Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Ειρήνη Παπακυριακού (μικρή αναφορά)

Η Ειρήνη Παπακυριακού ζει στη Λευκωσία. Είναι λέκτορας ακαδημαϊκής γραφής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.  Γράφει ακαδημαϊκά άρθρα καθώς επίσης ποιήματα, διηγήματα, και θεατρικά έργα. Πρόσφατα έχει συμμετάσχει στο πρώτο διεθνές διαγωνισμό δραματοποιημένης ποίησης, «Poetry Slam», στη Κύπρο.

Του Χρόνου η Ωχρότητα / Ειρήνη Παπακυριακού


Η νωχελική κίνηση των κυμάτων
προκαλεί μια αντηχούσα σιωπή
που αντί να καθυποτάσσει,
αφυπνίζει ταραχώδεις θύμισες.
Απίστευτο φαντάζει
το πως ένα τόσο γαλήνιο σκηνικό,
ενόσω μαγεύει την θωριά,
αφήνει με κρυψίνοια το νεκρικό αποτύπωμα του
στην καρδιά του μοναχικού περιπατητή.
Και όμως..
Το προσωπείο της άηχής αυτής ζωής
αναγκάζει υποσυνείδητα τον θεατή
να ανασκαλέψει βαθιά
στης κλεψύδρας τους ωχρούς κόκκους
ελπίζοντας να βρει την χρυσοΰφαντη εποχή
όταν σ’ αυτή την ηλιοχαΐδευμένη προκυμαία
δυο νεαροί εραστές περπατούσαν στην
εύθυμη τυμπανοκρουσία της ενωμένης καρδιάς τους.
Φτάνοντας, ο άμοιρος, στον γυάλινο πάτο της
συνειδητοποιεί πως η κλεψύδρα έχει πλέον αντιστραφεί
και η εποχή της αθωότητας παρέλθει.
Δυστυχώς…
Στην αβυσσαλέα έρημο του χρόνου
οι γλυκές αυτές αναμνήσεις έχουν προ πολλού μαρτυρήσει.
Δίχως μια ζωντανή πραγματικότητα να τις αιμοδοτεί,
τα αποσυντεθειμένα ίχνη τους κείτονται
κάτω από μια απύθμενη σωρό από άμμο.


περισσότερα για την Ποιήτρια: http://www.poiein.gr/archives/36303/index.html#more-36303

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Ο Σιμεών, ο ποιητής / Κουγιάλης Θεοκλής


Ο Σιμεών, ο ποιητής ο έγκλειστος,
ο έπαινος και το καμάρι του Νησιού μας,
στις πεποιθήσεις Έλληνας, στη σκέψη Ευρωπαίος
αλλά στη γλώσσα και στιχοποιΐα γνήσιος Κυπραίος.

Ο λόγος του ακατέργαστος και συνοφρυωμένος
απόπνεε δριμύτητα. Χώλαινε λίγο στην κομψότητα
και ήταν άγευστος στης καλλιέπειας το νέκταρ.
Ο στίχος του ομιλητικός παρά γραπτός
με απρόσμενες μεταφορές, με αλληγορίες που ξενίζαν.
Το ύφος του ειρωνικό, αστόλιστο και άτσαλο
έσκαβε μέγα χάσμα κι έριχνε μέσα τους αμύητους.

Εξόχως ικανός στην ερμηνεία του παρελθόντος
στην κατανόηση του παρόντος άφθαστος
δεινότατος στην πρόβλεψη του μέλλοντος.
Σαν αετός πετούσε πιο ψηλά από τους φλύαρους
τερετισμούς της εποχής του και σαν γεράκι
ορμούσε και σημάδευε τον στόχο του.

Αυτά για την υπεροχή του. Και είναι λίγα!

ο νεκρός στρατιώτης / Κουγιάλης Θεοκλής

Μια ζωή γεμάτη αίμα έπεσε κοντά στο ρέμα
το ποτάμι μουρμουρούσε και πικρά μοιρολογούσε
πεταλούδες κατεβαίνουν με χρυσές κλωστές τον δένουν
την ψυχή του την κρατούνε και πικρά μοιρολογούνε

Ανθέ μου που μαράθηκες τα σπλάχνα μου τα μαύρισες
ονείρατα που έκανα κρυφά μου πνίγηκαν στα αίματα

Πόρτα άνοιξε στον ήλιο μπαίνει σε χρυσό βασίλειο
και η μάνα του λυγάει και πικρά μοιρολογάει
μια ζωή γεμάτη αίμα έπεσε κοντά στο ρέμα
το ποτάμι μουρμουρούσε και πικρά μοιρολογούσε

Ανθέ μου που μαράθηκες τα σπλάχνα μου τα μαύρισες
ονείρατα που έκανα κρυφά μου πνίγηκαν στα αίματα

Πρακτική / Σταύρος Στάυρου



Δε μαθαίνεις πώς
να λατρεύεις μια γυναίκα

 μέσα από βιβλία κι εγχειρίδια.
Η γυναίκα δεν είναι θεωρία
είναι πράξη και
για να μάθεις πρέπει να καείς
πολλές φορές,
τόσες ώστε να καταλάβεις πώς
να χάνεις την υπόστασή σου
πάνω στο γυμνό κορμί της και
να είσαι μόνο
ο αναστεναγμός της.  



