Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ / Πολυκάρπου Ανδρέας


Ένας αποχαιρετισμών ορίζοντας η συνύπαρξη μας ψυχή μου
σε ερειπωμένες αμαξοστοιχίες χορταριασμένων σταθμών
και σε ξεβαμμένα σκαριά πλοίων
που λιώνουν αφημένα στα καρνάγια.
Εσύ στη στάση αγκιστρωμένη του λεωφορείου
και μπροστά μου να απλώνονται οι λακκούβες του πεζοδρομίου
λίγο πριν το καλοκαιριάτικο θέρος.
Στην τσέπη αφημένο το γκρίζο όνειρο
ξεγλίστρησε από τη σκισμένη φόδρα
στο ιδρωμένο από τον πρωινό έρωτα σεντόνι.
Ποδιά και χέρια μουδιασμένα ακόμη από το σαρκικό οργασμό.
Κι εγώ να πρέπει να φύγω με τα πρώτα αποδημητικά πουλιά.
Τρομάζω ψυχή μου, τρομάζω.
Βλέπεις, καμιά Ιθάκη δεν με προσμένει.
Οι μνηστήρες υλοτόμησαν τα δάση της
και την έκοψαν σε παραλιακά οικόπεδα
με θέα το κοιμητήρι με την πένθιμη ψαλμωδία.
Δεν φταίνε αυτοί.
Τι να σου κάνουν κι αυτοί;
Δεν φταίνε που γεννήθηκαν άνθρωποι.
Τι φτηνοί που είναι οι άνθρωποι.
Μάτια που φθονούν τα δάχτυλα τα μπλεγμένα
και ζηλεύουν το χέρι που σφουγγίζει του αλλουνού το μέτωπο.
Κανένας ποιητής δεν μου όρισε Ιθάκη.
Παρά μόνο στον Άδη ψυχή μου
τους αποξηραμένους λωτούς θα αναμασώ.
Στα σκοτάδια της γης
κανένας δεν με περιμένει τυφλός μάντης πια.
Κουράστηκε κι αυτός.
Τόσες φορές με έφερε ο ποιητής στον Άδη
κι ούτε μια στάλα αίμα δεν μετέλαβε από τις ανοιγμένες φλέβες μου.
Κρατάω το χέρι σου σφιχτά χωμένο στην παλάμη μου.
Τα δάχτυλα σου καρφιτσωμένα στο θώρακα μου.
Φοβάμαι να αφήσω το χέρι σου κάθε που βλέπω τα τρένα,
κάθε που ακούω τη φωνή του σταθμάρχη:
- Τελευταία αμαξοστοιχία για τη Νεφελοκοκκυγία.
Κι εγώ να πρέπει τον παλιό συρμό για την κόλαση να πάρω,
τα σκαλιά να κατεβαίνω του Άδη.
Άστατα τα πουλιά ψυχή μου.
Στο πρώτο ψύχος το βάζουν στα φτερά.
Πάντα την άνοιξη ψάχνουν. Πάντα.
Πλάνητες δανδήδες με ανοιχτές τις φτερούγες.
Στον Άδη ψυχή μου, στον Άδη.
Εκεί σε προσμένω, με μια αγκαλιά πένθιμο, μωβ λιβάνι.


