Κυριακή 8 Μαΐου 2022

ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ΄/ Χριστοφίδης Τίτος


Ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσεις οποιοδήποτε
γήινο φαινόμενο από ανάλογο του
γυμνό πυρακτωμένο διαπλανητικό
μπορεί να είναι το συναίσθημα
μια και το σύμμεικτο στερέωμα δεν τρέφει πεταλούδες
απουσιάζουν από αυτό
μελισσοκόμοι μέλισσες
που δεν αλλοίωσαν ποτέ
μαγνητικά πεδία έλξης , ροές των φωτονίων,
τροχιές γαλαξιών και δεν καθόρισαν ποτέ
εκείνη την αλάθητη συμπαντική πορεία.
Κάτι ασχημάτιστο γενετικό μπορεί
αφήνει απροστάτευτη την πανανθρώπινη διαδρομή
στο έλεος μιας εύκολα ψηλαφητής παρέκκλισης
διάθλασης προορισμού όπου αγόγγυστα αναδεικνύεται
η δύναμη αφανισμού ζητούμενο θριάμβου προεξέχον
σε μια συλλογική αυτοκατάργηση , ευτελισμό
με ανισόρροπη δειλή αυτοφαρμάκωση.
Μια σπουδαιότητα αθέατη τέρπει ματαιόδοξα
στον αχανή περίγυρο το απειροελάχιστο
αμελητέο μας συνάφι
αμίλητες οι μέλισσες ρωτούν
γιατί ο χρόνος δεν συνομιλεί με το σοφό
την ευφυΐα και όχι το αίσθημα επίδειξης μια και
η σπουδαιότητα κατέχει λόγο ύπαρξης μόνο
με κορυφαίο συνοδό την χρησιμότητα στο φως.

Για τη γιορτή της μητέρας / Τέμβριου Αθηνά


Ο κόσμος λέγεται
να έχουν γεννηθεί
χωρίς μητέρα.
Μόνο ένας θεϊκός πατέρας
είχε αναπνεύσει ζωή
και δίνοντας αγάπη.
Παρατηρώντας τη φύση όμως,
μπορεί κανείς να αναρωτιέται,
Αν μας έχουν πει το μεγαλύτερο ψέμα
από τότε που άρχισε η σκέψη.

ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ Η ΜΑΝΑ / Πουργουρίδης Λοίζος


Το ήξερε ο ήλιος από ψηλά ,και για τη μάνα που γιορτάζει,
Χαίρεται και χαμογελά, τα χρώματα του ετοιμάζει .
Το είπε αυτός στη θάλασσα, κι άμα το άκουσε εκείνη,
Τα κύματα σταμάτησαν και γίνηκε γαλήνη.
Το έμαθαν και τα πουλιά, και το είπαν στα λουλούδια,
Κι έγινε η πλάση μια αγκαλιά, με αρώματα τραγούδια.
Τ αγέρα η πνοή η παγερή, σταμάτησε ,δεν θα φυσήσει,
Κι έγινε αύρα δροσερή, την κουρασμένη μάνα να δροσίσει.
Το άκουσε η δυνατή βροχή, κι έγινε δροσούλα,
Και βάλσαμο μες τη ψυχή, στη δύστυχη μανούλα.
Και το γαλάζιο τ ουρανού, γέμισε χελιδόνια,
Κελαηδούν τη μάνα υμνούν ,μαζί με τ αηδόνια.
Όσα του κόσμου τα παιδιά δεν έχουν πια μητέρα,
Κρυώνουν σαν μικρά πουλιά στο φύσημα τα αγέρα.
Μάνες σ όλα τα χρώματα, του όλου κόσμου μητέρες,
Όποια κι αν έχετε ονόματα, γιορτάστε όλες τις μέρες.
Μάνα του αγνοούμενου, του ήρωα μητέρα,
Συ λιώνεις όπως το κερί, τη νύχτα και τη μέρα.
Μάνες σε τόπο μακρινό, που δεν ξαναγυρίζουν,
Κάνετε τους ένα μνημόσυνο, αυτές να μας θυμίζουν.
Δεν πρέπει να τη θυμόμαστε, το Μάη μια μέρα μόνο,
Αλλά να την σκεφτόμαστε, ολόκληρο το χρόνο.
Πόσο γλυκόλαλα χτυπά, χαρμόσυνα η καμπάνα,
Μεριάστε τώρα και περνά η ευλογημένη ΜΑΝΑ.

