Υπάρχω.
Πριν από τον πόλεμο και μετά, υπάρχω. Ένα παιδί που είδε πολλά, βίωσε
περισσότερα, ένα παιδί μεσήλικο. Απλώνομαι, κρύβομαι, μαζεύομαι σ’ ένα
όστρακο που μεταφέρω συνέχεια. Κουβαλώ καλύτερα. Είναι η ταυτότητά μου.
Είμαι και δεν είμαι: Ελληνίδα, Κυπραία, Ελληνοκύπρια, Ευρωπαία, γυναίκα.
Τι είμαι; Η συνείδησή μου κακοποιήθηκε, την εγκλώβισαν εμπνευσμένοι ή
και ανίδεοι δάσκαλοι σε σκοτεινά δωμάτια με άχρωμα συνθήματα που
μεταμφίεζαν με το χρώμα του ουρανού ή και του ήλιου ανάλογα με τις
τάσεις, τις εγκυκλίους, τα ψηφίσματα. Τόση πλάνη...
Τα
τελευταία γεγονότα με τις απάτες των τραπεζικών, των πολιτικών και των
πολιτικάντηδων με πνίγουν. Κι άλλη τόση πλάνη. Θέλαμε εδώ και χρόνια να
γίνουμε Ευρωπαίοι. Το προσπαθούσαμε και δυσκολευόμαστε. Το μεσογειακό
ταμπεραμέντο δύσκολα ρίχνει τις θερμοκρασίες του. Κι όμως να που μάθαμε
μέσα σε μια νύχτα, να στεκόμαστε στην ουρά για την ανάληψη μετρητών, για
λίγα τρόφιμα στο κοινωνικό παντοπωλείο, να στεκόμαστε για ώρες χωρίς να
σπρώχνουμε, χωρίς να χαμογελάμε, χωρίς να φωνάζουμε. Και η μνήμη, πουλί
αποδημητικό, τραβάει όπου θέλει, με πάει πίσω σε κάποια άλλα συσσίτια,
σε άλλες ουρές, εκεί στους προσφυγικούς καταυλισμούς του 1974, στα
αντίσκηνα, εκεί που έζησα ξανά παρόμοια και χειρότερα.
Θέλω
να ξετυλίξω το κουβάρι, να ξαναδιαβάσω την ιστορία από την αρχή μου. Να
δω ποια είμαι, πού ζω, ποια είναι η χώρα μου και ποιοι οι άνθρωποί της,
ποιο είναι το μέλλον μας εδώ σ' αυτό το Φάρο που αναβοσβήνει αιώνες
τώρα, στο ακρωτήρι της Δύσης ή μήπως είναι στο ακρωτήρι της Ανατολής; Θα
επιστρέψω στην πατρώα γη, στα κατεχόμενα. Το αποφασίζω αμέσως, χωρίς
δεύτερες σκέψεις. Δεν ξέρω γιατί αναδύθηκε αυτή τη στιγμή η ανάγκη
τούτη. Θέλω να επιστρέψω έστω ως επισκέπτης, ως τουρίστας για την
ακρίβεια. Να τραβήξω ενδεχομένως και μερικές φωτογραφίες για να
τακτοποιήσω ξανά τις μνήμες και να έρθω σε επαφή με την αλήθεια. Να
διαγράψω το παραμύθι. Όχι την ιστορία. Η ιστορία δεν διαγράφεται. Ούτε
και ξαναγράφεται. Να γιατρέψω τις πληγές και να πιω ζωή από τις πηγές.
Σάββατο πρωί θα είμαι εκεί. Χαίρομαι. Όχι, δεν χαίρομαι. Μπορεί και να
χαίρομαι. Δεν ξέρω. Νομίζω περισσότερο λυπάμαι.
Επιστρέφω
λοιπόν ως πρόσφυγας που λαμβάνει άδεια να μπει για λίγες ώρες σπίτι του
για να το δει, να θρηνήσει, να συνειδητοποιήσει κι όμως να φύγει πάλι.
