Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

O χωρισμός / Παπαλαζάρου Νεόφυτος



Tο φεγγάρι απόψε είναι πιο φωτεινό,
λες και μας στέλνει
το στερνό του αντίο,
στ’ ατέλειωτα βράδια του αναπόφευκτου χωρισμού,
αγγελιοφόρος μιας μακρινής αγάπης.

Mη με σκοτώνεις / Παπαλαζάρου Νεόφυτος


Tώρα που το χαμόγελο έσμιξε στα χείλια μου,
μη με σκοτώνεις,
γιατί κομμάτια κι αν γίνω, θα ανασυγκροτούμαι,
και σαν φάντασμα θα πλανιέμαι,
διαπερνώντας βουνά και κάμπους που
τα μάτωσε η οργή μου,
σε πολιτείες και χωριά, που σαν σίφουνας
διαπερνά ο θυμός μου.
Tώρα που πήρα το άπειρο ύψος μου
μη με σκοτώνεις.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΑΓΧΟΝΗ ΚΑΙ ΕΡΩΣ / Ιωσηφίδης Ιωσήφ


Λύα, να κι η επιστολή μου στον Κυβερνήτη Κύπρου,*
ίδια και στον κλέφτη Πρέσβη ενενήντα χρόνια πριν.**

‘You, diabolic kleptomaniac, catastropher of History,
ironic egoist, sarcastic, sycophantic hypocrite, pause
your metallic tyranny over our authentic thesaurus.
Cyprus is a charismatic and talented Metropolis,
an anthology of democracy, a galaxy over chaos,
a microcosm of gigantic adamants, an ideal oasis.
You are pseudo Alpha and Omega of labyrinth,
a barbarian, atheistic plutocrat of pyrotechnics.
Hercules criticizes your paroxysm, cauterize you
With seismic lava, microbes, crises, typhoons.’

Ξέρω, θα με κρεμάσουν κι ας ζητώ απλά Ελευθερία
με παρέα το κατάλευκο χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Όλα κι αν τελειώνουν, είμαι ήρεμος, ψυχή πανέτοιμη,***
χαρούμενος στην πιο όμορφη μέρα της ζωής μου!
Μια φορά κανείς πεθαίνει, ποτέ ο έρωτάς μας, Λύα,
έλα στο μνήμα άναψε κερί, μην κλαις αφού υπάρχω,
στο χώμα βύθισε μαντήλι κι ας κρατάμε τις άκρες του
να χορέψουμε συρτάκι, εγώ κάτω απ’ το χώμα μου,
εσύ πάνω, με το χρώμα του γέλιου σου στο νου μου.
Ένα γαρύφαλλο που έκλεψα για σένα παίρνω στη γη,
ο σπόρος του να φυτρώνει, ο ανθός του να σε βρίσκει
κι οι μέλισσες του να κεντούν τους κλέφτες θανάσιμα.
Του σπαθιού μου η λεπίδα, λάμπει για σένα πατρίδα.


Από την ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ



* Harting, Κυβερνήτης της Κύπρου. Αρνήθηκε – όπως και η Βασίλισσα – να δώσει χάρη.
** Palma di Cesnola, Πρέσβης ΗΠΑ (Λάρνακα 1865–1877). Έκλεψε τους αρχαίους θησαυρούς της Κύπρου, με τους οποίους δημιούργησε το Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης.

*** Έκθεση Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών της Αγγλικής Διοίκησης, 11 Μαρτίου 1957.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Κύπρου

