(Εμπνευσμένο το ποίημα από τον Νικόλα Καλλή, πρόσφυγα
από την κατεχόμενη Κυθρέα, που πέθανε με τον καημό της επιστροφής, όπως
και τόσοι άλλοι πρόσφυγες.)
0 γερο-Νικολής, που χρόνια,
σ' ασβεστοκάμινα και σε νταμάρια
αντάλλαζε τις μέρες της ζωής του
με πέτρες και χαλίκια
κατάφερε να στήσει το νοικοκυριό του
στη ράχη του βουνού - του Πενταδάκτυλου.
Τραβούσε μονορούφι τη ρακή του
και με το μέτωπο
- που πάνω του χαράχτηκαν
οι πέντε κόγχες του βουνού,
του Πενταδάκτυλου -
σημάδευε τον ουρανό
πολύ συγκινημένος.
Μ' αυτό δεν κράτησε πολύ
γιατί μια μέρα κάποιοι ξένοι
του πήραν με το ζόρι το νοικοκυριό
και δίχως να του δίνουν εξηγήσεις
τον σπρώχνανε, τον σπρώχνανε
μέχρι που τον πετάξανε σε βάραθρο.
Τώρα μετρά τις αναμνήσεις του
στο κομπολόι του χάντρα τη χάντρα
κοιτάζοντας τον Πενταδάκτυλο
και καρτερά για να γενεί το θάμα...
Μα κάθε μέρα που κυλά
είναι στη μνήμη του μια μαχαιριά
γιατί τα κτίρια που κτίζονται
κι οι πολυκατοικίες
του κρύβουνε σιγά-σιγά τον Πενταδάκτυλο…
(από την ποιητική συλλογή "Η ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ", 1988)
και με το μέτωπο
- που πάνω του χαράχτηκαν
οι πέντε κόγχες του βουνού,
του Πενταδάκτυλου -
σημάδευε τον ουρανό
πολύ συγκινημένος.
Μ' αυτό δεν κράτησε πολύ
γιατί μια μέρα κάποιοι ξένοι
του πήραν με το ζόρι το νοικοκυριό
και δίχως να του δίνουν εξηγήσεις
τον σπρώχνανε, τον σπρώχνανε
μέχρι που τον πετάξανε σε βάραθρο.
Τώρα μετρά τις αναμνήσεις του
στο κομπολόι του χάντρα τη χάντρα
κοιτάζοντας τον Πενταδάκτυλο
και καρτερά για να γενεί το θάμα...
Μα κάθε μέρα που κυλά
είναι στη μνήμη του μια μαχαιριά
γιατί τα κτίρια που κτίζονται
κι οι πολυκατοικίες
του κρύβουνε σιγά-σιγά τον Πενταδάκτυλο…
(από την ποιητική συλλογή "Η ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ", 1988)