Το βράδυ της αυτής ηµέρας
παρουσιάζεται µπροστά µου
ποιος νοµίζεις;
Ο µακαρίτητης ο πατέρας µου
κρατώντας αµφορέα µυκηναϊκό
µε διακόσµηση χταπόδι.
Τεράστια πλοκάµια να σκεπάζουν
ολόκληρη την επιφάνεια τ’ αγγείου
και µάτια ολόιδια µ' εκείνα του προγόνου µου
(του πρώτου εκ των Μυκηναίων
που κατοικήσανε την Κύπρο τη Β' χιλιετηρίδα π.Χ.
του πρόγονου του Ευαγόρα
του Ρε Αλέξη
του μοναχού Ιωαννίκιου
και του Κυριάκου Μάτση)
να µε κοιτάζουν βλοσυρά.
«Δεύτε λάβετε φως, επίγονοι πεπλανηµένοι.
Δεύτε λάβετε φως ίσως τα καταφέρετε να βρείτε την οδό
την άγουσαν προς την Αχαιών Ακτή.
Δεύτε πάντες οι πεπλανηµένοι επίγονοι
και πρώτος συ, υιέ µου, επίδοξε ποιητή,
που σ' ανατέθηκε, καθώς γνωρίζω, από τον πρώτο Μυκηναίο
να οδηγήσεις πάλιν - ως άλλος Μωυσής - τον εκλεκτό λαό του πίσω
στην πατρική του Γη. Δεύτε ... »
µονολογεί ο πατέρας µου κι αδειάζει στο τραπέζι
το περιεχόµενο του µυκηναϊκου αµφορέα
που προς κατάπληξή µου αποτελείται από δεκάδες
αρχαία πήλινα ειδώλια, που µόλις αντικρίζουνε το φως
παίρνουν πνοή ζωής, πηδούν απ’ το τραπέζι
κι έρχονται προς το µέρος µου σαν νέφος απ' ακρίδες.
Με δέος τα κοιτώ και προσπαθώ να τ’ αποφύγω µε κινήσεις
απεγνωσµένες του κορµιού και των χεριών, µ' αδυνατώ.
Αυτά σκεπάζουν το κορµί µου ολόκληρο
και νιώθω να τρυπούν - λες κι έχουνε κεντρί - τη σάρκα µου.
«Πατέρα, σε παρακαλώ, βοήθησε µε»
φωνάζω στον πατέρα µου µ' απόγνωση
που µε κοιτάζει ατάραχος και µε ψυχρότητα χειρούργου
την ώρα της εγχείρισης που προσπαθεί µε το νυστέρι του,
παρά τους πόνους τ’ ασθενή,
απ' το κορμί του ν’ αφαιρέσει την αρρωστημένη σάρκα
και να τον θεραπεύσει.
«Σου µεταγγίζουνε το φως τ’ αληθινό
που θα φωτίζει την καρδιά σου και τη σκέψη σου
για την επάνοδο στην Αχαιών Ακτή»
φωνάζει ο πατέρας µου κι εξαφανίζεται
αφήνοντάς µου τα ειδώλια, που παίρνουν στ' αναµεταξύ
τη θέση τους στον αµφορέα.
Δεύτε λάβετε φως ίσως τα καταφέρετε να βρείτε την οδό
την άγουσαν προς την Αχαιών Ακτή.
Δεύτε πάντες οι πεπλανηµένοι επίγονοι
και πρώτος συ, υιέ µου, επίδοξε ποιητή,
που σ' ανατέθηκε, καθώς γνωρίζω, από τον πρώτο Μυκηναίο
να οδηγήσεις πάλιν - ως άλλος Μωυσής - τον εκλεκτό λαό του πίσω
στην πατρική του Γη. Δεύτε ... »
µονολογεί ο πατέρας µου κι αδειάζει στο τραπέζι
το περιεχόµενο του µυκηναϊκου αµφορέα
που προς κατάπληξή µου αποτελείται από δεκάδες
αρχαία πήλινα ειδώλια, που µόλις αντικρίζουνε το φως
παίρνουν πνοή ζωής, πηδούν απ’ το τραπέζι
κι έρχονται προς το µέρος µου σαν νέφος απ' ακρίδες.
Με δέος τα κοιτώ και προσπαθώ να τ’ αποφύγω µε κινήσεις
απεγνωσµένες του κορµιού και των χεριών, µ' αδυνατώ.
Αυτά σκεπάζουν το κορµί µου ολόκληρο
και νιώθω να τρυπούν - λες κι έχουνε κεντρί - τη σάρκα µου.
«Πατέρα, σε παρακαλώ, βοήθησε µε»
φωνάζω στον πατέρα µου µ' απόγνωση
που µε κοιτάζει ατάραχος και µε ψυχρότητα χειρούργου
την ώρα της εγχείρισης που προσπαθεί µε το νυστέρι του,
παρά τους πόνους τ’ ασθενή,
απ' το κορμί του ν’ αφαιρέσει την αρρωστημένη σάρκα
και να τον θεραπεύσει.
«Σου µεταγγίζουνε το φως τ’ αληθινό
που θα φωτίζει την καρδιά σου και τη σκέψη σου
για την επάνοδο στην Αχαιών Ακτή»
φωνάζει ο πατέρας µου κι εξαφανίζεται
αφήνοντάς µου τα ειδώλια, που παίρνουν στ' αναµεταξύ
τη θέση τους στον αµφορέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου