονται

Δέσμες τοπία άφωνα
στη σάκα μεταφέρει ο ταχυδρόμος.



Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Πέρασα απ’ το μαγαζί με καραβόσκοινα
λίγο να πάρω σπάγκο
για το χαρταετό
δυνατοί οι άνεμοι
να κρατηθεί σαν θα πετάξει.

Κάβοι
πολλών λογιών σχοινιά
δένανε τις σκέψεις μου
όπως κι ελπίδες ανθρώπων σε λιμάνια.
– Για πόσα μέτρα μιλάμε;
ρώτησε
– Πάνω απ’ τον ουρανό
κι από το σύννεφο πιο πέρα
ωσότου να χάνεται
η μοναξιά κι η σιωπή

Ωσότου η κλωστή να εξαντληθεί
και μόνος του ο χαρταετός να ταξιδεύει.


                                Σωτήρης Π. Βαρνάβας
                          Διαστάσεις του Χωροχρόνου
                        εκδόσεις Γαβριηλίδης , 2018


Κυριάκος Ευθυμίου (μικρό βιογραφικό)


Ο Κυριάκος Ευθυμίου γεννήθηκε το 1954 στη Λευκωσία. Σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης στην Αθήνα. Εργάστηκε ως ηθοποιός σε ελεύθερα σχήματα και στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Γράφει ποίηση και θέατρο.

Ποιητικές Συλλογές:

«Κυρτός Αλατοπώλης» (εκδόσεις Εντευκτηρίου)

Άλλα Έργα :
  • Το 2005 εξέδωσε τον ψηφιακό δίσκο «Κ. Π. Καβάφης: Ποιήματα», με 50 ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή, σε δική του επιμέλεια και ανάγνωση.
  • Τρεις ψηφιακοί δίσκοι με αναγνώσεις από το ποιητικό έργο των Παντελή Μηχανικού, Θεοδόση Νικολάου και Κυριάκου Χαραλαμπίδη (2008)
  • Τριπλός ψηφιακός δίσκος με αναγνώσεις ποιημάτων του Κώστα Μόντη (2009).


Κυρτός αλατοπώλης: Ποιητική Συλλογή του Ευθυμίου Κυριάκου (εκδόσεις Εντευκτήριο /2015) Κρατικό Βραβείο Ποίησης έτους 2015 (απόσπασμα)

Α' ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ^


 ΓΥΡΙΣΜΟΣ


Επιστρέφω μέσα μου ήσυχα
στο λιμάνι της πικρής μου εκδοχής.

Μήτε καπετάνιος μήτε ναυαγός•
ένα θολό φυλλάδιο ναυτικό.

Το ριζικό του ψαριού σπαρταρά
στα δίχτυα λυπημένων ψαράδων.



ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ


Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.

Πέρα απ' το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.

Άφαντοι οι φρουροί που φύλαγαν κάποτε
τη λυπημένη εικόνα της μεγάλης πληγής.
Νιώθω το φίδι της σιωπής που γλιστρά
θωπεύοντας τα λόγια που το εκτρέφουν.

Πέρα απ' το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι.

Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής•
μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες.




*Μυροφόρες: Αρωματικό φυτό με μωβ άνθη [λεβάντα).
Ευδοκιμεί την άνοιξη στα ημιορεινά της Κύπρου.



Β’ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΛΥΠΗ



ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ


Έρχεται νύχτα η στιγμή που ξέρεις ότι φταις εσύ.
Χρώμα κόκκινο πνιχτό ταράζεται μες στο σκοτάδι

Ούτ' ένα φύλλο, ένα άγνωστο πράσινο φύλλο,
ούτ' ένα φύλλο δεν ανασαίνει στη μέγιστη σιωπή.

Ποιος θα εκπέμψει χάνομαι
ποιος θ' αρπάξει τη σανίδα στον πνιγμό;  




ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΛΥΠΗ


Ούτε φεύγεις ούτε μένεις- υπάρχεις
στο δριμύ ακαθόριστο της παραμεθορίου.

Το τραίνο που δεν περιμένεις
γιατί να αναχωρήσει;

Την ασάλευτη λύπη διασχίζοντας
πέρα να σε πάει από τα σύνορα,
εκεί όπου ο κόσμος υπάρχει.

Ανέκδοτο εισιτήριο του πουθενά,
κίτρινος λυγμός ενός φύλλου που πέφτει.



Γ’ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ



ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ


Κάθισε στο παγκάκι της αυλής,
πολύ προσεχτικά
— μην πέσει.

Ξεδίψασε η δίψα του,
κουράστηκ' η επιθυμία του να θέλει•
άλλο να θαυμάσει δεν μπορεί η ψυχή.