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

ΑΝΟΙΧΤΗ ΦΥΛΑΚΗ / Θεοδοσίου - Νικολάου Μαίρη

 

Ήταν το τέλος
μια έκρηξη ωραία
στα μάτια τ'ουρανού
κράτησα τις μνήμες αντήλιο
στην τροχιά του φωτός
μην χαθεί η πορεία
από προσώπου γης.
Βαθειά η ρυτίδα του κόσμου
όταν η λύπη ξεχνά να κοιμηθει
μα τι να ωφελεί άραγε
που ακόμα ακούω
τραγούδι πουλιού
τα ματωμένα πρωινά.
Παράξενα μηνύματα
οι αδύνατες φωνές τους
το βλέμμα παγωμένο σίδερο
κι οι πόρτες ανοιχτές
-- η ελευθερία εφήμερη ομορφιά
στο όνειρο του καθενός
έξω ο κόσμος βρυχάται
πληγωμένο θηρίο
κι εκείνα δεν πετούν πια
τουλάχιστον
έχει μια μονιμότητα
η θλίψη της φυλακής.

Ψεύτικη αγάπη / Στυλιανού Κυριάκος


Μην φοβάσαι
εκείνους που
σπέρνουν μίσος
στα δωμάτια
του ύπνου
Πάντα θα υπάρχει
μια αδειανή θέση
για σένα
κοντά στο ανοιχτό
παράθυρο του σύμπαντος
Τους θεσμοθέτες
της αγάπης να φοβάσαι
Απ΄ τους
ψεύτικους τραυματιοφορείς
του ονείρου
να φυλάγεσαι.
Κυριάκος Στυλιανού, " Αλήθεια"

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Ο Κάιν ( 1 ) και (2) / ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


 Ο Κάιν   ( 1 )


Μετά τον Άβελ σκότωνε τα θύματα του
χωρίς να καταγράφει στην μνήμη του
τα ονόματα τους∙ ούτε και είχε σημασία το ‘’ποιος’’ και ‘’πότε’’∙
σκότωνε για να σκοτώνει επιβεβαιώνοντας τον εαυτό του
μέσω της εξαφάνισης των άλλων.
Με τον καιρό γίνεται όλο και πιο επαγγελματίας δολοφόνος∙
προοδεύει με τις τεχνικές και ξεπαστρεύει ευκολότερα∙
δεν καταδέχεται να λερώσει τα χέρια του∙
πέρασε σε νέους μεθόδους που τον απαλλάσσει
από την άμεση επαφή με το θύμα του∙
το δολοφονεί εξ αποστάσεως παρακολουθώντας το
να πεθαίνει μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης.
Πατά κουμπιά και το απολαμβάνει να βλέπει τα θύματα του
να τρέχουν πανικόβλητα με τη σκιά του σαν σκιά γερακιού
να πέφτει πάνω τους και να τα ξεκάνει.
Από ατομικός δολοφόνος έχει αναβαθμιστεί σε μαζικό
δολοφόνο∙ 
η αξία του αναγνωρίζεται από την άνοδο της μετοχής του
στα χρηματιστήρια του κόσμου.
Τον συμβουλεύονται οι ‘’μεγάλοι’’ να ανεβάσουν τις αξίες τους
και καμαρώνει στο κέντρο τους όταν φωτογραφίζεται
πλαισιωμένος από την παρέα των ‘’ισχυρών’’.
Κάθε τόσο αποφασίζει εξορμήσεις για το κυνήγι
πότε της γούνας, πότε του μπακαλιάρου ή της φάλαινας.
Ό,τι και να βάλει στο στόχαστρο, το χτυπά μέχρι
πλήρους εξοντώσεως.
Είναι δεινός κυνηγός που απολαμβάνει το κυνήγι∙
τα φέρνει στο κέντρο του στόχου του και τα σκοτώνει
με αφάνταστη ευκολία∙ κι ούτε αίματα ούτε άλλα
ενοχλητικά που με χαιρεκάκια ζουμάρει ο φακός
της τηλεόρασης πάνω τους.
Τώρα που αναγνωρίζεται ως πρώτος μεταξύ των πρώτων
αναθυμάται την πρώτη δολοφονία του και παραδέχεται
τον πρωτογονισμό της πρώτης εκτέλεσης.
‘’ Κακόμοιρε Άβελ’’, εξομολογείται στον εαυτό του∙
‘’ήσουν πολύ άτυχος ή εγώ πολύ πρωτάρης∙
Πού να ήξερα πως κάποτε θα σκότωνα χωρίς
να βλέπω το θύμα μου ή τα θύματα μου,
που μαζικά θα εξολόθρευα με μια μόνο κίνηση,
χωρίς να μετακινηθώ από τη θέση μου!’’
Και γελάει με τον παλιό πρωτόγονο εαυτό  του∙
και λυπάται για το πρώτο άτυχο θύμα του που δεν ευτύχησε
να δολοφονηθεί με την τελευταίας εξέλιξης δολοφονία!




