Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΦΚΙΟΡΟΝ ΜΟΥ



Τζιύπρος μου, φκιόρον μου,
είσαι μες την καρκιάν μου
όπου τζι΄αν πάω τζιαί γυρνώ
είσαι στα σωθικά μου

Είσαι δκιαμάντι πάν΄στη γή
είσαι χρυσός τζιαί λάδι
τζιαί ούλλοι αζουλεύκουν σου
τζιαί τα καλά παινεύκουν σου
εχουν΄σε για καμάρι

Τζιύπρος μου, πονεμένη μου
φκιόρον της Μεσογείου
κανεί σε πκιόν να κουβαλάς
σταυρόν του μαρτυρίου.

Τζιύπρος μου, χρυσαφένη μου
με τα καλά παιδκιά σου
είσαι του κόσμου ομορκιά
της αδρωπιάς παρηορκά
βασίλισσα τζιαί φως μου

ΚΥΡ ΠΡΟΕΔΡΕ


Καθενας με τον πονο του
Και εγω με τον δικο μου
Τζιε σ’αρωτω κυρ προεδρε
Εν να παω στο χωρκομου?
Ο νεος γρονος εμπηκε
Τζιε τωρα καρτερουμε
Για τες συνομηλιες σας
Να δουμε τζιε εμεις που πατουμε !
Τζιε τωρα εγιανες ατζιαπας σου
Ναβρης τζιε την ληση?
Οξα παλε απο την αρχη
Εν να μας κοσιηνιζεις !!
Τζιε σημμερα να πας ποδα τζιε παλε εξοτερικα
Να τρεξεις που δυση ως ανατολη
Ταχαμου να τα ξεπλεξεις
,, εγιω θελω απαντηση κυριε
Τζιε θελω να το ξερω γιατι εγιω εγερασα
Τζιε δεν μπορω αλλον να περιμενω
Για τουτο θελω απαντηση
Με διχα αντηρρησεις να μου το πεις
Ξηκουτσουλλα μεν μου το ποειρησης
Θελω στο ριζοκαρπασο τζιε εγιω
Τζιε ο καθενας μας θελουμε τα χωρκα μας
Τζιε ουλλα πισω τα θελουμε με τα περιουσιακα μας
Γιαλουσα Λιοναρισσο Βαρωσι τζιε του Μορφου
Τζιερυνεια πενταδαχτυλο Πελλαπαις
Τζιε Καραβα τζιε αγιον Ιλαριων
Τουτα ουλα τα χωρκα τζιε ακομα αλλα τοσα
Που τον τζιερο που φυαμε ουλλα εγεριμωσα
Τζιε τα χωρκα μας καρτερου πισω για να στραφουμε
Σαραντα γρονια εν πολλα ειναι γεριμωμενα
Θελουση πισω να στραφουν στα σπιδκια τους ο κοσμος
Τζιε αναρωτιουμε τωρα αν θα δουν ξανα
Μετα απο τοσα γρονια αραγε πισω θα στραφουν
Ξανα τα χεληδωνια ?
Ποττε σου προσφηγα δεν καταλαβες
Ποττε σου τι τραβαει ουτε ποττε σου τι θα πει
Εσσω σου σαν θελεις να παεις
Θ’αθελα να σουν προσφηγας τζιε εσου για να τα χασης
Να χασης οσα χασαμε ετσι μονο θα καταλαβης
Να εχαννες τζιε εσου σπιδκια περιουσια
Τζιε να εθωρουν αν σ’αρεσκε νασιης φωδκια εις την ουσια
Συγνωμη που σου τα λαλω ετσι ομα τζιε ντοπρα
Μα ειχατο με την καρδκια τζιε εκατσα τζιε σου τοπα!!

Ο ΞΕΡΟΤΖΙΕΦΑΛΟΣ


Πιλέ μ ' ακόμα που τ 'αυκόν εσούνι εμ μπόν έβκεις
πουπανοτζιέφαλα τον νούν τζιαι τον χαμόν γυρεύκεις.

Αυτίν εβ βάλλεις κανενού τζι' η ξεροτζιεφαλή σου ,
ότι σου πει ακρώννεσαι τζι εν εδρώνει το φτίσ σου.

Εν ' εστιμιάζεις τους γονιούς που θέλουν το καλό σσου
τρέσιεις τους φίλους ταπισόν πον 'ναν ο ξιλιμμός σου ..

