Θάλασσες. Καράβια. Ταχύτητα.
Καράβι, γεμάτο κόσμο και ναύτες.
Προσπαθώ να βρω τη θέση μου.
Προσπαθώ να βρω τη θέση μου.
Γυρνάω στα μπουντρούμια.
Ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Παίρνω το πηδάλιο στα χέρια μου.
Αναζητώ απεγνωσμένα τη θέση μου στο καράβι.
Πουθενά.
Ούτε μια γωνιά στις αποθήκες,
Ούτε η πρύμνη προς το ηλιοβασίλεμα.
Δε με χωρά.
Ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Παίρνω το πηδάλιο στα χέρια μου.
Αναζητώ απεγνωσμένα τη θέση μου στο καράβι.
Πουθενά.
Ούτε μια γωνιά στις αποθήκες,
Ούτε η πρύμνη προς το ηλιοβασίλεμα.
Δε με χωρά.
Κι ο καπετάνιος!
Ο γοητευτικός, καλός καπετάνιος!
Ούτε που το ξέρει.
Ο γοητευτικός, καλός καπετάνιος!
Ούτε που το ξέρει.
Το καράβι κατευθύνεται στον προορισμό.
Όποιο προορισμό.
Άγνωστο.
Όποιο προορισμό.
Άγνωστο.
Και γω;
Τι γυρεύω σ’ αυτό το καράβι;
Που είναι ο ορίζοντας μου;
Που είναι τα όνειρα μου;
Τι γυρεύω σ’ αυτό το καράβι;
Που είναι ο ορίζοντας μου;
Που είναι τα όνειρα μου;
Τη νύχτα κοιμάμαι στο κατάστρωμα.
Απλώνω τα χέρια και πιάνω τ’ άστρα
Φτιάχνω ένα μικρό ταχύπλοο σκάφος.
Χωρά μόνο εμένα.
Αλλά με χωρά.
Έχω τη θέση μου.
Έχω τα όνειρα μου.
Έχω εμένα.
Απλώνω τα χέρια και πιάνω τ’ άστρα
Φτιάχνω ένα μικρό ταχύπλοο σκάφος.
Χωρά μόνο εμένα.
Αλλά με χωρά.
Έχω τη θέση μου.
Έχω τα όνειρα μου.
Έχω εμένα.
Το πρωί με βρίσκει μακριά.
Σ’ ένα σκάφος στη μέση του πουθενά.
Στη μέση του ποτέ και του πάντα.
Μόνη. Ο άνεμος μου παίρνει τα μαλλιά.
Μόνη;
Ποτέ δεν είσαι μόνη όταν ο άνεμος σου παίρνει τα μαλλιά!
Όταν μπορείς να τον ακολουθήσεις.
Όταν έχεις τη δύναμη να τον αγκαλιάσεις δυνατά
Και να τον αγαπήσεις βαθιά, ατέλειωτα βαθιά.
Μόνη ήσουν στο μπουντρούμι.
Όταν περίμενες τον καπετάνιο να σε πάρει από το χέρι
και να σου δώσει μια θέση στο πλήρωμα του.
Σ’ ένα σκάφος στη μέση του πουθενά.
Στη μέση του ποτέ και του πάντα.
Μόνη. Ο άνεμος μου παίρνει τα μαλλιά.
Μόνη;
Ποτέ δεν είσαι μόνη όταν ο άνεμος σου παίρνει τα μαλλιά!
Όταν μπορείς να τον ακολουθήσεις.
Όταν έχεις τη δύναμη να τον αγκαλιάσεις δυνατά
Και να τον αγαπήσεις βαθιά, ατέλειωτα βαθιά.
Μόνη ήσουν στο μπουντρούμι.
Όταν περίμενες τον καπετάνιο να σε πάρει από το χέρι
και να σου δώσει μια θέση στο πλήρωμα του.
Κι όμως δεν το έκανε ποτέ!
Και ας περίμενες.
Και ας το ήθελε τόσο.
Και ας περίμενες.
Και ας το ήθελε τόσο.
Όλγα Ρουβήμ