Πορεύομαι προς το παρελθόν μου για να ξεκαθαρίσω το παρόν μου και να
ονειρευτώ ελεύθερα το μέλλον μου. Επιστρέφω προσωρινά. Ταπεινά και
πένθιμα πορεύομαι, όπως κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όταν ακολουθώ την πομπή
του Επιταφίου. Έτσι νιώθω. Ακολουθώ ένα άγιο σώμα που υπάρχει επειδή το
πιστεύω, ένα σεπτό σώμα βασανισμένο, που όμως κάποτε θα αναστηθεί. Είμαι
ήδη στο οδόφραγμα. Στην πράσινη γραμμή. Εκείνη που χωρίζει το νησί μου
στα δύο. Στο Νότο και στο Βορρά. Ζω στο Νότο. Τα όνειρα και οι εφιάλτες
μου όμως, πολλές φορές έρχονται από το Βορρά. Εκεί γεννήθηκα. Είναι
όνειρα σκονισμένα, καπνισμένα, αμμόχωστα. Ίσως έχει έρθει το πλήρωμα του
χρόνου, για να τα ερμηνεύσω, να ξεσκεπάσω το θαμμένο παρελθόν. Να το
ξεσκονίσω σαν ξεχασμένο ιερό βιβλίο και να το ξαναδιαβάσω ή να το
ξαναγράψω ή έστω να το χρωματίσω. Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως τα
αμμόχωστα όνειρά μου είναι μαυρόασπρα.
Ο ένστολος στέκεται
απέναντι μου. Με κοιτάζει κατάματα, το ίδιο κι εγώ. Του δίνω την
ταυτότητά μου, συνεννοούμαστε αμέσως. Ξέρει ποια είμαι, ξέρει τι θέλω,
ίσως και να με κατανοεί ή να με συμπονά, ή απλώς κάνει τη δουλειά του.
Μπορεί και να με μισεί. Είναι πάνω κάτω στην ηλικία μου. Θέλω να τον
ρωτήσω από πού είναι μα δεν το κάνω. Δεν είναι ένας συμπατριώτης μου
αυτή τη στιγμή, είναι ένας ένστολος και στέκεται ανάμεσα στο παρελθόν
και το παρόν μου. Αν συμπεριφερθώ ψύχραιμα, θα με αφήσει να περάσω. Με
ξανακοιτάζει, μου επιστρέφει τα έγγραφα και μου επιτρέπει να περάσω
απέναντι. Στο Βορρά. Περνώ. Κι αμέσως ξεκινά μια ταινία μαυρόασπρη, με
ήχο και μυρωδιές. Από το ίδιο σημείο πέρασα στο Νότο πολλά χρόνια πριν
με άλλους ανθρώπους, άλλα συναισθήματα, άλλες ελπίδες, άλλους φόβους.
Στις 14 Αυγούστου, το 1974, κυνηγημένη από τις ερινύες που καταριούνται
τη χώρα μου αιώνες τώρα. Οι ήχοι και οι μυρωδιές επιστρέφουν. Κι εγώ
επιστρέφω στο σπίτι μου. Ανοίγω τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου, να
μη χαθώ.
Κουβαλώ αυτά τα μάτια από τότε που θυμάμαι. Δεν
είναι πίνακες, ούτε καθρέφτες. Είναι πηγάδια. Πηγάδια δίχως πυθμένα.
Άβυσσος η ματιά και κάπου ένα αντιφέγγισμα. Αυτά τα μάτια με οδηγούν
ετούτο το πρωινό, ετούτο τ’ ανοιξιάτικο πρωινό τ’ Απρίλη. Ω! Πόσα
χρόνια τ’ ονειρευόμουνα, πόσα βράδια το λαχταρούσα. Τα χέρια μου
καρφωμένα στο τιμόνι. Η ψυχή μου καρφωμένη στη μνήμη. Το σώμα μου
καρφωμένο στην ιστορία. Έχω μαζί μου συνεπιβάτες, συνοδοιπόρους τ’
αδέλφια μου και τα παιδιά μου. Είναι μαζί μου και δεν είναι. Δεν είμαι η
μάνα τους τώρα, είμαι απλώς ένα κορίτσι που πάει σπίτι του, που έχει να
πει τόσα πολλά κι όμως δε λέει τίποτα. Στόμα κλειστό, ερμητικά κλειστό
να μην πληγώσει τη σιωπή, να μην πει κάτι λάθος, επιτρέπονται μόνο
μικρές κραυγές χαράς, αυθόρμητες, άναρχες, άλογες. Είμαστε πέντε μικρά
παιδιά που γυρίζουμε στο σπίτι μας. Γιατί ετούτο το πρωινό γίνομαι πάλι
εφτά χρονών. Και τρέχω και πετώ και γελώ και φωνάζω και σιωπώ. Είμαι
εφτά χρονών και δεν λογαριάζω κανέναν. Και σιωπώντας ουρλιάζω την
αλήθεια μου. Κάνω βουτιές στη μνήμη, μακροβούτια στο τότε, μακροβούτια
στο πριν. Κατάδυση στο παραμύθι μου; Είμαι ήδη στην Αμμόχωστο. Όχι στα
όνειρα πια, τα αμμόχωστα. Στην Αμμόχωστο.