Μα τούτη στράτα πού πιασες του κάκου στράτα ένι
Εσιει στην υστερκά κρεμμόν που στο χαμόν σε παίρνει.

Να με σσε κουκκουφώ λαλείς με δίχα ένοιαν νάσαι
μα μαν ακρώνεσαι γονιού παραγωνιάς τζιοιμάσαι

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΤΗΣΗ του Νίκου Πενταρά


Ούτε τα φτερά του κρατικού αερομεταφορέα
άντεξαν στο βάρος των προσλήψεων
των παραλήψεων και των επαναλήψεων
των μετά ή άνευ χαρτοφυλακίου κρατούντων

ντροπιασμένοι
καθηλώθηκαν στο έδαφος οι ουρανοί
γιατί τ’ αεροσκάφη
Απόστολος Αντρέας, Μόρφου,
Αμμοχωστος, Κερύνεια, Πενταδάκτυλος,
Πράξαντρος, Ευαγόρας, Ονήσιλος
κι άλλα ονόματα που συνιστούσαν
την ταυτότητα του αγρινού
στην άτρακτο και στο πηδάλιο τους
δεν θα ξαναταξιδέψουν πια την περηφάνια του.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

ΜΕΓΕΘΥΝΤΙΚΟΣ ΦΑΚΟΣ .. της Αλεξάνδρας Γαλανού



Η άσπρη τρίχα
που φύτρωσε
στο δεξί φρύδι
δεν λέει να φύγει.
Επιμένει μάλιστα
κάθε πρωί
να συντονίζεται
με το ρυθμό της ρυτίδας
στο πλάι του αριστερού
ματιού.
Τα βράδια,
ως δια μαγείας, εξαφανίζονται
και οι δύο.

ΜΑΥΡΟΑΣΠΡΟ της Αλεξάνδρας Γαλανού



Από  την οπτική γωνία
μιας θύμησης,
λεπτομέρεια ασήμαντη
σα σφήνα στην καρδιά
η κόγχη μιας φωτογραφίας.
Κάποτε μαυρόασπρη,
κι άλλοτε πάλι, μετά από ώρα
φαντάζει έγχρωμη.
Όσο για τη χρονολογία,
κουράστηκαν τα μάτια
να την ψάχνουν.

Διαχρονική κι επίμονη
παρέμεινε η στιγμή,
στο τέταρτο συρτάρι αριστερά.

Στις Γωνίες των Λέξεων (μικρά αποσπάσματα) της Αλεξάνδρας Γαλανού

Της ακίνητης Κυριακής
Η ανία
Σε σκέψεις κιλά
Αργόσχολες
Μνήμης εκδρομές
Τυμβωρυχίες ερώτων.
Κι ενώ η μέρα
Σε προσπερνά
Αναποδογυρίζω
Τα συρτάρια
Και προσπαθείς
Γυαλίζοντας τις θαμπές πια αναμνήσεις να θυμηθείς…
Πότε πήρες το πρώτο σου φιλί;
Καλοκαίρι στους αμμόλοφους
Ή ένα απόγευμα που έβρεχε πολύ;
Τι χρώμα είχαν τα μάτια του;
Άραγε το πουκάμισο που φόραγε
Να ήταν θαλασσί;


 .....................................


 Ανάμεσα στη γραμμή του ήλιου
Και την καμπύλη της νύχτας
Πλάθω ένα ποίημα
Σαν στρογγυλεμένο παραμύθι.
Είναι οι λέξεις του χωρίς γωνιές,
Καιρό πολύ στίλβωνα
Μέχρι να γίνου λείες.
  

 ...................................

  Ανέστιος περιφέρεται σε απαστράπτοντα σαλόνια.
Γονυπετής σε σκοτεινούς διαδρόμους σέρνεται.
Λεχρίτης συνεπής της κάθε εξουσίας.
Κάποτε Πράσινος, άλλοτε Βένετος συγχνά Πρασινοβένετος.
Το χρώμα δεν έχει σημασία μόνο η Σημαία Ευκαιρίας.

 ......................................


Ο Αστροσυλλέκτης Ποιητής
Αλιευτής ονείρων
Ασκητής του ελάχιστου
Χορευτής του διάφανου
Μύστης της άχρονης στιγμής.