Πάλιν ακούσατ', άρχοντες, πάλιν να σας ειπώμεν,
ότι και αύριον έστιν ανάγκη να χαρώμεν
και να πανηγυρίσωμεν περιτομήν Κυρίου
και εορτήν του μάκαρος μεγάλου Βασιλείου.
Αύριον είν' αρχίχρονιά, πρώτ' Ιαννουαρίου
και εορτή χαρμόσυνος τ' αγίου Βασιλείου.
Κάμνω λοιπόν αρχήν καλήν επαίνους να συνθέσω,
τον άγιον Βασίλειον δια να επαινέσω
να σας ειπώ τα θαύματα, που έδειξεν ατός του,
με του Θεού την δύναμην, που ήτον βοηθός του.
Παρά Θεού ο θαυμαστός ήτον πεφωτισμένος,
σπουδήν γραμμάτων έμπλεως,σοφίαν πλουτισμένος,
παρ' όλων εθαυμάζετον,που ήτον διδαγμένος.
Της Καισσαρείας γέννημαν, βλαστός Καππαδοκίας
και ποιητής και λατρευτής της θείας λειτουργίας
είχεν και το αξίωμαν της αρχιερωσύνης
εχθρός των ειδωλολατρών, φιλός της σωφροσύνης
άκρος εχθρός αιρετικών, προστάτης Ορθοδόξων,
διόκτης των Αρειανών ομού και κακαδόξων.
Αρχιερείς τον σεβονταί, παπάδες τον τιμώσιν,
οι άρχονταις και ο λαός σκύπτουν, τον προσκυνώσιν.
Τι να πολυλογώ λιπόν τα προτερήματά του;
Όλοι λοινώς ηξεύρετε τα κατορθώματά του
δίδομεν όμως είδησιν εις όλην την οικίαν,
ν' ακούσετε με προσοχήν και άλλην υμνωδίαν.
Αύριον είν' περιτομή, και ψάλλ' η εκκλησία
και προσκαλείσθε, άρχοντες, γέροντες και παιδία.
Ας δράμωμ' όλοι λοιπόν μ' ευλάβειαν και τάξιν,
τα φοβερά μυστήρια μέλλει να μας διδάξη.
Την σάρκαν περιτέμνεται εκών ο πλαστουργός μας,
ο βασιλεύς των ουρανών, Κύριος και Θεός μας,
και ως αυτός εθέλησεν, διά να τελειώση
τον νόμον τον μωσαϊκόν, πανσόφως να πληρώση.
Ιδού,όπου σας είπαμεν μ όλην την προθυμίαν
τον άγιον Βασίλειον, περιτομήν την θείαν,
και σας καληνικτύζομεν, πέσετε κοιμηθήτε,
ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς να σηκωθήτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπήτε,
ν' ακούσετε με προσοχήν ολήν την υμνωδίαν
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν,
τον άγιον Βασίλειον, περιτομήν την θέαν,
κι έπειτ' άμα γυρίσετε, πίσω στ' αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζιν στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας
και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,
δώστε και κανενός φτωχού, όστις να υστερήται,
ευχαριστήσατε κι εμάς, καθ' όσον ημπορείτε,
και μη λυπήσθε, άρχοντες, Βενέτικα φλωρία,
Ισπνικά κι Ολλανδικά, ότι ειν' φιλαργυρία
κι εμείς ευχαριστούμεθα εις την προαίρεσίν σας,
γνωρίζοντες την γνώμην σας ομού και θελησίν σας.


για να τ΄ ακούσετε πατήστε το παρακάτω σύνδεσμο:

Κάλαντα Φώτων Κύπρου

Παρακαλώ σας δώστε μου θέλημαν ν’αρκινήσω,
να πω τα Φωτοκάλαντα να σας τα ιστορήσω.
Τζι αν έσιετε ευχαρίστηση τζιαι θέλ’ η όρεξή σας
τα Φωτοκάλαντα να πω στη πόρτα τη δική σας 

Μυνήματα χαρούμενα ήρταμε να σας πούμε,
πως ο Χριστός βαφτίζεται τζιαι να σας ευχηθούμε.
Πως εν τα θεοφάνεια ανθρώπου σωτηρίαν,
που καθαρίζουν τες ψυσιές από την αμαρτίαν.  

Σήμερον ήρτεν ο Χριστός στο άγιο ποτάμι
τζιαι ζήτησε να βαφτιστεί από τον Ιωάννην.
Θαύμα μεγάλον έγινεν απού δεν έσιει ταίριν,
ανοίξασιν οι ουρανοί τζι εξέβην περιστέριν. 