Ευτυχώς τα
μάτια μου είναι πηγάδια χωρίς πυθμένα, επειδή είναι απύθμενη η χαρά
μου. Δεν ακολουθώ πια τον επιτάφιο. Κρατώ λευκή αναμμένη λαμπάδα κι αφού
είμαι εδώ, αφού υπάρχω εδώ έστω και στιγμιαία, είναι Ανάσταση. Ανοίγω
το τζάμι του αυτοκινήτου μου να καταπιώ το γλυκόθερμο αέρα του τόπου
μου. Να καταπιώ το γλυκόπικρο νόστο. Κι αφήνω την ψυχή μου να
εξατμιστεί, να αναβλύσει, να γίνει δάκρυα ζεστά και να κυλήσει. Να
κυλήσει και να κυλιστεί στο χώμα της πατρίδας μου. Δάκρυα φυλαγμένα τόσα
χρόνια στο χρονοντούλαπο των ονείρων μου και της οργής μου.
Ο
τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο κάμπος της Μεσαορίας. Ο τόπος
μου! Ναι, έτσι είναι, όπως τον έβλεπα τα βράδια στα όνειρά μου – κάθε
βράδυ- από τα μικράτα μου. Όπως τον περιέγραφε ο παππούς, όπως τον
έντυνε με παραμύθια η γιαγιά, όπως τον θρήνησε η μάνα μου. Ο τόπος μου!
Αρχαίος τόπος, του Ομήρου. Ο κάμπος μας κατάσπαρτος, απλωμένος,
ευλογημένος, ευάλωτος, ταπεινός όπως αυτούς που τον καλλιεργούσαν. Η
θάλασσα. Η θάλασσα της Σαλαμίνας γαλανή, μυστήρια, απέραντη. Γνώριμη,
αγαπημένη σαν μητέρα, πανίσχυρη, αρχαία θεότητα. «Θυμάσαι που μ’
αγκάλιαζες με τη δροσιά σου, θάλασσα των παιδικών μου ονείρων;» Ρουφώ
με λαιμαργία τις αρχαίες εικόνες και μόνο αυτές είναι ο καημός κι ο
θαυμασμός μου. Ο κάμπος, τα κυπαρίσσια, οι αμμουδιές, τα χωράφια, τα
περβόλια, η θάλασσα, τα χαλίκια, ο ουρανός, τα βουνά. Όλα τ’ άλλα
είναι μικροσκοπικά, ασήμαντα, προσωρινά, ψεύτικα, θνητά κι αυτά που
βλέπουν τα απύθμενα μάτια μου είναι γιγάντια, αειθαλή, αληθινά. Είναι
ο τόπος μου! Σταματώ τ’ αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ρίχνομαι στο
κατάσπαρτο μ’ αγριολούλουδα χωράφι κι αφήνω τη φύση να με χαϊδέψει. Τον
ήλιο των προγόνων μου να μου ζεστάνει το πρόσωπο και τους ώμους. Τον
αγέρα να με καλωσορίσει με χαστούκια στ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Το
χώμα, το χώμα. Το χώμα που πατούν τα πόδια μου. Το άγιο χώμα της
Μεσαορίας, το ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα χώμα, του τόπου μου!