Τα 12 ομορφότερα Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια (Προσωπική εκτίμηση)

 Η Κύπρος είναι ένα από εκείνα τα τμήματα του Ελληνισμού που ανέπτυξε πλούσια παράδοση. Η παράδοση αυτή αντιπροσωπεύεται κυρίως από την Δημοτική ποίηση, που εντυπωσιάζει με τον πλούτο των εικόνων, των στίχων, των τραγουδιών της μουσικής. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτή την παράδοση τολμάμε, με προσωπική ευθύνη να αναρτήσουμε τα 12 πιο όμορφα, πιο δημοφιλή Δημοτικά τραγούδια της Μεγαλονήσου. 


( σημ: Τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών των Βίντεο ανήκουν όπως είναι απόλυτα φυσικό,  στους δημιουργούς τους)

12. Λούλλα μου, Μαρούλλα μου

 Εψές η νύκτα ’σιόνιζεν,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Τζ’ εγιώνι μεσ’ τ’ αγκάλια σου,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
κρυότην εν ένωσα.

Εψές η νύκτα μια ήτουν, Λούλλα μου...
τζαι πόψε δκυό γινήκαν.
Τζ’ εν οι καμοί σου μουζουρού, Λούλλα μου...
τζ’ εξηφανερωθήκαν.

Νωστά π’ αγαπηθήκαμεν, Λούλλα μου...
έππεφτα τζ’ εν εκάμμουν.
Τζ’ ελάλουν: Παναΐα μου! Λούλλα μου...
οι άλλοι πώς βαστάγνουν!

Εις τον γυρόν της θάλασσας, Λούλλα μου...
να πα’ να ορκιστούμεν.
Τζ’ ωσπόσ’ η θάλασσα νερόν, Λούλλα μου...
να μεν ποχωριστούμεν.



  =======================================

  11. τα ριάλια

Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή


Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού `ντα
ο πεζεβέγγης που τα `χει στη πούγγα, ω, ω


Εσύ `σαι ο καθρέφτης, το καθαρόν γιαλίν
το καθαρόν γιαλίν, ω, ω
που φέγγει στην Ευρώπην και στην Ανατολήν


Τα ριάλια...


Ίντα τραγούδιν να σου πω, μάνα μου να σ’ αρέσει
μάνα μου να σ’ αρέσει, ω, ω
που έχεις αγγελικόν κορμί και δαχτυλίδιν μέση


Τα ριάλια...


Στην σκάλα που ξεβαίνεις, να ξέβαινα κι εγιώ
να ξέβαινα κι εγιώ, ω, ω
και εις κάθε σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ
Τα ριάλια...


======================

 10.  τριανταφυλλένη μου


Τζι’ αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να `ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω


Μεν φοηθείς την μάνα σου
μήτε κανεναν αλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.


Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι την μάνα μου
τζιαι πε της "πού εν ο γιος σου;"


Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις


Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλενη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα


Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλη μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.


Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστουν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιες
κάμε τες να με κλάψουν.


Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.


Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω

  ===============================


9. Ψηντρή βασιλικιά μου

 Ψηντρή βασιλικιά μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου


Έβκα στο παραθύρι κόρη το γυάλλενον
να δω το πρόσωπό σου το σιμιγδάλενον


Στην σκάλα που ξεββαίννεις να ξέββαιννα κι εγιώ
σκαλίν και σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ



  ===========================


 8. το θαύμα του Απόστολου Ανδρέα 


Θεέ μου παντοδύναμε, δοξάζω το όνομά σου,
πάλε ζητώ τη χάρη σου τζε τη βοήθειά σου.
Πρόκειται περί θαύματος, του Αποστόλου Ανδρέα
να το φωνάζω να ‘ακουστεί στη γενεά τη νέα.


Για μια γυναίκαν πο’χασεν, το ακριβών παιδί της
που το’χε για παρηορκάν τζε μέλλον στην ζωήν της.
Είχε δεκατριών γρονών, παιδίν τζι ανάγιωνέντον
τζε Παντελή στο όνομα αυτή ονόμαζέντον.


Μίαν ημέραν έξαφνα, ο Παντελής εχάθει
τζι έβαλεν τη στα βάσανα τζε σε μεγάλα πάθη
Επιάσασειν τον Παντελή, χωρίς κανείς να ξέρει
επήραντον μέσα βαθκιά, στα τουρτζικα τα μέρη.


Ει στα σχολεία στέλνουντον, καλά τον εσπουδάσαν
Κατόπιν Χότζα κάμνουν τον, τζ’υστερα ησυχάσαν.
Τώρα ας τον αφήκουμεν εκεί να τους θκιαβάζει,
τζι ας έρτουμε στην μάναν του που είχε το μαράζει.