Σκυφτός κοιτάζει χαμηλά
κάτω κοιτά
το χώμα.

Και δεν νιώθει τα δυο παιδιά,
που κλέβουν τριαντάφυλλα
για τα ωραία κορίτσια του Επιταφίου.



Δ’  ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ

  

ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ


Δάσος από τρεμάμενες σκιές, τριξίματα
φτερουγίσματα αθέατα αιφνίδιων σπίνων•
κρυμμένα για να σε ταράζουν αναφιλητά.

Με εικόνες που εφώτισε φεγγαριού πεπρωμένο
εστερεώθη των λαθών η λυπημένη διαύγεια•
έκθετο κόσμημα της κρυφής σου πληγής.

(Τον κόσμο διαβαίνεις με βήμα σκοτεινό
κυρτός αλατοπώλης υφάλμυρων καιρών.)

Στ' άγρια σαν σαλέψουν θηκάρια του χαμού
τα λερωμένα και τυφλά του δίκαιου μαχαίρια,
μες στης ψυχής τη νύχτα στράφτει κείνο το φως.

Πλησίον κάπου πάντοτε ξυπνά παιδί και κλαίει.
Τ' άδολο κάτω χείλος του τρέμει• και ριγεί.



ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΛΥΓΜΟΣ


Με σταγόνες αγωνίας στο στήθος
που σταλάζει η θυμωμένη πληγή,
χύνεις λάδι στις παλιές πυρκαγιές
να καούν οι μαινόμενες μνήμες.

Δεν είναι γιατί βύζαξες από λαβωμένη θηλή
που ακούγεται κόκκινος ο λυγμός της φωνής.
Είναι οι ντροπιασμένες λέξεις που αιμορραγούν
επειδή κηλίδωσες με πράξεις το νόημά τους.


Ε’ ΔΙΚΑΙΗ ΛΥΠΗ



ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ


Αφού προσκυνήσει του Χριστού
την πρωινή ημίφωτη θλίψη,
αμέριμνη δήθεν, η μητέρα κεντά
τ' ατέλειωτο μαντήλι των ενοχών της.

Το ένα μάτι στο βελόνι,
τ' άλλο στη στροφή του δρόμου•
καίγεται να φανώ για τούρκικο καφέ.

— Η καλή σεβαστή μου μητέρα
που με θήλασε χαλασμένη ζωή. —

Μ' είδε να μπαίνω και στριφογυρίζει
στο δάχτυλο τη βέρα του γάμου της.
Χαμογελά μ' ένα χαμόγελο χρυσό•
που θερμαίνει το αίμα απότομα:
να πεθάνει την πληγή πυρετός.

(Μα στο γυμνό κλαρί το πουλί αχνοτρέμει,
ακούγοντας να επιστρέφει από το μέλλον βουβή
η μονόλεπτη κραυγή που το γέννησε.)



Περιεχόμενα

ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

Γυρισμός
Αγρυπνία
Το πουλί
Νεκρή ζώνη
Μνημόσυνο
Μυροφόρες Μαρτίου
Παράκληση
Βροχή
Τόπος
Άτιτλο


ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΛΥΠΗ


Σήμα κινδύνου
Στιγμιότυπο
Το παιδί
Ο δραπέτης
Ασάλευτη λύπη
Υγρές προκυμαίες
Αναχώρηση


ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ


Έκθεση ιδεών
Ο άλλος
Φτερούγισμα
Μια ημέρα
Η κρύπτη
Επιτάφιος
Αρμονία
Μεταξωτά σεντόνια


ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ


Ναυάγιο
Κυρτός αλατοπώλης
Νυχτοφάναρο
Αντίπερα
Καταιγίδα
Φτερά
Αλλαγή
Ανταπόκριση
Ουρανός
Τετάρτες
Νύχτες του 2012
Πλάνη
Κόκκινος λυγμός
Λήξη


ΔΙΚΑΙΗ ΛΥΠΗ


Βαβέλ
Ποιητής
Σκηνοθεσία
Γερμανικό τοπίο
Εξομολόγηση
Εργόχειρο
Παράφορο φιλί





κριτική της Συλλογής μπορείτε να διαβάσετε: http://wwwsteliospapantoniou.blogspot.com.cy/2016/07/blog-post_10.html

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Τώρα που ξεψυχά κι ο Απρίλης... / Κωνσταντίνου Δέσποινα


ΜΑΙΟΥ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Μια ζωή ψάχνεις το Μάη
στα φύλλα το ημερολογίου
που διακόπτει τη μονοτονία του τοίχου.
Μα τον έχεις ήδη φυτέψει
μες στο χαρτί που γράφεις
και περιμένει
τον καταληκτικό σου στίχο
για ν' αρχίσει το μπουμπούκιασμα...
Δ.
(Εξαχτινώσεις σε τρία και κάτι τοπία, Λάρνακα 2012)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕΣ / Μηχανικός Παντελής