αναδημοσίευση / πηγή: http://www.poiein.gr/archives/34302/index.html

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΘΑΨΟΥΜΕ

Πολυκάρπου Ανδρέας 

Στους 1619- πια νεκρούς- αγνοουμένους

Τώρα μπορούμε να σας θάψουμε.
Να ξεχορταριάσουμε τους ομαδικούς τάφους,
να φυτέψουμε κυπαρίσσια γύρω από το μνήμα,
να ανάψουμε με λάδι το μικρό καντήλι
και να αφήσουμε μωβ στεφάνια στο ασπρισμένο μάρμαρο.
Τώρα η μάνα σας μπορεί να φτιάξει σταρένια κόλλυβα
και να φιλήσει το χέρι του παπά έπειτα από το τρισάγιο.
Οι συγγενείς μπορούν από νωρίς να μαζευτούν στην εκκλησιά.
Όλοι ντυμένοι στα μαύρα.
Ακόμα κι αυτοί που δεν σας γνώρισαν θα μαυροφορεθούν
και θα κρατάνε ένα μαντήλι στο χέρι.
Όχι για τα δάκρυα. Παρά μόνο για τη ζέστη. Για το καμίνι του πολέμου.
Μεσόγειος. Ώρα μεσημεριού- κοντά απόγευμα- κι εσείς να βαδίζετε πομπή για το απόσπασμα.
Αυτό που κρύφτηκε περίτεχνα κάτω από τα λιόδεντρα και τους κέδρους
που ποτίζονταν από το γλυφό νερό.
Μεσόγειος. Ώρα δειλινού- κοντά βράδυ- κι εσείς να κρύβεστε ματωμένοι στο χώμα.
Κουραστήκατε και αφεθήκατε στο θάνατο να ξαποστάσετε.
Η ανοιχτή παλάμη καλύπτει την αιμορραγούσα πληγή.
Τόσες σφήκες από τη ζεστή κάννη
και καμία δεν τραυμάτισε τις συνειδήσεις μας.
Ζυμώθηκαν μέσα στο αίμα και τη σάρκα μας
με τα ακανθώδη κεντριά τους.
Τώρα σας θάβουμε, τώρα που έλιωσε το κορμί και ξεχαρβαλώθηκε η ανθρωπιά μας.
Τι να το κάνεις τώρα πια το πένθος;
Σάπισε, ρήμαξε κι αυτό κάτω από το κατεχόμενο χώμα μαζί με τους πόνους σας.
Κουβαλούσατε μαζί σας τη θάλασσα,
το δροσερό αέρα, τη γλάστρα με το βασιλικό και τα γιασεμιά.
Δικά σας κι αυτά κτερίσματα.
Τριάντα χρόνια κράτησε η σφαγή.
Κι άλλα σαράντα η θλίψη κι ο καημός.
Εγκλήματα διεπράχθησαν πολλά.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Το χαμό της Μιλήτου, τη λεηλασία στις Αχαρνές, τα κορμιά στον Καιάδα,
το κύκνειο άσμα στη Σικελία, την προδοσία στους Πέρσες,
τη χαμένη μας τιμή και τη ξεγραμμένη πια δημοκρατία;
Τριάντα χρόνια να κουβαλάμε κορμιά πάνω στις ασπίδες.
Με τις Αθηναίες να αναθεματίζουν τους Λακεδαιμόνιους για το χαμό
και τις Σπαρτιάτισσες να στεγνώνουν τις ανοιγμένες των νεκρών πληγές
με τον πορφυρό μανδύα.
Σε Αμφικτιονίες στείλαμε ειρηνευτές
μα αυτοί είχαν τα αυτιά τους βουλωμένα.
Τα ιερά μόνο να προστατευτούν.
Οι βωμοί, οι διαπομπευμένες Ιέρειες και των Θεών να διαφυλαχτούν τα τάματα..
Τα ταλαιπωρημένα δεν τους ένοιαζαν κορμιά, τα τσακισμένα κόκκαλα,
οι δυστυχισμένοι και οι εγκλωβισμένοι στων πόλεων τα τείχη.
Όλοι αυτοί που το δέρμα τους αφυδατωμένο παραδιδόταν στο λοιμό.
Τριάντα χρόνια αδελφοκτόνοι μετράγαμε τα πάθη μας.
Κι ούτε ένας Περικλής, ούτε ένας Λεωνίδας δεν θέλησε να θέσει τέρμα.
Κανείς δεν έβλεπε των Περσών τα καράβια να αγκυροβολούν στους λιμένες.
Κανείς δεν άκουσε το Σόλωνα, του Ανάχαρση το φίλο, να εξυμνεί την ειρήνη.
Αυτός ήταν των Σκύθων, λέγανε, φίλος.
Κάποιοι Αθηναίοι τον φώναξαν προδότη
καθώς τις σάρκες διαμέλιζαν των ομοαίματων τους.
Χαμένα κορμιά μυρωμένα με δάκρυα και ροδόνερο.
Τριάντα χρόνια αφημένοι στον αλληλοσπαραγμό
παραδώσαμε τις πόλεις μας στους Πέρσες.
Εμείς χτικιάσαμε και ξερνάμε βρωμερό αίμα.
Κάθε καλοκαίρι θα ακούμε τις σειρήνες και το χτικιό θα δυναμώνει.
Μην μας κοιτάτε.
Τα μάτια σας μας πονάνε και γδέρνουν τα σκληρά πετσιά μας.
Τι θέλατε να κάνουμε;
Να σας θυμόμαστε και να περνάει η ζωή μας χαμένη;
Το συνάλλαγμα, οι τράπεζες, οι αλγόριθμοι.
Αυτή είναι η πραγματικότητα μας.
Εσείς είστε φωνή από το παρελθόν.
Φωνή εκκωφαντική που βγαίνει μέσα από τα σπασμένα δόντια
και τα ξεραμένα χείλια.
Δεν χωράτε πια στην ύλη της εκπαίδευσης,
ούτε στα γράμματα της εύρυθμης μας γλώσσας.
Παρατάτε μας ήσυχους. Παρατάτε μας στο χτικιό μας.
Σ’ αυτήν την αρρώστια που τρώει το κορμί
και κάνει τις πληγές να αναβλύζουν βλέννα και πύο.
Μην μας κοιτάτε.
Επιστρέψτε πίσω στους ομαδικούς τάφους.
Εκεί σας συνηθίσαμε.
Να σας γράφουμε ποιήματα, να σας άδουμε στα τραγούδια μας,
να σας θυμόμαστε στις βεράντες τα πρωινά του καλοκαιριού
και να ακούμε για σας στα δελτία των ειδήσεων, στα ετήσια αφιερώματα.
Μέχρις εκεί. Τίποτα παραπάνω.
Είμαστε ανήμποροι, ανάπηροι με μονοδιάστατη μνήμη.
Σας πενθήσαμε, σας κλάψαμε. Έφευγαν άνθρωποι με τον καημό σας.
Τι θέλετε άλλο;
Τα δάκρυα έχουν στερέψει.
Οι αυλές μας δεν έχουν βασιλικό και γιασεμί.
Η τριανταφυλλιά μαράθηκε.
Την ξεριζώσαμε και στη θέση της σταθμεύσαμε τα αμάξια μας.
Μαζί μας θα μολυνθείτε από το χτικιό.
Μια χούφτα κόλλυβα, μια σταγόνα λάδι, λίγο λιβάνι και ένας σταυρός.