Είκοσι γρόνια έκλαιε για τουντην ιστορία
τζι Ανδρέας ο Απόστολος, λυπήθειν τη Μαρία.
«Όμως στην Κύπρον» είπεν της «πρέπει να ξεκινήσεις,
για να ‘ρτεις εις τη χάρη μου, διά να προσκυνήσεις».


Ο Άγιος δοξάζω τον, πως ε’ να τα γιουτίσει
πιάνει τζ’ο Χότζας προς τα ‘κει, στην Κύπρο να γυρίσει.
Αφού εν θέλημα Θεού τζε θαύμαν των Αγίων
φέρνουν τους ράστην τζε τους θκιο, να μπούσι σε ένα πλοίο.


Ο Χότζας άμα τζ’είδεν την, γνώρισε τη Μαρία,
πως ήταν η μητέρα του, βεβαίως η ιδία.
Άψασειν πάνω του φωθκιές, λαμπρά τζε δε βαστάνει,
πάει κοντά της τζε ‘κατσε ευθείς, τζαιρό δε χάνει.


Λαλεί της «Πες μου να χαρείς, ποιον είναι το όνομά σου
τζε ποιον είναι το μέρο σου, σωστό με την καρκιάν σου.»
«Τό όνομά μου» λέγει του, «Με λέγουσιν Μαρία,
τζε η πατρίδα μου σωστά, που την Μικράν Ασία.»


Λαλεί της «Που τα λόγια σου τζε που την ιστορία,
θα ‘χεις παιδί στον πόλεμο, εσύ τζυρά Μαρία»
Αμέσως αναστέναξε τζε έκλαψεν η Μαρία
«Ας ήταν εις τον πόλεμον, Χότζα τζε να τον είδα»


«Πες μου», λαλεί της, «να χαρείς, τα μάδκια τζε το φως σου,
ίσως τζε ξέρω τίποτε τζε πω σου για το γιό σου»
«έχει στο πρόσωπον ελιά τζε εις το στήθος άλλη,
τζε εις τη βούκκαν την δεξιά, δευτερήν πιο μεγάλη»


Λαλεί της «Είναι ζωντανός, ο γιός σου που γυρεύκεις
τζε Παντελής στο όνομα τζυρά αν δεν πιστεύκεις»
Λέει του, «Πες μου να χαρείς αν είδες το παιδί μου
τζε γίνου Αγι’Αρχάγγελος τζε πάρε την ψυχήν μου».


Λαλεί της, «Φερ ‘το χέρι σου, μάνα να το φιλήσω
τζε γλυκοφίλαμε τζε ‘συ, να σου ομολοήσω.»
Αφού εφάνερώθηκεν το θαύμαν του Αγίου
έγινηκεν ανάστατον το πλήρωμα του πλοίου.


Πως ήταν μάνα τζε παιδί, άμα βεβαιωθήκαν,
ούλοι που την συγκίνηση, τα κλάματα λουθήκαν.
Παρασκευήν ή Σάββατο νομίζω του Λαζάρου,
Έφτασαν εις τη Λάρνακα, που ‘χει να ξεμπαρκάρουν.


Μέσα στον ‘Αι Λάζαρο ευτείς τους οδηγήσαν,
τη γρέα τζε τον Παντελή, τζούλοι επροσκυνήσαν.
Μέσα στη Σκάλαν έγινε τότε γιορτή μεγάλην,
που στράφηκεν ο Πάντελης στην πίστην που’τουν πάλι.


Είκοσι γρόνια χασιμιός, σαν να’ταν πεθαμένος
που’ταν από την μάναν του, μακρά αποχωρισμένος.
Είναι πολλά τα θαύματα, στον κόσμο που γινήκαν
είχε τυφλούς που βλέψασειν τζε το διηγηθήκαν.


Απόστολε Ανδρέα μου, η χάρη σου μεγάλη
που ‘χεις την έκκλησία σου κοντά στο Παραγιάλι.
Απόστολο σ’ανάδειξεν Ο Πλάστης τζε Θεός μου,
δοξάζω σε που βοηθάς τζε με τζ’ολου του κόσμου.
  ==============================

7 . Χριστουγιαννιάτικα κάλαντα 

Καλήν εσπέραν θα σας πω
τζιάν(κι αν) είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεια γέννηση
να πω, να πω στ’ αρκοντικόν σας.


