Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Ο φρουρός της γαλανόλευκης / Εύσκιος Πεύκης (Ευέλθων Πιτσιλίδης)

Σαν μπήκαν στην Αθήνα των Γερμανών τα στίφη, 
βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές. 
Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη, 
εβούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές. 

Μα η γαλανή παντιέρα επάνω στον ιστό της 
ψηλά στον Παρθενώνα, 
μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρόν της, 
κυμάτιζεν ακόμα! 

Τη γαλανή παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι 
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό, 
σκύβει και τη φιλάει, τριγύρω του τη δένει 
και πέφτει στον γκρεμό! 

Την ώρα αυτή φωνάζει η Αθηνά από πέρα:
 —Γενναίο παλικάρι, στον όρκο σου πιστό, τ
ώρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θα ’ρθει η μέρα, 
τη γαλανή παντιέρα και πάλι ν’ ανεβάσεις σε πιο ψηλόν ιστό! 


Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟΠΑΖΙΑ ΚΑΙ ΒΙΡΥΛΛΙΑ: Ποιητική Συλλογή του Πυθαγόρα Δρουσιώτη εκδοθείσα το 1982 από τον Κύπρο Χρυσάνθη

Δρουσιώτης Πυθαγόρας (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Δρουσιώτης Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1908 και απεβίωσε το 1986.   Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λονδίνου και άσκησε κυρίως το δικηγορικό επάγγελμα. Εργάστηκε περίπου πέντε χρόνια στο ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών (1934-1939), προτού επιστρέψει οριστικά στη Κύπρο, για να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και στη συνέχεια του καθηγητή μέσης εκπαίδευσης.

Εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές:

"Εκλογή" (1963· περιλαμβάνονται κυρίως παλιότερα ποιήματα του, δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα από το 1930 κ.ε.) και
 "Τοπάζια και βηρύλλια" (1982).

ΚΕΡΥΝΕΙΑ / Δρουσιώτης Πυθαγόρας



Δαντέλες τ’ αφροστέφανο του πέλαου πανηγύρι
κεντά στα βράχια κι όλο ανθούς μαδά στην αμμουδιά
κι η τρυφερή σου ανάμνηση γλιστράει απ’ την καρδιά
ξενιτεμένη μέλισσα που αναζητάει τη γύρη.

Δημητρίου Ναδίνα (μικρό βιογραφικό)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία.
Ασχολήθηκε με την ποίηση και με το Διήγημα.
Διατέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.

Έξέδωσε τις παρακάτω ποιητικές συλλογές:

- Αναζητήσεις Ι
- Αναζητήσεις ΙΙ

Μή φύγης / Ναδίνα Δημητρίου

Μή φύγης.
βρέχει πολύ
σαπίζουν τα φύλλα στη γή
τρικλίζουν τα βήματα
σε άχρωμους κήπους,
τα νιογέννητα φτεροκοπούν
σε άγουρες αγκαλιές,
οι ανταύγειες περαστικές
πίσω απ' τα τζάμια.
Λυσσομανούν τα δέντρα
στου δρόμου τις άκριες
δακρύζουνε οι φανοστάτες.
Μή φύγης.
Σε ακροούρανα και σε σκοτάδια
η γη φωλιάζει δίχως παλμό
μόνο εσύ είσαι ζωντανός.
Μή φύγης.
Φόβητρα ορθώνονται τα πρισματικά βουνά
Και των ζωδίων οι δείχτες
ηχούνε στ' αυτιά μας σα δήμιοι.
Μή φύγης.
Του ήλιου το φίλημα οπτασίας αγνάντεμα.
Μή φύγης.

ΕΦΙΑΛΤΙΚΟ / Ναδίνα Δημητρίου



Ήρθαν και μας πήραν
οροσειρά κάμπους και ακρογιάλι
τρικάταρτες γαλέρες
φορτωμένες πειρατές

Ξεφόρτωναν και άδειαζαν
και γιόμιζαν και φεύγανε
και πίσω κάποιοι πάντα μένανε
με χίλιους τρόπους να θυμίζουνε
πως χτυπάνε τ' αστροπελέκια
πως τα μνημόσυνα πληθαίνουν σε μια χώρα