«Τότε
ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν, στα χώματά του. Κι ωστόσο
δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη, τόσον καιρό που έλειψε στα
ξένα. »
Μα εγώ την αναγνώρισα, την ξέρω την πατρική μου γη. Αιώνες
κι αν έλειπα γνωρίζω κάθε μια της σπιθαμή. Τα χέρια και τα μάτια με
οδηγούν σωστά. Είμαι μπροστά στο πατρικό μου κι είμαι εφτά χρονών και
σχολνώ απ’ το σχολείο και με περιμένει η μάνα κι η γιαγιά με φαγητό
αχνιστό κι αγκάλες. Είμαι στο σπίτι μου. Στους ίσκιους της βεράντας.
Προχωρώ. Το γιασεμί είναι εδώ κι ας γέρασε. Τα είδε όλα. Τα βλέπει όλα.
Βλέπει κι εμένα. Με αναγνωρίζει.. Τ’ αγριόχορτα, στον κήπο και στην
αυλή. Το νούμερο του σπιτιού στον τοίχο. Από το λερωμένο τζάμι η ζωή
μας, ταινία μαυρόασπρη. Κρυφοκοιτάζω. Είναι η μάνα μου εκεί; Είναι η
ψυχή της ή δεν είναι τίποτα; Περπατώ στην αυλή. Ακουμπώ στον τοίχο του
σπιτιού της γιαγιάς. Στο στάβλο, στο σσώσπιτο, στο φούρνο, στο
σιμιντίρι. Ακουμπώ την ψυχή μου στο παρελθόν. Δεν ακούω τίποτα. Μόνο
μυρωδιές. Όχι χρώματα, ούτε ήχους.
Μας ανοίγουν. Μπαίνω
μέσα. Η κουζίνα. Η μάνα μου, νεαρή κοπελίτσα μαγειρεύει και μου
χαμογελά. Είμαι εφτά χρονών και κάθομαι εκεί στο τραπέζι και τρώω με τ’
αδέλφια μου. Ανοίγω τα ντουλάπια. Μέσα είναι η προίκα της μάνας μου. Τα
θυμάμαι πολύ καλά εκείνα τα φλιτζάνια με τις κοπέλες πάνω στις κούνιες,
με τα ωραία φορέματα και τα ξανθά μαλλιά. Η μάνα μου δε μας άφηνε να
τ’ ακουμπήσουμε. Ήταν το καλό της σερβίτσιο. Μα εγώ τις γνωρίζω πολύ
καλά αυτές τις κοπέλες γιατί παίζω μαζί τους και τραγουδώ όταν κρυφά
τρυπώνω στο σαλόνι και χαζεύω τα γυαλικά και τα σερβίτσια και τις
φωτογραφίες. Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος 1972. Γεννήθηκε ο αδερφός μου.
Στη φωτογραφία χαμογελάμε. Από εκείνο το χαμόγελο μένει πια μόνο ο
χαμός. Προχωρώ στο σαλόνι. Οι κουρτίνες κρέμονται από τα παράθυρα,
θλιβερές, σκονισμένες, ξεχαρβαλωμένες μνήμες. Κόκκινο, βασιλικό βελούδο.
Έτσι τις παράγγειλε η μάνα μου. «Μα δε βρέθηκε ένα χέρι να τις
κατεβάσει και να τις πλύνει; Όπως τις έπλενε πάντα η μάνα μου με κρύο
νερό και σαπούνι και μετά τις σιδέρωνε κι ύστερα ξυπόλυτη τις κρεμούσε
πάλι με αργές κινήσεις σαν σε ιεροτελεστία.» Όλα με αργές κινήσεις να
τα ζήσω θέλω, να μην τελειώσουν, να τα χορτάσω ακόμα λίγο.