Χριστός γεννιέται σήμερον
εν(στην) Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί, μαζί τζι’ η φύσης όλη.


Γεννιέται μες το σπήλαιον
στη φάτνη των αλόγων
ο βασιλιάς των ούρανων
τζι ο πλά τζι ο πλάστης ημών όλων.


Αντζιέλοι εις τον ουρανόν
ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαι να το φανερώνετε
των νυ των νυκτοβάτων πίστης.


Που την Περσίαν έρκουνται(έρχονται)
τρεις μάγοι με τα δώρα
τζι’ έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο τους οδηγά στην χώραν.


Το Πάσκαν που `ν’ να τρώετε
εις το αρκοντικόν σας
δώστε τζιαι κανενού φτωχού
απού απού το φαγητόν σας.


Χρονιά πολλάνα ζήσετε
να `στε ευτυχισμένοι
τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν
να `σα να `σαστεν πλουμισμένοι.

  ====================================

6 . Γιασεμί μου 

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου


Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου
======================================

5. η βράκα 



Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.


Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν τζι εσάριζεν
την στράταν.
 

Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.
 

Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

 

Ε, καλλίτερα πανταλονάν
καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την τζι ας εν με την
κομμάταν
 

Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;


============================================

4.  Τηλλυρκώτισσα

Εσει έ βερεβε ναν
ά βαραβα στρον
τζι ε βερε ν μιτσίν
μες τους βουρουβου ς
εφτά βαραβα πλανή βιριβι τες
για βαρα λουρου βουρου δα μου.


Τριαλάλα λα λα........


Τζι επιά βαραβα σαν με βερεβε
μες τη βιρβι ν καρκιάν
τα λό βοροβο για
που βουρουβου μου
εί βιριβι πες
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.


Τριαλάλα λα λα........

Επή βιριβι αν τζ ει βιριβι παν
της βιριβι ς πελλής
πως έ βερεβε ν να πά βαραβά ω
πέ βερεβε ρα
για βαρα λουρου βουρου δα μου.


Τριαλάλα λα λα........

Τζι εμά βαραβα εψε βερεβε ν
την θά βαραβα λασσαν
τζε ασή βιριβι κωσέ βερεβε ν
αγέ βερεβε ραν
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.


Τριαλάλα λα λα........


Έσιει έναν άστρον τζι εν μιτσίν1 μες στους εφτά πλανήτες,
τζι επκιάσαν με μες στην καρκιάν τα λόγια που μου είπες.

Επήαν τζι είπαν της πελλής2 πως εν να πάω πέρα3
τζι εμάεψεν τη θάλασσαν τζι εσήκωσεν αέρα.


1μιτσίν: μικρό
2πελλή: τρελή
3πέρα: ξενιτιά

=========================================
3.  Αγάπησά την `πού καρκιάς

Αγάπησά την `πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

Αγάπησά την `πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά `που το στενόν της

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

"Αγάπησά την που καρκιάς, τζι είχα το για καμάριν,
μα τζείνη περιπαίζει με, που να την δω κουβάριν!"

Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δώσ’ μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς


==========================================
2. Αν βουληθώ

 Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!



  ==================================
1.  Τέσσερα τζιαι τέσσερα


Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.


Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.


Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.


Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.


Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.


Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.


Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.


Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.


Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,


να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δε θα τον ξαναδεί.


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Μια λεύκα στην Κακοπετριά / Μόντης Κώστας




Αυτή η λεύκα στη ρεματιά
που λέει «όχι» και λέει «ναι»
και λυγίζει και δε λυγίζει
και γυρνά εδώθε και μας κλείνει το μάτι για τον άνεμο,
και γυρνά στον άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια1
 στη θάλασσα,
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια στις βουνοκορφές
κι ερωτεύεται
και γαργαλιέται
και σπαρταρά απ’ τα γέλια
που λες θα της πέσουν τα φύλλα,
κι αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια2
και γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι
«ελάτε τώρα, ελάτε τώρα»!
Αυτή η τρελή λεύκα
που θα κρεμαστεί το χειμώνα απάνω της η ελπίδα
της χαράδρας,

αυτή η τρελή λεύκα
που θ’ απογυμνωθεί το χειμώνα
για να μπορεί να λέει «όχι» στους χιονιάδες του Τροόδους,
που θ’ αποβάλει τον έρωτα και τα συναφή
και θα μείνει γυμνή ψυχή,
και θα μείνει γυμνή κάθετη ψυχή
για να πει τ’ «όχι»
τώρα που είν’ ανάγκη να το πει,
τώρα που δεν υπάρχουν πια περιθώρια για παιγνίδισμα,
για να πει τ’ «όχι»
τώρα που το χρειάζεται η χαράδρα.