Και το βίος τους με τον τόπο χρονοδέναν

Ήρθαν και μας πήραν
στο ακρόχειλο της σκέψης
στην παραζάλη τον χαμένου
στις απαλάμες τους
κρατώντας τις καρδιές μας
να τις ρίξουνε βολές
στο ατίθασο το ρέμα
σαν κατηφόριζε κι αυτό

Ήρθαν και μας πήραν τα κεφάλια
να χτίσουν τείχη δυνατά
ενάντια στον αγέρα
που τυχόν θα έφερε
σμύρνα, λιβάνι και χρυσό

Και εκεί έμεναν
κι επέμεναν να μας κοιτάζουν
να τραβάμε για το όπου
κουβαλώντας στη ράχη την ψυχή

Να μας κοιτάζουν
όπως τα νήπια
που περιεργάζονται μυρμήγκια
σαν κοπάσει η καταιγίδα
ή σαν κουκουνάρια
που πέσαν απ' τα πεύκα
ύστερα απ' το σκλήρισμα της ξηρασίας

Κι έμειναν να μας ορίζουν
να τρέχουμε σε χώματα ανορίζοντα
ρωτώντας όλοι τα ίδια

Ποιος δρόμος οδηγεί στην Πύλη;
Ποιος είναι εκείνος που έχει τόξα επιστροφής;
Πώς έκλεισε η φυλακή;
με σιδερένιο συρτή χρυσή αλυσίδα ή κλειδί;
Ποιος θα μπορεί να την ανοίξει;

ΜΟΜΕΝΤΟ / Ναδίνα Δημητρίου



Μια μέρα πλάϊ στους κρίνους της άμμου
τα καλάμια της καλύβας σκεβρωμένα,
τ' άλλα σπίτια είχαν κουφάνει
η θάλασσα πηγαινοερχόταν
κάλεσμα Αρμίδας.

Ποια ηλικία να είχα

Βγαίναμε από μια εποχή
πίνακα αναχρονιστικό
σ' άλλο για να μπούμε.
Σ' εκείνου το βλέμμα
η, Αργοναυτική εκστρατεία
Σ' εκείνης φως αυγινό
το χρυσόμαλλο δέρας.

Τι να έγραφε το φανταχτερό
στον τοίχο ημερολόγιο;

Κι όταν όλα και όλοι φώναξαν μεμιάς
«φως που λειώνεις φτερά,
πέτρες λυτρώνεις από ύπαρξη μουγγή,
θρέφεσαι με τ' ανερμήνευτο,
κοιμάσαι με τη μαγιόλογη σιωπή ,
έλα εδω που σε προσμένουμε
αιωνιοχτίστη!»

Οι χρονολογίες είχαν ξεχαστή.

ΠΑΤΡΙΔΕΣ / Ναδίνα Δημητρίου




Γυρεύαμε πατρίδες
και πατρίδες πρόβαλλαν
ανεμόδαρτες, ουρανοτυλιγμένες
Πατρίδες με τα ερείπια σάλπιγγες
να ξυπνούνε τους ανθρώπους
σε μέρα ατέλειωτη καμαροφρύδα.

Με ήλιους γλυκομίλητους
αγριελιές και άγονο χώμα
με κορφοβράχια μνήμες
μυθοχάραχτες σπηλιές.

Γυρεύαμε πατρίδες
και πατρίδες σε αργοφέξιμο
Πατρίδες όπου το καλωσόρισμα
μέδουσες, θαλασσοπούλια, πρόσφυγες
φτερανεβάσματα στ' ορίζοντα τη χάση
καραβόπανα σ' αχτές
μας φούχτας ανθρώπων η αγάπη.

Γυρεύαμε πατρίδες
Και πατρίδες τραγουδούσαν
όπου οι άνεμοι
ακρογιάλια γλωσσοσκόρπιζαν
κι όπου από σπόρους τής καρδιας
τόποι γαλανοί βλασταίναν
κι εκεί - αράγματα αγναντεύαμε
εκεί - οι ευχές μας μακροημέρευση.

Αποσπάσματα από το Ποιητικό Έργο της Ναδίνα Δημητρίου

v Συλλογική ενοχή σκόρπισε τ΄ άστρα
σκόνη στους τέσσερις ανέμους.

v Όσα συγκολλά ο φόβος
κι  ο χρόνος δέχεται να επιζήσουν

v Κι οι προφητείες να πλησιάσουν
αποδεσμεύοντας,
διαγράφοντας,
αναγεννώντας.

v Ο ύπνος του χαράδρα βαθειά.

v Έτσι κάποιο δείλι
έκλεισε το βιβλίο
κι έπαψε να διαβάζει.

v Η ώρα, όμως, δεν διπλώνεται.


v Ο θόρυβος βηματίζει.

