του Νίκου Πενταρά
... Αφήνω κατά
µέρος τις φωτογραφίες και συλλογίζοµαι ...
Φέρνω στη
σκέψη µου την Ακανθού
τα δάση των
βουνοπλαγιών της
τις δαντέλες
των ακρογιαλιών της
και τα
τρεχούµενα νερά της.
Φέρνω στη
σκέψη µου τους Αχαιούς
τ’
αγκυροβόληµα των καραβιών τους στ’ Αφροδίσιον
την πιο ψηλή
βουνοκορφή της λατρείας τους
και τα ερείπια
του µεγαλείου τους.
Κατόπι
σκέφτοµαι τους εν δουλεία
που θάψαν την
οργή και την οδύνη τους στην έρηµο
που κρύψανε
τον ήλιο µε ψηλά οικοδοµήµατα
και ζουν υπό
σκιάν
οργίζοµαι, µα
πάλιν ηµερεύω, γιατί στο νου µου φέρνω
όλους τους
άλλους εν δουλεία τους αγνούς κι αθώους.
«Στο κάτω -
κάτω της γραφής αυτοί σε τίποτα δε φταίξανε,
γιατί να µην
µπορούν να δουν την Ακανθού;
Γιατί να ζούνε
στη δουλεία;»
Μονολογώ κι
ορθώνω το κορµί µου
κτυπώ το πόδι
µου στη γη κι αρχίζω να χορεύω την πυρρίχη
µαζί µε τις
ηρωικές µορφές των κάδρων
που κοσµούν το
σπίτι µου και µου θυµίζουν
όλους τους
απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής.
Μετά το ρίχνω
στους διθύραµβους
µέχρι που
παίρνω τη µεγάλη απόφαση
να πειθαρχήσω
δίχως καθυστέρηση
στα λόγια του
προγόνου µου,
του πρώτου εκ
των Μυκηναίων που κατοικήσανε την Κύπρο
τη Β'
χιλιετηρίδα π.Χ.
«Εσένα θέλω
αποστείλει, Ποιητή, στους εν δουλεία
απογόνους µου
για να τους
απαλλάξεις απ’ αυτή και να τους οδηγήσεις
πάλιν πίσω
στην Αχαιών
Ακτή».