Έπεψεν με ο Πλάστης μου, πας τουν την γην να ζήσω,
να ζυμωθώ με τη ζωήν, τον κόσμον να γνωρίσω,
τζι’άμαν εν νάρτει ώρα μου, να πάω πάλε πίσω.
Τζιαι για να μπόρα προχωρώ, στον κόσμον τζιαι στην φύση,
να κάμνω έργα όμορφα, τζι’ ότι δουλειάν γιουτήσει,
εχάρησεν μου το κορμίν, να με υπηρετήσει.
να κάμνω έργα όμορφα, τζι’ ότι δουλειάν γιουτήσει,
εχάρησεν μου το κορμίν, να με υπηρετήσει.
Να είναι πάντα δίπλα μου, όσον τζιαιρόν θα ζήσω,
να μεν μ’αρνιέται ότι πω, τζιαι ότι του ζητήσω,
τζι’αυτόματα να εκτελά, ότι επιθυμήσω.
να μεν μ’αρνιέται ότι πω, τζιαι ότι του ζητήσω,
τζι’αυτόματα να εκτελά, ότι επιθυμήσω.
Τζι’ εξήντα χρόνια πράγματι, έχω τα μετρημένα,
ότι εζήτουν του κορμιού, υπάκουεν σε μένα,
τζιαι δεν είχα παράπονον, που λλόου του κανένα.
ότι εζήτουν του κορμιού, υπάκουεν σε μένα,
τζιαι δεν είχα παράπονον, που λλόου του κανένα.
Μ’άσιει τωρά λλίον τζιαιρόν, είμαι σε μίαν θέση,
της τρέλλας της απόγνωσης, κάπου τζιαμέ στην μέση,
γιατί αρνιέται το κορμίν, τωρά να εχτελέσει.
της τρέλλας της απόγνωσης, κάπου τζιαμέ στην μέση,
γιατί αρνιέται το κορμίν, τωρά να εχτελέσει.
Τζιαι αρωτώ το να μου πει, κάποτε με το ζόρι,
τι έπαθεν τζιαι προχωρά, σαν το παλιόν παμπόρι,
τζιαι μου λαλεί εγέρασεν, για τούτον τζιεν η-μπόρει!
τι έπαθεν τζιαι προχωρά, σαν το παλιόν παμπόρι,
τζιαι μου λαλεί εγέρασεν, για τούτον τζιεν η-μπόρει!
Τζιαι μαραζώννω τζιαι πονώ, άρκεψα σιουπποβάλλω,
στα χρόνια τα επόμενα, με το μυαλόν μου βάλλω,
τι θ’απογίνω το κορμίν, άμα γεράσει τζι’άλλο;
στα χρόνια τα επόμενα, με το μυαλόν μου βάλλω,
τι θ’απογίνω το κορμίν, άμα γεράσει τζι’άλλο;
Ποιος μου το λάλεν το κορμίν, έτσι πως εν ν’αλλάξει,
στο καταλιάϊν γέρικον, να πα να την αράξει,
τζι’ότι ζητώ να μου λαλεί, πως δεν μπόρα ταράξει;
στο καταλιάϊν γέρικον, να πα να την αράξει,
τζι’ότι ζητώ να μου λαλεί, πως δεν μπόρα ταράξει;
Σε λλίον έτσι θα λαλεί, τουν του κορμιού το στόμα,
τζιαι γιω θα σπάζω θα τσακρώ, γιατ’είμαι νέος κόμα,
τζιαι όμως εγκλωβίστηκα, σε γερασμένον σώμα!
τζιαι γιω θα σπάζω θα τσακρώ, γιατ’είμαι νέος κόμα,
τζιαι όμως εγκλωβίστηκα, σε γερασμένον σώμα!