Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Η Βικτώρια του Αγίου Λαζάρου / Αντωνιάδης Σωκράτης

 

Τακτοποιεί τα μανουάλια, ευλάβεια παλιά
από της Παναγίας της Άσσιας το χέρι χαρισμένη.
Απ' του παιδιού της τον χαμό κυρτή μες στο αιώνιο πένθος
κι απ' το στασίδι, πρώτη σειρά
σκύβει και κάτι λέει στη διπλανή.
Όμως δεν παραλείπει, προσέχει κι αν χρειαστεί στα μανουάλια τρέχει.
Τον άγιο που γιορτάζει πρώτη τον προσκυνά
κι απ' την εικόνα από κάτω όταν περνά
μοιάζει η καμπούρα των βασάνων
με κεφαλαίο Ωμέγα σε αράδα ύμνου.
Κι όταν τελειώνει ο εσπερινός
κανέναν δεν αφήνει, σπουργίτι τρέχει στην αυλή, εύχεται, μακαρίζει
και το σακούλι της μ' άρτους και κόλλυβα γεμίζει.
Κρυμμένος πίσω απ' την κολόνα ο άγιος βλέπει
και από το αυστηρό, αγέλαστό του πρόσωπο
ένα χαμόγελο αχνό στη Βικτώρια στέλνει.
Σ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ (αδημοσίευτο)

Κατεβαίνουν από τα βουνά οι φίλοι μου / Μαυρομάτης Γιώργος


Και ξάφνου φάνηκαν να κατεβαίνουν
από τα βουνά οι φίλοι μου, όλοι πεθαμένοι.
Κάνουν βαρελάκι από τις πλαγιές των βουνών
ως να θέλουν να μην τους πιάσει κανένα βόλι.
Κατεβαίνουν, δεν περιμένουν τίποτα πια.
Πληγωμένοι και προδομένοι πέφτουν απάνω
στα ξηρά χόρτα, όμοιοι με τα πεσμένα φύλλα,
κιτρινισμένοι επάνω στο νοτισμένο χώμα.
Γύρισαν από τη μάχη, πεσόντες.
Τώρα σμίγουν με τους άλλους νεκρούς
και ούτε μια αγκαλιά, ούτε ένα φιλί.
Μήτε ένα ζεστό χνώτο να τους ζεστάνει.
Τα παγωμένα τους χέρια, πώς ξύλιασαν έτσι
μέσα στον χρόνο, αλήθεια; Δίχως ένα ζεστό χνώτο
να τους θερμάνει την όψη.
Ούτε μια βελούδινη αύρα να τούς χαϊδεύει
τα ωχρά τους πρόσωπα.
Και μήτε η πρώτη αγάπη μήτε η έσχατη
να σκύβει να τους δώσει λίγη συμπόνια.
Κατεβαίνουν οι φίλοι μου από τα βουνά
με σχισμένες χλαίνες, άπνοες.
Δεν μπορούν να σαλέψουν τα χέρια
να κάνουν έστω ένα σινιάλο με τα μάτια τους.
Πέφτουν μες στην ανυπαρξία, μες στη νάρκη
και ούτε ένα δάκρυ.

Ποίηση και οίηση / Ανδρέου Ειρήνη


Κάποτε δεν κοιμόμουνα
με έβρισκε η ήλιος
καθώς αγωνιζόμουνα
να φτιάξω ένα βασίλειο
που μέσα όλοι να'μαστε
λευκοί κίτρινοι μαύροι
παντού αυλές ολάνθιστες
κάμποι γιομάτοι στάρι
όλοι να χόρταιναν ψωμί
κανείς να μην πεινούσε
το δίκαιο σ' αυτή τη γη
τ'αδικο να νικούσε.
Στο μέσα μου ένα παιδί
με έσπρωχνε με πάθος
να μην σιωπώ ούτε στιγμή
γι άλλα παιδιά να γράφω.
Γι αυτά που ξέχασ' ο Θεός
κι οι άνθρωποι συνάμα
να κάνω ξίφος κοφτερό
της πένας μου την λάμα
για κάθε ανθρωποειδές
που μόλυνε την πλάση
τον κόσμο γέμιζε πληγές
και την ψυχή είχε χάσει
εξολοθρεύοντας λαούς
σαν λυσσασμένο ζώο
ξεπέρασ' ολους τους φραγμούς
αδίσταχτο,, αιμοβόρο.
Ποίηση; Γράμματα ψιλά
για το χοντρό πετσί τους
χρήμα στις φλέβες τους κυλά
τρώνε κι οι αυλικοί τους
και μεγαλώνει ο φασισμός
παίζοντας τον σωτήρα
που ξεγελά τον κάθε νιο
αχ ποίηση μου στείρα
γι αφύπνιση μαχόμουνα
δεν κυνηγούσα δόξα
τις νύχτες δεν κοιμόμουνα
μου λέγαν έχω λόξα
αυτοί που δεν τους ένοιαζε
τι γίνεται στον κόσμο
μα η κοιλιά να γέμιζε
και το τομάρι μόνο.
Δεν ήταν τα παιδάκια τους
στα ερείπια θαμένα
η μες στα σεντονάκια τους
άψυχα, ματωμένα....
Κι ετσι καθώς πλησίασα
στην τρίτη ηλικία
κι απ' όλα αηδίασα
δεν πήρα ούτε βραβεία,
αφού δεν διαγωνίστηκα
σ' οίησης καλλιστεία
τους στιχους μου απαξίωσαν
σχολεία κι εκκλησία
δεν ήμουνα του συναφιού
κλικών λογοτεχνίας
βαλτοί, κριτές να μ' επαινούν
μου φαίνονται γελοία.
Στην τελική η ποίηση
τον κόσμο δεν αλλάζει
μα σαν γίνεται οίηση
πολύ μ' αηδιάζει.
Φυλλάδες σιδηρόδρομοι
σαν να'μαι νομπελίστας
βροχή συγχαρητήρια
μέσα στα διαδίχτυα.
Θαυμάζω αυτούς τους ταπεινούς
που την ψυχή τους βγάζουν
κατεστημένα πολεμούν
και δόξες δεν τους νοιάζουν.
Κι εφόσον δεν κατόρθωσα
τον κόσμο αυτό ν' αλλάξω
να ΖΗΣΩ αποφάσισα
λίγο πριν τα τινάξω.
Ειρήνη Ανδρέου