Ήτουν το Πνεύμαν τ’Αγιον για να το μαρτυρήσει
πως εβαφτίστην ο Χριστός π’ανατολήν ως δύσην.
Δοξάζουμεν σε βασιλιά με τα θαυμάσιά σου
τζιαι προσκυνούμεν Κύριε τα Θεοφάνειά σου.  

Ακούστε το Βαγγέλιο που του Χριστού το στομαν,
όποιος εν εβαφτίστηκεν χάννει ψυσιήν τζιαι σώμαν.
Εις τούντο αρκοντόσπιτον που δείξαν προθυμίαν
π’ ακούσασιν τα κάλαντα με τόσην ευθυμίαν.  

Δώς τους Θεγέ μου τζιαι Χριστέ τζι αφέντρα Παναγία
χρόνια πολλά τζιαι πλούσια να ζιουν με την υγείαν.
Τζιαι του τζαιρού με το καλό να’ ρτούμεν να σας βρούμεν,
χαρούμενους καλόκαρδους τα Φώτα να σας πούμεν. 



για να τα ακούσετε πατήστε στο παρακάτω σύνδεσμο: 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Τεύκρος Ανθίας (1903-1968) Βιογραφικό Σημείωμα


Ο Τεύκρος Ανθίας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Παύλου Χατζημηνά) γεννήθηκε στην Κοντέα της επαρχίας Αμμοχώστου της Κύπρου. Φοίτησε στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας (1917-1922) και σπούδασε παιδαγωγικά στην Χοιροκοιτία (1922-1923). Εργάστηκε ως δάσκαλος σε σχολεία της Καρύστας, της Σπάρτης και του Σκλαβοχωρίου του νομού Λακωνίας. Από το 1927 έζησε για τρία χρόνια στην Αθήνα υπό άθλιες οικονομικές συνθήκες. Το 1930 επέστρεψε στην Κύπρο και οργανώθηκε στην κομμουνιστική παράταξη, ενέργεια που προκάλεσε δίωξη και φυλάκισή του κατά τη διάρκεια των Οκτωβριανών (1931, 1933). Το 1935 αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Κύπρου με αφορμή την έκδοση της ποιητικής συλλογής του Η Δευτέρα παρουσία. Συνέχισε να υπηρετεί την κομμουνιστική παράταξη από την Αγγλία, όπου πήγε το 1948 και έμεινε ως το 1955, οπότε γύρισε στη γενέτειρά του για να πάρει μέρος στον αγώνα κατά των Άγγλων. Συνελήφθη, κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και αφέθηκε ελεύθερος το 1957 μετά από καρδιακή προσβολή. Έφυγε ξανά στο Λονδίνο ως ανταποκριτής της εφημερίδας Το Βήμα, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του. Παντρεύτηκε τη Λόλα Λεοντιάδη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και μια κόρη και σε δεύτερο γάμο την Αναστασία Παγώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και δύο κόρες. Στη λογοτεχνία στράφηκε από την παιδική του ηλικία και από τα δέκα ως τα δώδεκα χρόνια του εξέδωσε έξι ποιητικές φυλλάδες. Συνέχισε να γράφει κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ενώ κατά την περίοδο της παραμονής του στη Σπάρτη εξέδωσε το περιοδικό Φλόγα, το οποίο τύπωνε με προσωπικά του έξοδα στον Πειραιά και συνέχισε την έκδοσή του στην Αγγλία, παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού Σπίθα που είχε ξεκινήσει να εκδίδει στη Λευκωσία Γνωστός έγινε το 1929 με την ποιητική συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη. Συνεργάστηκε με περιοδικά της Κύπρου και της Αθήνας, όπως τα Ελευθερία, Νέος Δημοκράτης, Χαραυγή, Φραγγέλιο και το Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, της Κύπρου και της Αλεξάνδρειας. Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει επίσης ένα μυθιστόρημα, μια λαογραφική μελέτη για την Κύπρο και έργα για το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά.