Αυτά δυνάμεθα τώρα πια.

Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΥ/ 15η ΙΟΥΛΙΟΥ

Ανδρέας Πολυκάρπου 

Γοργό το βήμα του Πελία τον οδηγεί στο θρόνο.
«Φυλάξου από το μονοσάνδαλο» διεμήνυσε ο χρησμός.
Τον γαλούχησε βλέπεις ο ζωόμορφος Χείρωνας με τα ζωώδη ένστικτα.
Το βασίλειο του θα παραλάβει του Αίολου ο απόγονος.
Γοργό το βήμα μου ακολουθεί τον ίσκιο της σημαίας.
Το ήξερα. Ήμουνα σίγουρος ότι κάτω από τον ίσκιο της θα αναπαυόσασταν.
Άλλο χώμα πέρα από το ελληνικό
δεν μπορούσαν να βαστάξουν τα διάτρητα σώματα σας,
τα ξασπρισμένα οστά σας με τη ρετσινιά του Πελία.
Το θρόνο, πρόσκαιρα, σφετεριστήκατε του μονοσάνδαλου.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός». Τον έστησαν στο απόσπασμα του γαλάζιου ορμητηρίου.
Εφονεύθην την 15η Ιουλίου ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Άγνωστος. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα. Σαν ένα σύμβολο που παρήκμασε.
Η δημοκρατία χωλαίνει στην ιδέα της Ένωσης.
Όπως τότε που η ιδέα αυτή μάτωσε κάτω από το βάρος της αγχόνης
και πυρπολήθηκε στα καρβουνιασμένα κρησφύγετα.
Τότε που ανέβαινε με πόδια γυμνά σε κακοτράχαλα βουνά
φωνάζοντας τον καημό των γερμένων κεφαλιών, της αλλοτινής νιότης.
«Ελληνικέ λαέ η φωνή που ακούς είναι γνώριμη».
Ο μονοσάνδαλος επέστρεψε φέροντας, όμως, την κατάρα του Αιήτη.
Το χρυσόμαλλο δεν τον σκέπαζε δέρας.
Μόνο τον Πενταδάκτυλο σκέπασαν για πάντα οι βόστρυχοι της Μήδειας.
Φέροντες όλο το αίμα και τον ιδρώτα των πυρωμένων ιδεολόγων
που δεν λησμόνησαν, που δεν θέλησαν να ξεχάσουν την αιτία της αγχόνης.
Τόσοι άνθρωποι, μια χούφτα ιερά οστά, για μια ιδέα.
Τόσα κρησφύγετα στοιχειωμένα από την ανακολουθία της συνείδησης που ακολούθησε.
Τόσα νεόκοπα κορμιά ρημαγμένα στα οδοστρώματα της κραταιάς αυτοκρατορίας.
Απέναντι σας μια σειρά από κυπαρίσσια.
Χωρίζουν τις συνειδήσεις σας με των άλλων νεκρών τα όνειρα.
Ακολούθησα και πάλι τη σημαία.
Όχι τη γαλανόλευκη. Όχι.
Αυτή μόνο τη λευκή που μας την επέβαλαν.
Αυτήν που αποδέχτηκαν οι επιζώντες ιδεολόγοι.
Εις μάτην. Αυτή θα ήταν και η αίτια του μετέπειτα χαμού, της αδελφοκτονίας.
Εμείς τη γαλανόλευκη μάθαμε να προσκυνάμε.
Αυτήν αναμασούσαμε στο στόμα και με την ιστορία της τρεφόμασταν.
Την άλλη δεν την ξέραμε. Δεν θελήσαμε ποτέ να τη μάθουμε.
Γύρω της περιφράξαμε τις συνειδήσεις μας και υψώσαμε τείχη.
Κι εδώ ο Μακάριος εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Φονευμένοι κι εσείς την 15η Ιουλίου από τα χέρια των ομοαίματων σας.
Ανάμεσα στις ταφικές κλίνες κι ένας άγνωστος.
«Άγνωστος στρατιώτης». Εφονεύθην την 15η Ιουλίου από κάποιον αδελφό.
Ποιος να ξέρει; Φονευμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Τουλάχιστον εσύ είχες ένα τάφο να ξαποστάσεις. Ένα σταυρό για προσκεφάλι.
Μια μάνα να σε κλάψει με μια ασπρόμαυρη στα χέρια φωτογραφία.
Άγνωστος, αταυτοποίητος και άπατρις.
Σαν ένα σύμβολο που δεν θα παρακμάσει ποτέ.

