Σαν μπήκαν στην Αθήνα των Γερμανών τα στίφη,
βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές.
Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη,
εβούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές.
Μα η γαλανή παντιέρα επάνω στον ιστό της
ψηλά στον Παρθενώνα,
μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρόν της,
κυμάτιζεν ακόμα!
Τη γαλανή παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό,
σκύβει και τη φιλάει, τριγύρω του τη δένει
και πέφτει στον γκρεμό!
Την ώρα αυτή φωνάζει η Αθηνά από πέρα:
—Γενναίο παλικάρι, στον όρκο σου πιστό, τ
ώρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θα ’ρθει η μέρα,
τη γαλανή παντιέρα και πάλι ν’ ανεβάσεις σε πιο ψηλόν ιστό!
βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές.
Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη,
εβούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές.
Μα η γαλανή παντιέρα επάνω στον ιστό της
ψηλά στον Παρθενώνα,
μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρόν της,
κυμάτιζεν ακόμα!
Τη γαλανή παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό,
σκύβει και τη φιλάει, τριγύρω του τη δένει
και πέφτει στον γκρεμό!
Την ώρα αυτή φωνάζει η Αθηνά από πέρα:
—Γενναίο παλικάρι, στον όρκο σου πιστό, τ
ώρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θα ’ρθει η μέρα,
τη γαλανή παντιέρα και πάλι ν’ ανεβάσεις σε πιο ψηλόν ιστό!