Ι.Ποίηση
• Λουλούδια της αγάπης. Σκάλα, 1922.
• Τα σφυρίγματα του αλήτη. Αθήνα, 1929.
• Άγιε Σατάν, ελέησόν με. Αθήνα, 1930.
• Η Δευτέρα παρουσία. Λευκωσία, 1931.
• Το Πουργατόριο. Κύπρος, 1931.
• Διψασμένοι στην άβυσσο. Κύπρος, 1936.
• Το χάος. Κύπρος, 1936.
• Η Έξοδος. Κύπρος, 1937.
• Η Άνοδος. Κύπρος, 1939.
• Ιντερμέδιο. Κύπρος, 1939.
• Το Β’ Ιντερμέδιο. Κύπρος, 1940.
• Βομβύκιο. Κύπρος, 1940.
• Σερενάτα. Κύπρος, 1941.
• Ηρωική Συμφωνία. Κύπρος, 1942.
• Σφυρίγματα του ερημίτη. Κύπρος, 1943.
• Εκ βαθέων. Κύπρος, 1945.
• Μουσικό εγκόλπιοΑ΄ - Β΄. Κύπρος, 1945.
• Ελλάδα· Επικολυρικό ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική αντίσταση. Λευκωσία, έκδοση Φλόγας, 1946.
• Το Ανθρώπινο Έπος. 1946.
• Κυπριακή ραψωδία. Κύπρος, 1947.
• Το τραγούδι της γης. Λονδίνο, 1951.
SOS. Λονδίνο, 1952.
• Το ημερολόγιο του CDP. Κύπρος, 1956.
• Ορατόριο. Λονδίνο, 1961.
• Ποιητικά Άπαντα 1928-1962. Λονδίνο, 1962.
• Κυπριακή τραγωδία (1964-1965). Αθήνα, Κέδρος, [1965].
• Λαμπρακιάδα. Λονδίνο, Anthias Publications, 1966.
• Σ’ Αγαπώ· Συμφωνικό ποίημα. Λονδίνο, Anthias Publications, 1966.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Μπλακ Μαρία νο 1. Κύπρος, 1934.
• Καλότυχ’ οι νεκροί. Αθήνα, χ.χ.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Σαράβαλο. 1932 (με το ψευδώνυμο Πέτρος Λιμπέρης).
• Η δημοπρασία. Λευκωσία, 1935.
• Ο Γιόκας μας. Λευκωσία, 1936.
• Ταξίδι στον ήλιο. Κύπρος, 1940.
• Ηρωικό εμβατήριο. Κύπρος, 1941.
• Το παλληκάρι της φακής. Κύπρος, 1942.
• Στάλινγκραντ. Κύπρος, 1942.
• Άμωμοι εν οδώ αλληλούια. 1943.
• Αρματωλοί και κλέφτες. Κύπρος, 1943.
ΙV. Μελέτες
• Η ζωντανή Κύπρος. Κύπρος, 1941.
• Η πολιτεία της νύχτας. 1943.
V. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιητικά Άπαντα 1928-1962. Λονδίνο, 1962.



ακριβής μεταφορά από:  http://www.ekebi.gr

Ο πίνακας / Τεύκρος Ανθίας



Ο δάσκαλος στον πίνακα «τα ρήματα
εις –μι» και τα «υγρόληκτα» αραδιάζει.
Οι μαθητές, σα γηρασμένοι, γράφουνε,
και κάθε τόσο : «Προσοχή!»τους κράζει.

Τελειώνει. Τα «φυτά της Ινδοκίνας»
και τ’ άνθη των θερμών χωρών» διδάσκει.
Κάθε παιδί περίφοβο ακροάζεται
και νυσταγμένο, αφηρημένο, χάσκει.

Αρχίζει να διδάσκει περί «Πρόγονοι!»,
περί «Θεός!», και «τάφοι των αγίων!».
Κ΄ οι ψύλοι, τα κουνούπια, οι σκυλόμυγες,
οι ψείρες πλημμυρίζουν το σχολείον.