Σαν ένα στοιχειό που θα πλανιέται στην άταφη ιστορία.

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Λεωνίδας Παυλίδης (μικρή αναφορά)

Ο Λεωνίδας Παυλίδης γεννήθηκε το 1890 και απεβίωσε το 1957. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε καθ΄ όσον ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δημοσιογραφία και την λογοτεχνία. Εξέδωσε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και την Κύπρο, κράτησε για χρόνια τη στήλη της κριτικής στην εφημερίδα "Καθημερινή" ενώ διώχθηκε για την αριστερή του ιδεολογία, και εκτοπίστηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα. Το ποιητικό και κριτικό του έργο βρισκόταν μέχρι πρόσφατα διάσπαρτο σε ελλαδικά και κυπριακά έντυπα, καθώς ο ίδιος, ενόσω ζούσε, δεν προχώρησε σε κάποια έκδοση. 

Νίκη / Παυλίδης Λεωνίδας




Και την προσμέναμε την ώρα
του μυστικού συναγερμού
των πόθων και του γλυκασμού
της φαντασίας να ’ναι σαν τώρα...

Γύρα και μπρος μας των αγώνων
ανεμοκύμαντη η πυρά
και τα μεγάλα βροντερά
συνθήματα αγρικούνται μόνον...

Στην όψη μας και μες τα φρένα*
τα ολάσπρα κρίνα της οργής,
φρουμάζει* ο σάλος της κραυγής
στα χείλη μας τα πυρωμένα...


Γοργοί φεγγάτοι στ’ άναμμά μας
πρώτοι στο θάνατο ή στερνοί
μάρτυρες ή ήρωες, φωτεινοί
καπνοί μες τ’ αστραπόβροντά μας

Κι ο αλαλαγμός ως κρούει το γέρμα*
περιζωσμένοι το βοριά
ε την κλαγγή πλατιά ποριά*
ανοίγουμε μπρος τ’ άγιο τέρμα...

ΕΠΕΞΗΓΉΣΕΙΣ:


* φρένα, τα: μυαλό, διάνοια


*φρουμάζω (και φριμάζω): κοχλάζω, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω


* γέρμα, το: δύση του ήλιου, ηλιοβασίλεμα

* ποριά, η: πορεία

φιλία / Παυλίδης Λεωνίδας


Φιλία πώς σε λαχταρώ κι ωιμέ
φοβούμαι μη ώς στην ύστατη πνοή μου
τα ουράνια σου δώρα μείνουν ξένα
για την πολυθλιμμένη τη ζωή μου.