Κώστας Μόντης, Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω, Λευκωσία 1974

Επιγράμματα ΧΧVI


Κύπρο μου, από τα δέντρα σου την χαρουπιά πονώ˙
πάντα σγουρή και πράσινη, μηδέ βροχή δεν θέλει˙
γεννά απ’ της ρίζας τον χυμό καρπό παντοτινό˙
ραβδίζουν την αλύπητα κι αυτή τους δίνει μέλι.


Σίμος Μενάρδος, Επιγράμματα, Αθήνα 1930

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Το τραγούδι της Παναγίας του Κύκκου




Άστραψεν η Ανατολή κι εβρόντησεν  η Δύσι
κι εχαμηλοπουμπούρισεν* η Πέτρα του Λιμνίτη·
απόχει ευχαρίστησιν, ας έρτει ν' αγροικήσει,*
να κάμω τ' αμματάκια του να τρέξουν σαν την βρύσιν,
γοιάν*  τα νερά τα τραξιμιά, που δεν έχουσιν στήσιν,
την Δέσποιναν και τον Χριστόν για να δοξολογήσει·
Τέτοιαν Κυράν και Δέσποιναν ποιός το 'λέγεν να φύγει,
να πάει κάτω στον γιαλόν να κάμει αρκόν ταξίδιν!*
Πάνω στου Κύκκου το βουνίν κτίζουν της μοναστήριν,
κτίζουν την εκκλησίαν της με ούλον κεραμίδιν·
αππέσω κτίζουν τα κελλιά κι αππέξω σιμιντήριν,*
αππέσω μαζευτήκασιν κάμποσοι καλοήροι·
ακόμ', αν δεν πιστεύγετε, οι πεύκοι 'ν γονατισμένοι,
που διάβαιννεν η Δέσποινα, τέτοια χαριτωμένη.
Στους τόπους, απού διάβαιννεν, τα δέντρη ούλα τρίζαν,
και σείζουνταν οι μούττες τους, χαμαί στην γην εγγίζαν,
δίχως στραπές, δίχως βροντές πως μυλλοψιχαδίζαν*
τα νέφη πα* στους ουρανούς, μαζίν της εγυρίζαν!
Ούλες κυράδες τες λαλούν, ούλες κυράδες είναι,
μα, σαν του Κύκκου την Κυράν, άλλην κυράν δεν έχει,
πρώτον διαβαίνν' η χάρις της και ταπισόν ηβρέχει.
Όντας θελήσ' η Δέσποινα να βγει να διακινήσει,
ούλος ο κόσμος τρέμει την, π' Ανατολήν ως Δύσιν·
όντας θελήσ' η δέσποινα να βγει που το θρονίν της,
οι αρχαγγέλοι παίρνουν την εις τον μονογενή της·
Αννοίξαν οι εφτά ουρανοί να μπ' Κυρά του κόσμου.
Που την θωρεί ο γυιούλλης της, επροσηκώθηκέν της,
στον θρόνο που εκάθετουν, εκεί εκάθισέν την.
«Καλώς την την μητέρα μου με τα καλά του κόσμου,
και να μου π' η μητέρα μου ίντα καλά έχει ο κόσμος.»
Τετάρτην και Παρασκευήν ζυμώννουν και φουρνίζουν,
το γείρμαν του μεσομεριού σαρίζουν* και καπνίζουν,*
Κυριακήν που το πωρνόν πλυννίσκουν* και ραντίζουν
πιάννουν τα ποφρουκάλιδα* και την αυλήν παστρίζουν.*
Το Σάββατον που το πωρνόν λαμπάδες αγοράζουν,
Κυριακήν αφταίνουν* τες και κλαίσιν και φωνάζουν,
ψάλλουν το «Κύρι' ελέησον», εσέν κι εμέν φωνάζουν.
Και μίαν Κυριακήν πρωίν, προτού την Λειτουργίαν,
λαμπάδαν της εστείλασιν κανίσσιν* απού πέρα,
κείνη λαμπάδα δεν ήταν, μονόν ωσάν νεφρίδιν·
πιάννουσιν τρεις και τέσσερεις και πέντε καλογήροι,
στηννουν την δεν ηστήννεται, κρούζουν την δεν αφταίνει.
Η Δέσποινα αρωμάτισεν έναν καλογεράκιν
που τόστειλεν η μάνα του εις την Μονήν σκλαβάκι.*
«Γυιέ μου, πε* του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου
λαμπάδα που μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν, μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει, κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σωκώθην το καλοηρίν του ύπνου μαραμμένον,
εφόρησεν τα ράσα του, γοιάν ήταν μαθημένον,
ενίφτην κι εσφογγίστηκεν και πάει στον γουμένον:
Και καλημέρα δάσκαλε και πρώτε των γερόντων,
κρόστου με*, αφέντη δάσκαλε, και ό,τι σου πω να ποίσεις,
εψές είδα έναν όρωμαν και να μου το διαλύσεις·
εμέναν η Κυρία μας αναρωμάτισέν με,
σαν εκοιμούμουν όμορφα, ήρτεν κι εξύπνισέν με.
«Γυιέ μου, πε* του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε το γουμένου
λαμπάδα που μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν, μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει, κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σηκώθην καθηγούμενος, χαμαί την εξαπλώννει,
εννιά βαρέλλες έφερεν, παρούτην τες γεμώννει,
και όση επερίσσεψεν χαμαί την εσσιονώννει.
Κάτω στο Στρουμποπόλεμον* κτίζουν της το μετόχιν,
έχει και το κουπάιν* της, έχει και τον βοσκό της.
Κάνεναν πράμαν δεν έχει σαν την Κυράν του Κύκκου
βασίλισσαν την έχομεν δα μέσα, πον η Κύπρου.
Εις την Αγίαν της Μονήν βάλλει βουλήν να πάσιν,
Άγιον Φώτην, στον Στατόν, Γαλαταριάν, Κοιλίνειαν
οι Παναγιώτες τ' άκουσαν, βγαίνουν που τα καμίνια,
ετρέξαν εις την χάριν της να πάσιν να την δούσιν,
γιατ΄ είναι βασταγάρηδες κι αλλού δεν πολεμούσιν.
Απού το ξέρει να το πει τρεις φορές την μέραν,
ππέφτει λαμπρόν* δεν κάφκεται, με ποταμός τον πέρνει,
στην κρίσιν, που κρινούμαστεν, εκείνος δεν πηγαίννει,
Στο Άγιον Όρος να βρεθεί, να μην αροθυμήσει,
την ώρα του θανάτου του εννά την αγρωνίσει,
άγγελος που τον ουρανόν εννά τον βοηθήσει·
τ' Άγια Πάθη του Χριστού να πα να προσκυνήσει,
και πάλε να μεταστραφεί κι εμάς να χαιρετίσει.
Εκείνος απού το 'βγαλε όμορφα ποίησέν το
και αναμπροστά της Δέσποινας αναζωγράφησέν το.
Πάνω στα δένδρη τα ψηλά, πουλλάκια, κιλαδάτε,
ζωήν και χρόνια να ΄χετε όσοι κι αν αγροικάτε,
Δέσποινας πρέπει δόξασι κι εμέναν τ' ως πολλά 'τε.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