Ξυπόλυτη
πάνω σε κρύα μάρμαρα. Έτσι μου άρεσε να γυρίζω μέσα στα δωμάτια. Το
πάτωμα. Τα μάτια μου ψάχνουν στο πάτωμα. Εκεί γκρέμισα το δίχρονο
αδελφό μου και μάτωσαν τα χείλια του την ημέρα της εισβολής. Ήμασταν
εκεί όταν ακούσαμε τους βομβαρδισμούς και τ’ αεροπλάνα. Σκούπισα με το
φουστάνι μου το αίμα από το παρκέ, μην το δει η μάνα μου και
στεναχωρηθεί. Στο υπνοδωμάτιό της. Δεν μ’ αφήνουν να μπω. Είναι
κλειδωμένο. Το σέντε. Το σέντε ήθελα να το δω. Να το εξερευνήσω. Εκεί
κρύβονταν τα φαντάσματα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια
του, η αμαξού και οι κούκλες μου. Τώρα πια μπορώ να πάρω μια καρέκλα
και ν’ ανέβω να δω. Δεν είναι εδώ η μάνα μου, και τ’ αδέλφια μου δε θα
με μαρτυρήσουν. Αρπάζω μια καρέκλα. Ανεβαίνω, μου φαίνεται πως
ανεβαίνουν μαζί μου κι άλλοι, ψυχές που πλανιούνται στο χώρο. «Δεν
γίνεται», είπε αυτός που μένει στο σπίτι μου. «Δεν μπορείς ν’ ανέβεις
εκεί πάνω. Δεν το επιτρέπω». Κατεβαίνω από την καρέκλα, κάτω, χαμηλά
στο πάτωμα. Κατεβαίνουν και οι άλλοι μαζί μου, πένθιμα.
Γιατί;
Γιατί; Δεν υπάρχει απάντηση. Κι ούτε μ’ ενδιαφέρει αυτή την στιγμή.
Τόσα ερωτήματα, τόσα χρόνια, έμειναν μετέωρα, αναπάντητα. Αυτό, γιατί ν’
απαντηθεί; Τι σημασία έχει άλλωστε τώρα πια; «Δεν επιτρέπεται.» Τελεία
και παύλα. Κι είχα μια κρυφή ελπίδα πως θα ‘βρισκα εκεί πάνω τη τσάντα
μου τη σχολική με τα βιβλία μου της Πρώτης Δημοτικού και τα τετράδια με
τα στρογγυλά γράμματα. Νομίζω, πως γι’ αυτήν ήρθα και αυτήν αναζητούσα
τόσα χρόνια. Μα δεν είναι εδώ. Το σπίτι είναι εδώ μα η ζωή μας, όχι. Τα
έπιπλα είναι εδώ, μα τα κορμιά μας όχι. Η ψυχή μου είναι εδώ
εγκλωβισμένη και ήρθα να την ελευθερώσω. Ήρθα να ανοίξω τα παράθυρα, να
φύγει επιτέλους, να πετάξει ελεύθερη όπου θέλει. Να βλέπει κι άλλα
όνειρα, όχι μονάχα όνειρα προσφυγικά.
Βγαίνω έξω.
Πνίγομαι. Στην αυλή πίσω απ’ τα αγριόχορτα ήταν το ανάχωμα. Το είχα
ξεχάσει εντελώς. Και τώρα να το. Ζωντανεύει και τούτη η μνήμη, μαζί
του ζωντανεύει κι ο παππούς μου. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες έσκαβε με
τον δεκαεξάχρονο εγγονό του. «Εκεί μέσα θα κρυφτούμε όταν αρχινήσουν οι
βομβαρδισμοί», είπε. Και ο λόγος του ήταν προσταγή. Κατεβαίνω με δέος
τα έξι χωματένια σκαλοπάτια και ακουμπώ το δροσερό χώμα. Εκεί στα
σκοτεινά, αφουγκράζομαι τις συζητήσεις των μεγάλων για το κακό που μας
βρήκε. Για τους φόνους, τους βιασμούς, τα ορφανά, τους ανθρώπους που
τους έδιωξαν από τα σπίτια τους. Αισθανόμουν ασφαλής εκεί, στο πρόχειρο
καταφύγιο και ήξερα πως ο παππούς θα μας έσωζε. Τις κόρες του, τη
γιαγιά και τα εγγόνια του. Οι γαμπροί του έλειπαν στον πόλεμο. Ποιον
πόλεμο αλήθεια; Και με τι όπλα; Τους είδα τους θείους μου και τον πατέρα
μου, να φεύγουν. Δεν γνώριζα πού πήγαιναν μα φοβήθηκα να ρωτήσω. Στο
ανάχωμα έχουν φυτρώσει κίτρινες μαργαρίτες. Μια μυρμηγκοφωλιά στο βάθος
και σαλιγκάρια στα τοιχώματα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Οι άνθρωποι δεν
ενδιαφέρθηκαν να κλείσουν το μικρό λαξευτό τάφο. Ποιος ξέρει γιατί.
Ίσως κάποια παιδιά να παίζουν ακόμα κρυφτό εδώ μέσα, ίσως και να
φτιάχνουν γιρλάντες με τις μαργαρίτες.
