Eλένη
Αρτεμίου-Φωτιάδου
Κρύα η έλλειψη
αυτή του αίματος
Μένω εικόνα
παγωμένη σ΄ένα διάλογο σιωπής
Βίοι παράλληλοι, ανεξερεύνητοι
όσο η ανθρώπινη μοίρα
οριοθετούνται εν
τέλει απ΄το αναπόδραστο
Και το παράθυρο
ανάμεσά μας αποξηραμένη άνοιξη
που δεν ανθίζει
καλημέρες και ευχές
Για τούτο κι έμεινε ο καθένας στο μουντό καιρό
του
πίνοντας πότε αργά
πότε γοργά τις βρόχινές του μέρες
σηκώνοντας
φουρτούνες κι αδιέξοδες ροές
Ποτάμια ήμασταν, ποτέ δεν συναντήθηκαν
μα άκουγε το ένα τη βουή του άλλου και πνιγότανε
Το ξέραμε, το
γράψαμε μια μέρα στη σκιά του βλέμματός
μας
Αν φώναζα τ΄όνομά
σου, θα μου απαντούσες σαν ηχώ
Αν το δικό μου
έκραζες, θα αντιδρούσα σαν
συν-ενοχή
Μα τώρα είναι αργά για τη στιχομυθία του Ανθρώπου
Ούτε ένα ψίθυρο δε
μας χαρίζει πλέον το αναπάντεχο
Εσύ μες στο μυστήριο
του σύμπαντος κι εγώ πια τόσο χαμηλά
να σκάβω επίμονα το χώμα με τα μάτια και τίποτα να μη φυτεύω
Λοιπόν, είκοσι χρόνια δέντρα δεν καρπίσαμε
Γι΄αυτό και
τρώγαμε ο καθένας παξιμάδι τη ζωή του
Νηστεύαμε χωρίς
μετάνοια, νερό και πίκρα κοινωνούσαμε
Είκοσι χρόνια,
λέω, σε ταξίδια δίχως συναντήσεις ,μοναχικοί μόνο σταθμοί
Όσο να καπνίσει η
ζωή ακόμα ένα φύλλο και να το ρίξει λίπασμα στη Λήθη
Και τώρα μονάχα η
απουσία προσκαλεί
Το δικό σου
πέρασμα στη θάλασσα με έσυρε στη σκέψη ναυαγό
Μα τι αλήθεια
προλαβαίνω;
Πόσο προφταίνω
ακόμα με τα δυο μάτια μου κουπιά
σπασμένα;
Κι ένα στερνό μας
πέλαγο
πώς μάζεψε στην
έρημο κι έχει απομείνει δάκρυ;
΄Επαινος
στον 33ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών : Φεβρουάριος 2015