Μυστικός επισκέπτης / Λίλλη Αυγή



Έρχεται και
είναι πάντοτε μεσάνυχτα,
που έχουν τα χρώματα μεστωμένα
-μπλε νυχτερινό σε βασιλική κορνίζα κλείνει μέσα
το κεφάλι μου-
θρονιάζεται πάνω στο μαξιλάρι,
με στριφογυρίζει ανάμεσα στα σεντόνια
και με καρφώνει στα μάτια
και αλλού,
μέχρι να πω
Ήμαρτον.

Κουβάρι / Λίλλη Αυγή


Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται∙
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ / Λίλλη Αυγή

 

Ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος·
ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα
αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα
με κάθε α και κάθε ω στο δέλτα και στο μέλος
με σκίζει, ρίχνει στον βωμό τραγούδι ποθημένο
αργά να το αιμορραγώ αιώνια να ανασταίνω
αἰδώς, αἰδώς, ἀείδομαι ὀδύνῃ ᾠδὴν αἰδοῖαν

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ / Ανδρέου Παύλος


Εκλεκτοί κολυμβητές
με μολύβια jet-ski
σκίζουν κύματα έμπνευσης
κυνηγώντας το τέλειο ποίημα.
Ταχύτητες από λέξεις τρελές
γλιστρούν πάνω στο όριο
των τεντωμένων νεύρων τους.
Λιμενάρχες-κριτικοί δείχνουν το δάκτυλο
σάπιοι μες στον χρόνο
σφυρίζουν αυστηρά: «το αίμα
θα σκαλίσει έρωτες σε πέτρα.»
Ένας όμως απέτυχε άδοξα
τραγικός τραυματισμός
στον άξονα της ύπαρξής του.
Τα υπόλοιπα νούμερα κερδίζουν
αδιαφορώντας για την πτώση
του Πρωτέα στη θάλασσα.
Χαλαρά, την επόμενη φορά
θα ξαναπροσπαθήσουν
ανεπίδεκτοι ποιήσεως
όπως πάντα.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΥΦΟΡΙΑ / Σμυρίλλη Αντωνίνη

 



Μισώ
Την επιβεβλημένη χαρά
-Ένα φτηνό performance-
Εγώ έχω το γουργούρισμα
Της γάτας μου

Αυτό φτάνει

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ / Σμυρίλλη Αντωνίνη

 


Κοιμάμαι
Με φως
Πώς αλλιώς θα υπέμενα
Το σκοτάδι;

Γλείφω
Το παιδί
Που αποκοιμιέται
Μέσα μου
Όπως το γατί
Το πετσί του

Και το πρωί
Απ’ την αρχή
Θάβω το φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα

ΕΓΩΙΣΜΟΣ / Σμυρίλλη Αντωνίνη

 


Τα καλοκαίρια δεν βρίσκεις ησυχία
Μου το κρατάς
Που τρώω παγωτό
Κι έξω χτυπούν οι σειρήνες

Εσύ
Πίνεις ακόμα τα ούρα σου
Κάτω απ’ τα λεμονόδεντρα
Και θρηνείς στο χώμα μας
Το δικό σου χώμα

Την αρμαρόλα του παππού
Με τα σκαλιστά ονόματα
Τα σεντόνια της αδερφής σου
Τα σύκα της αυλής σου

Ρομαντικά στημένα
Σε μακέτα -η άλλη πλευρά-
Κι εσύ να θέλεις
Να την πούμε: Σπίτι