Απλώνω τα χέρια,
λίγο απ' το φώς ν'αδράξω,
και της ψυχής τ'ανήλιαγα,
σπίθες φώς να πετάξω.
Απλώνω τα χέρια,
φώς του ήλιου να μαζέψω,
να ζεστάνω τις κρύες σκέψεις,
που πεταλλουδίζουν στην σκιά μου.
Απλώνω τα χέρια,
να μαζέψω,μιάς βροχούλας στάλα,
να νοτίσω τα ξεροκαμένα ψίχουλα,
που πέτρωσαν στο βάθος της ψυχής.
Απλώνω τα χέρια,
το ουράνιο τόξο βασιλεύει,
στο απέραντο του ουρανού,
χρυσοκέντητη ακτίνα με σημαδεύει.
Στα χέρια κρατάω αναμμένη δάδα,
στο φώς της ανάβουν,
παλιοκαιρισμένα θέλω μου,
που παγώσανε στο χρόνο.
Υψώνω τα μάτια,
μετράω τ'άστρα,
όλο μετράω,μα και πάλιν,
πίσω ξαναγυρνάω.
Η μέτρα χάνεται,μπερδεύεται...
σαν χάνονται όλα τα θέλω της ζωής,
μα τα αστέρια συνεχίζουν να λάμπουν,
σαν οδηγός της ψυχής.
Υψώνω τα μάτια, να κοιτάξω,
το φεγγαρόλουστο αχνό φώς.
Ανατριχίλα,η πυξίδα του οδηγεί,
όσα στη γή ,δεν μπορείς να βρείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου