«Εκει,
στην αυλη της Παναγίας Φανερωμένης
λίγο μετα τα μεσάνυχτα
κείτονταν,
απο ασιτία εξουθενωμένες,
η αξιοπρέπεια και η ελπίδα∙
μέσα στο σχεδον ακίνητο σαν πτώμα
ανθρώπινο κορμι…»
Σελ. 26
Γυρνάω το περισκόπιο με αγωνία∙
νοσταλγω μια εικόνα ανοιξιάτικη
μια πεταλούδα
μια μέλισσα να τρυγα ένα λουλούδι
ένα κομμάτι γαλάζιο ουρανο
ένα χελιδόνι
ν’ ακούσω εν’ αηδόνι
ν’ αντικρύσω ένα παιδι
εν΄ανθισμένο γιασεμι…
Γυρνάω το περισκόπιο
μα όσο και να προσπαθω
πυκνη ομίχλη μού κρύβει τον ήλιο.
Σελ. 64
Κάθε πρωι το ίδιο σκηνικο∙
η γρια γυναίκα στην αυλη
υφαίνει την καινούργια μέρα
με το’ να χέρι κραδαίνει την επιμονη
παλεύει με το άλλο
στο ‘να της πλευροισορροπει στο ΠΙ
στη σφουγγαρίστρα τ’ άλλο
θέλησης δίνει ρεσιταλ κι υπομονης
κάθε πρωι στις έξι και μιση
σαν άξιος πολεμιστης που ρίχνεται στη μάχη∙
στη μοίρα-της, στο θάνατο μπροστα
ποσως δεν ορρωδει
η γρια γυναίκα.
Σελ. 34