Βγαίνω έξω, φεύγω.
Κλείνω αργά την καγκελόπορτα πίσω μου. Τότε, την έκλεισε η γιαγιά μου.
Πήρε μαζί της τα κλειδιά. «Γιαγιά μου, δεν κατάφερες να επιστρέψεις.
Έφυγες. Κι ο παππούς. Κι η μάνα μου. Μα αν ερχόσουν τώρα μαζί μας θα
‘ταν χειρότερα γιατί το σπίτι σου, τα κλήματά σου, το νοικοκυριό σου δεν
είναι πια εδώ. Ή μήπως έχετε έρθει ήδη πριν από μένα;»
Ο
άνθρωπος, μας φέρνει δυο τρεις φωτογραφίες και μας τις δίνει.
Οικογενειακές φωτογραφίες. Η θεία Νιόβη με το θείο Λούκα, τη μέρα του
γάμου τους. «Σου μοιάζει η γυναίκα», λέει. «Μόλις σε είδα θυμήθηκα τη
φωτογραφία». Ο ξάδελφός μου, ο Μιχάλης με κοντό παντελόνι και τιράντες.
Στηρίζεται πάνω σε μια κολόνα. «Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος, 1970». Τις
αρπάζω. Να τις πάρω μαζί μου θέλω. Οι φωτογραφίες είναι η μνήμη, είναι
οι άνθρωποι. Δεν ταιριάζουν εδώ. Πρέπει να τις πάρω μαζί μου. Τι να τις
κάνει ο ξένος; Γιατί τις φύλαξε άραγε; Ο άνθρωπος σκύβει να μου κόψει
ένα κλαδί γιασεμί. Να το φυτέψω λέει. Θα πιάσει. Δεν το παίρνω. Δεν το
θέλω. Να μείνει εκεί που είναι. Εγώ έφυγα πριν τόσα χρόνια. Μεγάλωσα.
Τώρα πια δεν είμαι εφτά χρονών.
Η εκκλησία του Αη-Γιώρκη
είναι μπροστά μου. Το σπίτι μου είναι χτισμένο απέναντι από το
καμπαναριό. Πηδώ πάνω από την καγκελόπορτα της εκκλησιάς αφού την έχουν
δεμένη με χοντρές σκουριασμένες αλυσίδες. «Σαράντα χρόνια αλυσοδεμένη η
καγκελόπορτά σου Αη-Γιώρκη μου, γιατί δεν πήρες τ’ άλογο και το σπαθί
σου; Γιατί δεν έγινες κοφίνι γεμάτο φωτιά να σε δουν και να σε
προσκυνήσουν; Πώς άντεξες όλα τούτα τα χρόνια μόνος σου γεράκο μου; Πού
κρύφτηκες; Γιατί εσύ δεν ήρθες μαζί μας. Ήσουν εδώ. Έμεινες να
προσέχεις το χωριό είπε η γιαγιά». «Και δε θα πειράξουν τα σπίτια μας
κόρη μου. Φοβούνται τον Άγιο». Αυτά έλεγε η γιαγιά μου, η Αγγελού, που
τον ήξερε τον Άγιο μας γιατί μιλούσε μαζί του κάθε δειλινό και μας
κάπνιζε με φύλλα ελιάς λέγοντας ξόρκια κι ευχές αρχαίες, που σίγουρα τα
‘χε μάθει από τον Άγιό μας. «Σαν τρέχει ο νήλιος, σαν τρέχουν τ’ άστρα,
σαν τρέχει το φεγγάρι...» Μια μισοσπασμένη καρέκλα. Αυτή έμεινε στην
εκκλησιά μας. Ούτε εικόνες, ούτε ξυλόγλυπτοι σκάμνοι, ούτε παγκάρι, ούτε
τέμπλο, ούτε πολυέλαιοι. Τίποτα. Χώρος ασφυκτικά κενός, γεμάτος
παρούσες απουσίες. Ο σταυρός στο καμπαναριό; Οι τοιχογραφίες; «
Άη-Γιώρκη μου, πού πήγες; Έφυγες κι εσύ τελικά; Και τώρα ποιος θα
προσέχει τα σπίτια και τα χωράφια μας;»
Στο δρόμο της
επιστροφής δεν είμαι πια εφτά χρονών. Τα μάτια μου δεν είναι πια
απύθμενα. Δεν ονειρεύομαι πια. Ξέρω! Είδα! Φεύγω από το σπίτι μου και
δεν είμαι εφτά χρονών. Δε φοβάμαι και ξέρω πού θα πάω αυτή τη φορά.
Περνώντας στο Νότο αισθάνομαι πως τέλειωσε ακόμα μια κηδεία. Έθαψα τις
αναμνήσεις μου. Έκλαψα τους νεκρούς μου. Ξεχρέωσα με τις Ερινύες.
Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού που έκτισα με το σύντροφό μου. Τώρα είμαι
σίγουρη. «Ξέχνα τα, ξέχασέ τα επιτέλους! Ή ξαναθυμήσου τα αλλιώς.
Πρόσφυγας, δεν είσαι πρόσφυγας πια. Πρέπει να ξεκολλήσεις, να το
ξεπεράσεις, να προχωρήσεις! Έκτισες μια καινούρια ζωή, ανήκεις εδώ,
ανήκεις παντού, δεν ανήκεις πουθενά, είσαι ελεύθερη.»
«Μητέρα,
τώρα ξέρω τι θα απαντώ όταν με ρωτούν από πού είμαι!» Ο γιος μου;
Είναι ο γιος μου αυτός που μου μιλά; Είχα πάρει μαζί μου και τα παιδιά
σ’ αυτό το ταξίδι; Μα πώς τα ξέχασα τόσες ώρες; Σε ποια ντουλάπια της
μνήμης και της λήθης τα κλείδωσα; Τι λέει Θεέ μου; Και γιατί αυτά του τα
λόγια με πληγώνουν; Γιατί αυτές του οι λέξεις, μου προκαλούν ρίγος και
φόβο; Στ’ αυτιά μου αντηχούν από τα βάθη των αιώνων τα λόγια του
Τηλέμαχου. «Αλλά του λόγου σου, τράβα στην κάμαρη σου και κοίτα τις
δουλειές σου. Το τόξο όμως είναι των ανδρών υπόθεση, όλων και προπαντός
δική μου, αφού σε μένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού».
«Γιε
μου, γιε μου και πώς θα καταφέρεις να διώξεις εσύ και η γενιά σου τους
μνηστήρες και τα μνημόνια από τον τόπο μας; Και δεν είναι πια απλά τα
πράγματα. Ποτέ δεν ήταν άλλωστε. Δεν είναι καλύτερα να εργαστούμε όλοι
μας για την ειρήνη, για την αλληλεγγύη; Έχουμε κουράγιο να θάψουμε κι
άλλους νεκρούς; Έχουμε την πολυτέλεια να ορίζουμε τη μοίρα μας ακόμη;
Και είναι το δίκιο με το μέρος μας ολότελα;»
Δεν ξέρω τι
να πω. Ποιος την γνωρίζει την αλήθεια; Αυτό που βλέπω με τα μάτια της
ψυχής μου πια, είναι ένας ήλιος που συνεχίζει ν’ ανατέλλει στον αρχαίο
κάμπο της Μεσαορίας κάθε μέρα ολόχρυσος. Είναι τα χρυσαφένια σπαρτά που
αιώνες τώρα φυτρώνουν και ωριμάζουν στα χωράφια. Ακούω τη θάλασσα,
στοργική μητέρα, που συνεχίζει να τραγουδά το υπέροχο τραγούδι των
κυμάτων σ’ όλες τις γλώσσες. Αφουγκράζομαι τον άνεμο να πολιορκεί τα
διψασμένα δέντρα της πατρίδας μου. Τη βροχή, λυτρωτικά να πέφτει και να
ξεπλένει τα σκονισμένα σπίτια της πατρίδας μου. Βλέπω παιδιά να
περπατάνε σαν από πάντα, ξυπόλυτα στα χώματα. Να στέκονται στην άκρη
κάποιου χωματόδρομου, να μας χαμογελούν και να κρατάνε κυκλάμινα και
μιτσικόριδα. Αυτά τα μιτσικόριδα εναποθέτω με ευλάβεια κι ελπίδα στα
χέρια των δικών μου των παιδιών. Δεν έχω κάτι άλλο.