Ο πίνακας τα βλέπει σα φιλόσοφος,
τρομάζει και, μορφάζοντας, φωνάζει :
«Τον κακομοίρη! τον εφάγαν τα ζωΰφια
κι ακόμη τα υγρόληχτα αραδιάζει;»

Διακήρυξη / Τεύκρος Ανθίας



Κι ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη  ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά.

Δεν είναι σφαίρα η γη,
δεν στροβιλίζεται στο Άπειρο.
Χτυπάει σα μια καρδιά μέσα στα στήθια μου
κι είναι οι παλμοί της θούρια κι εμβατήρια.
Λυγμοί από τόξο τσιγγάνικου βιολιού
για τον ανθρώπινο πόνο, για τη Λύτρωση.
Χαιρετισμοί στον ήλιο Στρατηλάτη.

Τι κι αν μισή η καρδιά βαθιά μου υφαίνει
το νήμα της ζωής στον αργαλειό των οραμάτων;
Μύριες ζωές υφαίνουνται μαζί και την κρατάνε
πλατύτερη απ’ τη γη –μια πυραμίδα
θεμελιωμένη στον Άνθρωπο,
με την κορφή στον ίλιγγο του αιθέρα σφηνωμένη.

Κι ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά!
ω Λευτεριά!

2 του Γενάρη, 1956

(Νοσοκομείο Λάρνακος)

Επαρχία / Τεύκρος Ανθίας




Εδώ στην Επαρχία, δεν είναι λόγος
ν’ αυτοχτονήσουμε, «δόξα τω Θεώ»!
Γελούμε πλούσια, κλαίμε όσο μπορούμε,
και τίποτα δεν βλέπουμε στραβό.

Όλα στη θέση τους, κι αν τα θωρούνε
ανάποδα –ως συνήθως– μερικοί,
δεν έχει σημασία· τα πάντα δείχνουν
πως ζούμε μια ζωήν αρμονική.

Περνά ο βαθύς στη σκέψη γείτονάς μου,
τον χαιρετώ, με γλυκοχαιρετά.
Λέμε κι οι δυο «τι βλάκας!», κι ο καθένας
το δρόμο του σαν τραίνο περπατά.

Πεθαίνει! Του σκαρώνω ένα λογύδριο,
που δάκρυα προκαλεί, κι εγώ γελώ.
Γιατί να μη γελάσω; Για ένα βλάκα...
γνωρίζω πως σε ηλίθιους μιλώ.

Άλλος προβάλλει αντίκρυ μου –ένας νάνος–
και (τερψικάρδιο!*) παίζουμε γροθιές.
Γελάει το πόπολο*, σκάζω από τα γέλια,
και γύρω «συγκλονίζονται» οι καρδιές.

Ρόλο παλιάτσου παίζουμε, και κλόουν
ολόγυρά μας χάχανα σκορπούν.
Τι θα κοιτάξεις; Τα δράματα, που πίσω
στα παρασκήνια «κάθαρση» ζητούν;

Ας τη ζητούν! Μας φτάνει που γελούμε
–έστω πικρά– στη μικρή μας Επαρχία.
Το καθετί στη θέση του, κι ανάποδα!
Αυτό είν’ η πιο μεγάλη ανησυχία.

Το σαλιγκάρι / Νικολάου Θεοδόσης



Από το σπίτι μου πέταξα τα πάντα
Όσα στην ευτυχή έκβαση του ταξιδιού μου δεν συμβάλλουν
Κι από το σώμα μου κράτησα τη γύμνωσή μου μόνο.

Αυτά που λέγονται για μας μην τα πιστεύεις
Πως μας καίγουν κι εμείς τραγουδούμε 
Κι όλα τα άλλα τα ψευδή και τα εμπαθή.
Κατάκτησα το ύψος μου πολεμώντας νύχτα και μέρα
Κατάκτησα το ύψος μου μετρώντας τη διαδρομή μου
Με το μέγεθός μου.
Γιατί βέβαια θα το ξέρεις 
Πως ο δικός σας κόσμος είναι το σκοτάδι
Και πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός
Σ’ όλες του τις κινήσεις
Ενώ η περιπέτεια η δική μου μια συνεχής αποταμίευση φωτός.