[Έρπουνε οι ανάσες ...] / Ναδίνα Δημητρίου

Έρπουνε οι ανάσες ...
φωνασκούνε τα περασμένα, 
ανημερώνονται τα χρόνια.....
κι ανοίγει η ώρα βυθούς και φώτα
σ΄ όλα τα στρώματα. 

Μικρές Αναζητήσεις / Ναδίνα Δημητρίου




Μαρίνα Αφρολούλουδο
ονείρεμα που ροβολάει
πλάι σε κύμα σιγαλό.
Μαρίνα γνώριμη φωνή
που καλεί απ΄ τα βάθη
ξεχασμένο καλοκαίρι
-λιγνόκορμο αγόρι-
κάτω απ΄ του ήλιου τη χρυσή μπόρα
στάχυα αθέριστα
αγάπης χέρι. 

Μαρίνα μη φεύγεις

τα πελάγη ανθίζουν και πάλι. 
Πασχαλινές καμπάνες 
καλούνε ένας φως, ξημέρωμα.
Μαρίνα ακούς πως αντηχούνε;

Αναζητήσεις

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

[Ήρθαν χωρίς να το περιμένω] / Λαμπής Γιάννος

Ήρθαν χωρίς να το περιμένω
έτσι απροσκάλεστες
στη μέση της νύκτας
οι γυναίκες με τα κόκκινα ρούχα.
Κρατούσαν στο χέρι αγέννητα μωρά
τυλιγμένα με τον ομφάλιο λώρο
και βουτηγμένα στο αίμα.
Μου ‘ παν,
- ήρθαμε να ανιχνεύσουμε τον πόνο σου,
με ψαχούλευαν κι αναμόχλευαν γελώντας δυνατά το μέσα μου
κι όταν ανακάλυψαν τι με έκανε να κλαίω,
τα χέρια τους αρχίνησαν να τρέμουν,
η ανάσα τους έγινε γρήγορη και καυτή
κι η φωνή τους ακούστηκε σβησμένη,
- αξίζει για μια Γυναίκα, να βιώνεις τόση αγάπη μέσα σου;

Φως / Χατζηματθαίου Άθως


Κρύψε κι απόψε το πρόσωπο σου
στο παλτό της νύκτας
και βγες στους δρόμους, 
μη φοβηθείς τους ανθρώπους
γιατί δεν βλέπουν στο σκοτάδι,
μοναχά οι νυκτερίδες θα σ’ αναγνωρίσουν
γιατί αυτές ανασαίνουν στην παγωμένη του ανάσα όπως κι εσύ,
πάρε φόρα και γκρέμισε τον αόρατο τοίχο
που χωρίζει την καρδιά απ’ την ψυχή
μόνο έτσι θα βρεις στο λιμάνι σου
αφού ενοποιηθούν ύλη και πνεύμα,
κρύψε κι απόψε το πρόσωπο σου
στο παλτό της νύκτας
κι άφησε το κορμί σου γυμνό
να βυθιστεί στη παγωμένη λίμνη του πόθου,
μόνο να σε δω θέλω
να σου γλύφει η φωτιά της ηδονής
τις αιμορραγούσες σάρκες.
οι νύκτες δεν κερνούνε όνειρα
αν δεν χαμογελά η καρδιά,
δεν φέρνουν στα φτερά τους αηδόνια
αν δεν ανθίζει η ψυχή,
το φως έρχεται και φεύγει
ανάβει και σβήνει,
κτύπα τη γροθιά σου στον τοίχο
ούρλιαξε σαν πεινασμένος λύκος
που του ξέφυγε το θήραμα
είναι παράλογο να ψάχνεις το φως
μέσα στο άγριο σκοτάδι,
σε τι ωφελεί κι αν το βρεις
αφού δε θα μπορέσεις ποτέ
να το διαχειριστής σωστά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΣΤΟΥΣ ΣΥΡΜΟΥΣ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ" 
ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ

Μήδεια : Προβολή της Ταινίας την Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου στο Καφενείο Περί Τέχνης με αφορμή την συμπλήρωση 40 ετών από τον χαμό της Μαρίας Κάλλας