Τη μέρα που έφυγες
δεν μάραναν τα γιασεμιά - ζωντάνεψαν πιο πολύ.
Η ροδιά του κήπου μας έτριψε τα μάτια στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
κι όταν ξυπνήσαμε με το πρωί
μια πνοή πιο γλυκιά απ’ το γιασεμί
μια μορφή πιο λαμπρή απ’ τον ανθό της ροδιάς
έφεγγε και δονούσε την Κύπρο.
Κόκκινη γραβάτα. Η άνοιξη
ξεφυσά μέσ’ απ’ το πρόσωπο.
Δυό μεγάλα μάτια ερευνούν
για να δείξουν τον δρόμο στην καλοσύνη.
Ένα άγαλμα που το σκάλιζες με προσοχή
νύχτα και μέρα
ένα άγαλμα που του φυσούσες ψυχή
νύχτα και μέρα
ζωντάνεψε τόσο πολύ
που στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
έγινε επικίνδυνο και τρομερό.
«Ούτος ανακρίνεται».
Θα σας πει πως αγαπάει τον τόπο του.
Είναι τόπακας
σαν τα μάρμαρα της Σαλαμίνας
σαν τα πουλιά των αγρών μας -
γραμματικός του Απόστολου Βαρνάβα.
«Ούτος ανακρίνεται».
Ανακριτές με ανύπαρκτη όσφρηση
ανακρίνουν τα γιασεμιά.
Ανακριτές χωρίς δράση κρατάν
τη ζουγραφιά της ψυχής που μιλεί και δονεί.
Που μιλεί και δονεί και κρατάει ψηλά το τριαντάφυλλο
μυρωμένη
λαμπρή
την ψυχή της Κύπρος ψηλά.
Ό Άης Γιώργης ζωντάνεψε.
Καρτερούμε να σηκωθεί η Αλυκή της Λάρνακας
πάλλευκη
σαν τα πανιά της ψυχής μας
να κυματίσει
στον γαλάζιο ενθουσιασμό μας.
Να ‘ρθει η Αφροδίτη από την Πάφο
με μέλη ουδέτερα για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια
να εποπτεύει τις βάρδιες.
Ο Ονήσιλος κι ο Διγενής
γέμισαν τον αέρα κλαγγές.
Οι πορτοκαλιές του Βαρωσιού
χορεύουν στον αέρα.
σημαδεύουν με τα πορτοκάλια τους απάνω σε κεφάλια
κι είναι φαρμάκι ο χυμός τους
για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια.
Ο πύργος του Οθέλλου
περιοδεύει την Κύπρο κραυγαλέος:
«Welcome to Cyprus
goats and monkeys!».
Περίεργο. Την ημέρα που έφυγες
νιώσαμε πιο πολύ την παρουσία σου.
Απ’ την ημέρα που έφυγες
γέμισαν οι κάμαρές μας
γέμισαν οι δρόμοι
γέμισε η ατμόσφαιρα:
τόπο - Κύπρο - πατρίδα - πνοή - τρέλα - χορό,
αγάπη στο χώμα μας
αγάπη στα δένδρα μας
αγάπη στον ουρανό μας, στον αέρα μας,
στον άνθρωπο που είχε κρυμμένο τον εαυτό του χρόνια και χρόνια..
Δέξου για την ώρα το χαιρετισμό μας.
Ωσότου βλέπουμε το τριαντάφυλλο που κρατάς ψηλά
όσο να μας τραβήξει το τριαντάφυλλο που ψηλά κρατάς
μέχρι το σύνορο του ελεύθερου άνθρωπου
ώσπου να γίνουν οι ψυχές μας πέταλα στο τριαντάφυλλο
που ψηλά κρατάς
δέξου το χαιρετισμό μας.

μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια / Παναγιώτου Ευτυχία

χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.

ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά

τρυπιέται απ’ το μυαλό.

ίσως κάτι συνταρακτικό

όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα


             — εγκάθετη

             μελωδία σε σύστημα τυφλό.

χέρι μέσα σε χέρια

κι ένα κλικ

επώδυνο,

             μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.

εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.

θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·

νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.



ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις

μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.


αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,

έναν τρυποκάρυδο πιστό,

παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,

λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.

(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.

ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.

βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,

κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),

τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα


αυτό που δεν μπορώ να δω


το λένε χαρά


(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές

γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)

μια λέξη μου —π’ αγωνιά κι όλα πάλι συσκοτίζονται.


η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα


κάτι αδύνατο να ειπωθεί

ειλικρινά

ανθρώπινο εντελώς.