Κι όμως όση προσοχή και σύνεση κι αν καταβάλλω 
Έκθετο είμαι σ’ όλους τους κινδύνους
Και τίποτα άλλο δεν προβάλλω
Παρά την ελικοειδή σιωπή μου κι αναμένω
Μέσα στο χέρι το μεγάλο του Θεού.
Η φτέρνα σου βέβαια γνωρίζει 
Τον άδειο ήχο της εύθραυστης βασιλείας μου.

Μνήμη / Νικολάου Θεοδόσης


Όταν ήμαστε παιδιά μάς έλεγαν πως πρέπει να σιωπούμε
Για να μπορούν ν’ ακούονται οι μεγάλοι
Που συζητούν για υποθέσεις σοβαρές.

Μας έλεγαν να μη μιλούμε στο τηλέφωνο
Γιατί δεν είναι το τηλέφωνο παιχνίδι για παιδιά· 
Είναι κι αυτό αναγκαίο για τους μεγάλους
Και μάλιστα για πράγματα ουσιώδη.

Και άλλα πολλά μας έλεγαν
Που εστένευαν την απεραντοσύνη του κόσμου.
Ο λυγμός κατέβαζε τα βλέφαρα βαριά 
Ενώ ο ύπνος στέγνωνε στο μάγουλο μια βούλα από δάκρυα.

Μιλήσαμε τέλος στο τηλέφωνο όταν μάθαμε τα περί ήχου·
Ότι δηλαδή ο ουρανός είναι μια άλλη θάλασσα
Με κύματα που σπάζουν ή που σβήνουν κι αυτά στην ακοή.
Μιλήσαμε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής 
Δεν μπορούσε να είναι ούτε ο λύκος
Ούτε η αρκούδα, ούτε ο πρίγκιπας
Ούτε ο Αϊ-Βασίλης με το μυροβόλο ραβδί
Και τα περδίκια αγαπημένα με τα λευκά περιστέρια
Να σμίγουν τους κελαηδισμούς τους.

Τώρα που μάθαμε τι λέγουν οι μεγάλοι
Αφού γίναμε κι εμείς μεγάλοι πια,
Καταλάβαμε ακόμα και γιατί δεν μπορεί ο κόσμος
Να ησυχάσει μια στιγμή.
Και είναι τώρα πράγματι η ώρα για να κλαις 
Αν δεν έχουν αδειάσει οι πηγές των δακρύων από τότε.

Έκθεση ζωγραφικής / Νικολάου Θεοδόσης


Οι επισκέπτες τριγυρίζουν μες στην αίθουσα·
Βλέπουν στους τοίχους τις εικόνες
Συνομιλούν και σχολιάζουν.

«Ο τεχνίτης πρέπει να δίνει σάρκα και οστά στα οράματά του·
Από τα έργα απουσιάζει παντελώς η φρίκη του θανάτου. 
Τι θέση έχουν τα πουλιά, τα δέντρα, τα τοπία αυτά τα ειδυλλιακά
Την ώρα που η βία ωμή περνά και μας καταπατά;»

Μα όταν το βράδι σβήσει τα φώτα ο φύλακας
Και στερεώσει το μοχλό στην πόρτα
Ανοίγουν το ράμφος τα πουλιά 
Και η άδεια αίθουσα αντηχεί από ένα κλάμα
Σα να μοιρολογούν όλα μαζί την Αντριανόπολη.
Κι ακόμα όταν σηκώνεται ο άνεμος τη νύχτα
Την αίθουσα αυτή δεν αγνοεί. Πνέει
Και σείει τα φύλλα των δέντρων στις εικόνες. 
Ένας στεναγμός ακούεται μέσα στους τέσσερις τοίχους
Ίδιος με τον θρήνο της Εκάβης
Που μαζί με τις άλλες Τρωαδίτισσες ζητούσαν
Μέσα στη λεηλατημένη Τροία τα παιδιά τους.


Φαίνεται πως δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς.