αναδημοσίευση από (όπου μπορείτε να διαβάσετε και περισσότερα ποιήματα του): http://evaneocleous.blogspot.com.cy/2017/03/blog-post_17.html

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Μια κάποια Οδύσσεια / Λουίζα Αριστοτέλους


Θα φύγω.
Αλλά θα ‘ναι για λίγο
Κι όσο οι Πηνελόπες θα υφαίνουνε
Να μην ανησυχείς
Μόνο λίγο το παράθυρο
Να ‘χεις κάθε βράδυ ανοιχτό
Για να δικαιολογώ το λίγο μου
Και ν’ αλαφραίνω το πολύ σου
Και θ’ ανταμώνουμε συχνά
Πίσω από τη μυρωδιά του θυμιατού
Να θυμάσαι αγαπημένη
Ποτέ δεν ήτανε δέκα τα χρόνια της επιστροφής

Γιώργος Χριστοδούλου (μικρή αναφορά)

Ο Γιώργος Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθηαίνου. Ασχολείται με το γράψιμο και την ποίηση. 

Ονοματολογία / Χριστοδούλου Γιώργος


Τις πατρίδες τις είπαν έτσι
για να θυμίζουν πόσο εύκολα,
μ’ έναν απλό αναγραμματισμό,
μιαανάξια λόγου εσωτερική αναδιάρθρωση
φυτρώνουν εκεί βασίλισσες, αξιωματικοί, μαυρόασπρα
τετράγωνα και παρατεταγμένοι στρατιώτες.
Τις πατρίδες τις είπαν έτσι
για να μην αφήνουν να ξεχάσεις πόσο αδυσώπητα εύκολα
τρέπονται σε παρτίδες.


Στον Σταθμό / Λάμπρος Πολυβίου

Τελειώνει σαν κακόφημος οιωνός
η μεθυσμένη ανάσα.
Δεσπόζει και σέρνεται 
Σαν την άθλια ζωή σου.
Στη στάση πάντα κάθεσαι 
κι αδημονείς με περιττή αυταρέσκεια,
κάποια διαμελισμένα
σφύγμοντα αστεία που τα λες 
μόνο σε ένα ξαπλωμένο.
Ένας συρμός που ενώνει 
το πριν με το ποτέ.
Τον πατάς και λες «σκουπίδι»,
γυαλιστερό και άτιμο μεν,
Αλλά μαζεμένο από εσένα.
Δεν έρχεσαι.
Κι έτσι όλη η πλάση μετουσιώνεται
για μας τους ξεγραμμένους.
Γίνεται δίψα και φιλότιμο,
σαν θύτης που σου χαρίζει
την επόμενη στιγμή.
«Ξεκουμπίσου» προστάζεις και σέρνεσαι 
επτά το βράδυ σε κάτι κοροιδεύοντες φιλέσπλαχνους,
εσύ και η ψυχή σου η τρύπια.
Μετάνοιωσες και με είδες.
Τι νόμισες.
Μόνος μου κάνω τον τυφλό χρόνια 
τώρα για να σε νιώθω καλύτερα.

Σπουδή στο χρόνο/ Νεκτάριος Ροδοσθένους


21/7/16, Αγία Νάπα

Ο χρόνος είναι υποκειμενικός,
σχετικός
Διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο
Και από κατάσταση σε κατάσταση
Μετριέται στις λούπες των κυμάτων
Στις συνεχείς καύσεις του ήλιου/ ηλίου
Στην σταδιακή εξάλειψη των πάγων
Και του ανθρώπινου είδους
Ο χρόνος μετριέται σε μνήμες
και μνημόσυνα
Μπορεί, ακόμη, να θεωρηθεί σαν μια timelapse
Της οποίας η διάρκεια λήψης μεταξύ μιας στιγμής, με την επόμενη
παραμένει άγνωστη



πηγή: http://www.poiein.gr/archives/35919/index.html

Χριστίνα Μαραγκού (μικρή αναφορά)

Η Χριστίνα Μαραγκού σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ στην Αγγλία. Ασχολείται με την ποίηση. 