01. εχαμηλοπουμπούρισεν = βρόντηξε χαμηλά
02. αγροικήσει = ακούσει
03. γοιάν = σαν
04. αρκόν = ταξίδι που αργεί, μεγάλο ταξίδι
05. σιμιντήριν = ψηλός πετρόκτιστος τοίχος
06. μυλλοψιχαδίζαν = ψιχαδίζαν λίγο. Από τη λέξη μυλλόν = μήτε βρεγμένο μήτε στεγνό
07. πα = πάνω
08. ιλιώ = λιώνω
09. σαρίζουν =σκουπίζουν
 10. καπνίζουν = θυμιατίζουν
11. πλυννίσκουν = πλένουν
12. ποφρουκάλιδα = μικρές φρουκαλιές
13. την αυλήν παστρίζουν =  κάνουν την αυλή πεντακάθαρη
14. αφταίνουν = ανάβουν
15. κανίσσιν = δώρο
16. σκλαβάκι = υπηρέτης
17. πε = πες
18.άψει = ανάψει
19 κάφκεται = καίγεται
20. κρούζουσιν = πέρνουν φωτιά
22. αγιολέος = άγιον έλεος
23. (α)κρόστου με = άκουσε με
24. Στρουμποπόλεμον = τα χωριά Στρουμπί και Πολέμι
25. κουπάιν = κοπάδι