Η εργασία του ποιητή / Νικολάου Θεοδόσης


Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οι φλόγες της ρομφαίας  κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα αγρυπνά
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Που στιλβώνε ένα χάλκινο σκεύος.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Τραγουδώ το νησί μου / Πιερίδης Θεοδόσης

Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου,
πού ναι τόσο μικρο για να μπόρει,
πού ναι τόσο μικρο για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.

Που `ναι τόσο μεγάλο να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα
όπως κλείνει μια μόνη σταγόνα
τον πλατύν ωκεανό που την γέννησε.

Τραγουδώ, τραγουδώ τους ανθρώπους,
του νησιού μου -και `κείνους που πέρασαν,
κι ολοτρόγυρα ανθίζουν τα χνάρια τους
και `κεινούς όπου σήμερα οδεύουνε
στην σκληρήν ανηφόρα -και `κείνους
που θε να `ρθουν να πούνε βροντόφωνο,
που θε να `ρθουν να πούνε βροντόφωνο
της χαράς, της χαράς το τραγούδι.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `ρθουν.
Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `χουν
για θροφή στα πνευμόνια τους, λεύτερο
τον πλατύν ουρανό μας -που θα `χουν
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο, όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο,
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο σαν αφέντες να το δρασκελίσουν.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `χουνε
κάθε χρόνο πολύ να θερίσουν
μες στ’ αλώνια πολύ να χορέψουνε
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
να την πούνε, να την τραγουδήσουν.
Πώς θ’ αστράφτει στ’ αλώνια ο χιλιόδιπλος
ο χορός -πώς θ’ αστράφτουν τα μάτια.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Πώς θ’ αστράφτουν τα γέλια ξεδίπλωτα
σα σημαίες νικητήριες στον ήλιο!
Πώς θ’ αστράφτετε κι’ όλες ξεδίπλωτες
μουσικές του νησιού μου -Αυγορίτισσα,
Ακαθιώτισσα, Παραλιμνίτισσα,
Καρπασίτισσα, Λευκονοικιάτισσα,
και Πεγιώτισσα εσύ και Παφίτικη
-ω, γλυκά του νησιού μου, πιστρόφια!

Κυπραία φωνή `μαι και δε χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τα περβόλια και ο Xρυσός Kύκλος (απόσπασμα)


Τις Κυριακές, μας αρέσει
να πηγαίνουμε περίπατο πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου.

Ωραία είναι και τα περβόλια, μόνο που πέφτουν κάπως μακριά
 από τη θάλασσα.
Την ακούς, την οσμίζεσαι, μα δεν τήνε βλέπεις. 
Βλέπεις τους ανεμόμυλους να της στέλλουνε χαιρετίσματα με τις πολλές
 απαλάμες τους
βλέπεις τα κυπαρίσσια να τεντώνονται, τα μέτωπά τους να γιομίζουν
 χαμόγελο
σαν μπορέσουν να την αντικρίσουν από μακριά
μα εκείνην, την ίδια τη θάλασσα, δεν τήνε βλέπεις.

Στα περβόλια περνούμε τις καθημερινές μας. 
Περνούμε μαζί με τους ανεμόμυλους, με τα κυπαρίσσια,
με τις αμέτρητες αδερφούλες μας τις πορτοκαλιές,
ζυμώνουμε το χώμα για να γίνει ψωμί
ζυμώνουμε την ψυχή μας για να γίνει μια ηρεμία χαρούμενη
ζυμώνουμε τη ζωή μας για να μπορέσει να γίνει 
ένας κύκλος κλειστός, ένας Κύκλος Χρυσός,
ένας αυτάρκης κόσμος μέσα στον κόσμο.

Εδώ ξεκουράζεται η μητέρα από ένα ταξίδι εβδομηντάχρονο.
Κουράστηκε μέσα στους τόσους ανέμους
μα ξέρει να χαμογελά –ξέρει να κάθεται 
στον ίσκιο της κληματαριάς
ανάμεσα στα σπουργίτια και τα εγγονάκια της
καθώς μπρατσέρα που ’φτασε στο λιμάνι.