Μη-ποιητής / Χριστίνα Μαραγκού


Δεν είμαι ποιητής.
Ντρέπομαι να βυθιστώ σ ’αυτή τη θάλασσα της ποίησης,
Τη σκούρα και βαθιά.
Τη γεμάτη μαργαριτάρια και καράβια ξεχασμένων καιρών.
Δεν είμαι ποιητής.
Δεν μπορώ να πετάξω σε ουρανούς χρυσαφένιους γεμάτους πουλιά.
Σε ουρανούς σκοτεινούς γεμάτους αστέρια.
Δεν είμαι ποιητής.
Δεν μπορώ να δω κάτω απ’ το χώμα, πίσω απ’ τον καθρέφτη, μέσα στην τηλεόραση, έξω απ’ το δικό μου κεφάλι.
Είμαι ένας μη-ποιητής.
Χωρίς αναπνοή, χωρίς φτερά, χωρίς μυαλό, χωρίς τίποτα.
Μόνο με μια πένα στο χέρι.
Ένας μη-ποιητής με μια πένα στο χέρι.


Κυριάκος Κώστα (μικρή αναφορά)

Ο Κυριάκος Κώστα ζει στην Λάρνακα. Ασχολείται με την μουσική ενώ παράλληλα γράφει  διηγήματα και ποιήματα. 

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ / Κυριάκος Κώστα


Κι αν ο λόγος,
σκληρός
και ακατάπαυστος που είναι,
απελευθερωνόταν, για μια στιγμή,
από τα δεσμά της γλώσσας
και μεταμορφωνόταν σε
πράξη,
η ελπίδα θα γινόταν Άνοιξη
και η αγάπη Καλοκαίρι.
Το δίκαιο θα είχε την δική του εποχή
καθώς η ιδιαιτερότητα αυτή
του λόγου,
θα υπερίσχυε.
Παντός καιρού και χρόνου.
Επιτέλους!

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΠΑΡΚΟ


Πρώτο ταξίδι, στα δεκαενιά, ήμουν ένα μικρό αγόρι
Αβάνα , ο προορισμός, εκει θα πάει το βαπόρι
ήταν πρωί, και έκαιγε, ο ήλιος, είχε ζέστη
κι εγώ στην πρύμνη, έβαφα, μαζί με τον Ανέστη,
το κλίμα είναι τροπικό, είχε πολλή υγρασία
αν θες ν΄ αντέξεις, ξέχνα το, μην δίνεις σημασία
τελειώσαμε την βάρδια,και τρέξαμε για μπάνιο
κι ύστερα εις στον πλοίαρχο, για να μας δόσει δάνειο
αργότερα, χαρούμενοι,φύγαμε για Χαβάνα,
ο οδηγός, μασούλαγε...έτρωγε μια μπανάνα,
που πάτε ρε καλόπαιδα, στα ελληνικά ρωτούσε,
φαινότανε, με ναυτικούς, πως κάθε μέρα ζούσε,
κορίτσια θέλετε, παιδιά, ρώτησε μ υποψία
δεν μοιάζετε για αδελφές, ειπε με μιά κακία
κοιτάζαμε , αμήχανοι, χάσαμε την μιλιά μας
τι λέει τούτος ο τρελλός, βγήκαμε απ τα νερά μας
κάποια στιγμή, σταμάτησε, έξω από ένα πάρκο
εδώ θα πάτε, αν θέλετε, κι έβγαλε ένα πάκο
χιλιάδες πέσος ήτανε, μας κοιταξε με τρόπο
αν έχετε συνάλαγμα, δίνω μεγάλο τόκο
στην τράπεζα, δολλάρια, τα παίρνουν ένα πέντε
εγώ σας δίνω μετρητά, το ένα για εικοσιπέντε
μας άρεσε η συναλλαγή, κι αλλάξαμε καμπόσα
από εκατό ο ένας μας, το σύνολον διακόσια
μπάτε στο πάρκο, κάτσετε, θα δείτε τις κοπέλες
μην περιμένετε να ρθούν, δεν έχουνε ταμπέλες
παίξτε το μάτι, ξέρετε, δυό λέξεις να τους πείτε
βάμος α κάζα, το πιό απλό, κι αντίδραση θα δείτε
πήγαμε οι δυό και κάτσαμε, σένα μικρό παγκάκι
έτρεμε η καρδούλα μας, χάθηκε το υφάκι
δύο κοπέλλες ζύγωσαν, και κάτι μας ρωτήσαν
μιλούσανε ισπανικά, χαμόγελα χαρίσαν
ο φίλος μου, πιό τολμηρός, σήκωσε το κεφάλι
βάμος α κάζα, ρώτησε, και τόσκυψε και πάλι
αυτές, γέλασαν δυνατά, μας πιάσαν απ το χέρι
βάμος μας ειπαν...... γρήγορα, να γίνει νταραβέρι
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