26. λαμπρόν = φωτιά


Άσμα της Μονής του Κύκκου



Κύκκου, Κύκκου το βουνί μαναστήρι να γενεί
και χρουσή Κυρά να μπει και ποττέ να μεν εβκεί.
Εκεί χαμαί συνάχτηκαν καμπόσοι καλοήροι,
εχτίσασι μίαν εκκλησιάν με ούλον κεραμίδι.
Και μιαν αΐαν Κυρκακήν, δεσποτκήν ημέραν,
λαμπάδα της επέμψασι της Δέσποινας που πέρα,
που πέρα που την Βενετάν, που μέσ' την Εγγλιτέραν.*
Πιάννουν την πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσασιν  κ΄εβάλαν την μέσα στο μαναστήρι,
στέκουν την και εν στέκεται, κρούζουν την* και εν αφταίννει*
επιάσαν κ΄ εκουμπίσαν την εις μίαν γωνιάν του τοίχου.
Είχεν ένα μικρόν παιδίν, έναν καλοηρούιν.
Την νύχτα η Κυρά μου πήε ρωμάτισέ το:*
«Ξύπνα, ξύπνα, μικρόν παδίν, και μεν αροθυμήσεις.*
Γυιέ μου , πε του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου,
γυιέ μου, πε του δασκάλου σου να κάμει σαν σου λέω.
Λαμπάδα που μου πέψασι μεν πιάσει και την κρούσει,
γιατ΄ αν την κρούσει, κρούζεται* μέσα  το μαναστήρι
και κρούζουν ούλα τα κελιά κ ούλοι καλοήροι.
Λαμπάδα που μου πέψασι να πιάσει να την λύσει,
να κάμει λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορέσει,
να πάει πάνω στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσει,
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσει».
Σηκόννεται μικρόν παιδίν, του ύπνου μαραμένον,
και τρέχει το μικρόν παιδίν, στον δάσκαλο του πάει
και «ξύπνα, ξύπνα, γέροντα, κ' έχω να σου μιλήσω:
Εμάνα η Κυρία μου εψές ρωμάτισέ με·
λαμπάδα που της πέψασι μεν πιάσεις και την κρούσεις
γιατ' αν την κρούσεις κρούζεται μέσα το μαναστήρι,
κρούζουσιν ούλα τα κελλιά κι ούλοι οι καλοήροι.
Λαμπάδα που της πέψασι να πιάσεις να την λύσεις,
να κάμεις λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορήσεις,
να πάεις πάνω στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσεις,
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσεις.
Εκείνος που την έστειλεν ένι ένας Εβραίος,
κ' εκείνος που την έφερεν  εν μυροβαφτισμένος.
κ' εκείνος που την έστειλεν ας εν' καταραμένος,
κ' εκείνος που την έφερεν ας εν ευλοημένος.»
Σηκόννεται ο γούμενος κι ό,τι του είπε κάμνει.
Πιάννουν την πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσαν την κ' εβκάλαν την που μεσ' το μαναστήρι.
Σαν πεύκον την ερρίψασιν, δεντρόν την πελεκούσιν,
εβκάλασι που μέσα της εννεά κάρτους καντρέθια*
και δεκαπέντε πούρπουρην* κι οχτώ κάρτους κεσμέδες,*
και το κερίν ελύσασιν κ' εκάμασιν λαμπάδια,
κ' εκάμαν και κερκά ψιλά όσα κι αν ημπορούσαν,
κι επήαν πάνω στα χωρκά ούλα και τα πουλούσαν.
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν, τίποτες εν αφήκαν.
Που το λαλεί να χαίρεται, που τα λαλεί ν' αγιάσει,
και που το συνερκάζεται χίλιους γρόνους να φτάσει.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

1. Εγγλιτέραν = Αγγλίαν
2.  κρούζουν την = την ανάβουν
3. αφταίννει = ανάβει
4. ρωμάτισέ το = παρουσιάστηκε στ' όνειρό του
5. αροθυμήσεις = φοβηθείς
6. κρούζεται = καίγεται
7. καντρέθια = σφαιρίδια
8. πούρπουρην = μπαρούτι

9. κεσμέδες = μέτρα για το μπαρούτι