Σ’ αποζητώ ωσάν ηλιοκαμένα
αγρίμια της αμμόστρωτης ερήμου
γυρεύουν τη δροσιά στα ξηραμένα
βραχοπήγαδα κι η άθλια η ψυχή μου

καίεται μέσα στ’ απλήρωτό* της πόθο
την κρύφια λαύρα* π’ ωχ* ποιος θα τη σβήσει
από ποια ψυχή δροσιά θε ν’ αναβλύσει



τόση που άλλη να μπορεί να δροσίσει;
Γέρασε ο κόσμος, ω ποιος θ’ αναστήσει
την κρύα την αναίσθητη καρδιά μου;


επεξηγήσεις:


* απλήρωτος: που δεν έχει ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί

* λαύρα, η: φωτιά, μτφ. πόθος

* π’ ωχ: που έχει

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

ΝΑ’ ΜΟΥΝ ΑΤΟΣ


Χωρκόν μου τζ’ οι κουφάες σου εν ήμερες σαν σιέλια,
τους κουκκουφκιάους σου θωρώ σαν άσπρα περιστέρια.
Οι αγκαθκιές σου μοιάζουσιν σαν τρυφερά αγρέλια
τζ΄οι κονναρκές σου εν ίδιες με μυρωδάτα αμπέλια.
Να’ μουν ατός τζιαι να πετώ στον όμορφο ουρανό σου,
έστω ένας τσακρόστρουθος να πίνω το νερό σου.
Ας ήμουν ένας κουρκουτάς να φκώ πα’ στα δεντρά σου,
να ακούω τα μαράζια σου, νάμαι παρηορκά σου!
Που την πολλήν αγάπη μου έτσι εγιώ θωρώ τα,
πιστεύκω εν τζιαι τάραξα, έχω τα τετρακόσια!

ΑΝΤΡΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ

Εντόπιο ρίγος: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη (2013) Αποσπασματικοί στίχοι

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια 
αλλοτινής λατρείας 
τώρα σημάδια 
εμπύρετου μόνο περάσματος. 
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά 
με κέρινα φτερά σωριάστηκαν 
στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, 
κι η βασιλεία των ουρανών 
άδειος πια θρόνος…

...

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε 
σαν δέντρα με βαθιές ρίζες 
σε υπόγεια νερά…

...

… δεν θέλει πολύ να ξέρεις 
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα 
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, 
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό 
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες 
δάκρυα της Παναγίας…

...

Αργά - αργά περιστρέφεται 
η σφαίρα της γης, 
ίδια παιδικό παιγνίδι… 
Κι άτακτα δεξιά ζερβά
μυρίζοντας το καθετί 
ανήσυχα εντοπίζεις 
τον χρόνο να τραβά τα λουριά 
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…


Ούτε που ξέρεις 
ποιο δρόμο να πάρεις, 
κι εύκολα ξεχνάς 
πού είναι η πλώρη 
πού είναι η πρύμνη 
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια 
 πολλούς δείκτες στη θάλασσα


πηγή: http://www.drpetrides.com/el/demosiefsis/arthrografia-typos/17-2013

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ΄/ Μοράρης Γιώργος



Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.

Το λουτρό / Το Ικρίωμα : Δύο Ποιήματα του Γιώργου Μοράρη

ΠΤΗΣΗ / Μοράρης Γιώργος



Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν

προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.

Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

Λεοντίου Παύλος (μικρό βιογραφικό)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1945.
Είναι απόφοιτος του Παγκύπριου Γυμνασίου Κύκκου. 


Ποιητική Συλλογή: Επιμαρτυρία 

[Τα χέρια σου] / Λεοντίου Παύλος

Τα χέρια σου στα χέρια μου,
και πως άλλαξε ο κόσμος! 

Αιώνες τώρα


Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε 
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν

Αγγέλα Καϊμακλιώτη "Εκ του σύνεγγυς"

ΕΛΠΊΔΑ / Πενταράς Νίκος


το Φως
ντυμένο στα λευκά
βγαίνει σεργιάνι κάθε βράδυ στα σοκάκια 
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
του δειλινού καμπάνες
στη μνήμη μου ξυπνούν
φθινόπωρα και χειμωνιές ατέλειωτες
μα που στην πόρτα μου μπροστά εναποθέτουν
ολάνθιστα χρυσάνθεμα
σημάδι κάποιας άνοιξης που πάντα καρτερώ
μα που δεν καταδέχτηκε
έστω μια μαδημένη ανθοδέσμη
στην πόρτα μου μπροστά να εναποθέσει
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
κατάλευκα μαντίλια γλάρων π’ αρμενίζουν
στο γλαυκό βλέμμα της θάλασσας
δίπλα σε σκάφη γκρίζα με κόκκινα πανιά
που πάντα προγραμμάτιζαν τη ρότα τους
μα πάντα βρίσκαν κόντρα τον καιρό
κι ακόμα ψάχνουν
χρόνια τώρα
για να βρουν λιμάνι.
Ποιητική Συλλογή:  «ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ», 1994