**

Ο Κάιν   (2 ) 

Να θυμάσαι, Κάιν ,έκανες μόνο την αρχή∙

το αίμα θα πληρώνεται τώρα με άλλο αίμα∙

το μαχαίρι θα σηκώνεται στον αέρα να χτυπήσει

άλλο μαχαίρι, τέλος δε θα’χει η αρχή.

Εσύ, Κάιν, της έδωσες τη λαβή να πιαστεί,

να μπει στον δρόμο της.

Τώρα τίποτε δε θα’ναι σαν πριν∙

το αίμα θα αποζητά το χυμένο αίμα∙ θα το ανιχνεύει

στο χώμα σαν επίμονο λαγωνικό.

Όπου και να βρίσκεται, θα τρέχει από πίσω του∙

όπου και να κρυφτεί, θα σηκώνει τις πέτρες

και θα το ψάχνει από κάτω.

Μόνο σαν πάρει πίσω το χυμένο του αίμα

θα καθίσει στην πέτρα να αναπαυτεί.

Να θυμάσαι, Κάιν ,ο Άβελ ήτα μόνο η αρχή∙

το πρώτο θύμα που υπέκυψε στο μαχαίρι σου.

Χιλιάδες Άβελ θα πάρουν τη θέση του

ακολουθώντας μια μακάβρια σκοτεινή γραμμή.

Το αίμα τους θα στάζει στο πρόσωπο σου

κόκκινα ρυάκια που θα τρέχουν ασταμάτητα∙

και η κραυγή του θα σπάει τ ‘αυτιά σου

σαν καμπάνα εκκωφαντική!

Να θυμάσαι, Κάιν, το αίμα δεν ξεχνά∙

θυμάται τον δολοφόνο του και τον παίρνει το κατόπιν,

όσα χρόνια και να περάσουν.

Το χυμένο αίμα ανοίγει τον κύκλο του αίματος

σ’ ένα αλλοπρόσαλλο μοιραίο χορό∙

κι οι κύκλοι του μεγαλώνουν επικίνδυνα

σπάζοντας όρια και φραγμούς,

συμπαρασύροντας στο πέρασμα τους

δολοφόνους και θύματα∙ δεν ξεχωρίζουν

στην ορμή τους θύματα και δολοφόνους∙

με την ίδια αδιαφορία τους ξεβράζουν στην ακτή…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ  ‘’ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ‘’

ΕΚΔΟΣΗ : 2013

 


Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ / Θεοδοσίου - Νικολάου Μαίρη


Κάθε Απρίλη
ένας τρυφερός άνεμος
με μυρωδιές λουλουδιών
από στεφάνια
θα περνά μπροστά
από τις μαυρόασπρες φωτογραφίες σας
ν''αποτίει φόρο τιμής
για όλη την άνοιξη που χαρίσατε.
Κι Εκείνη η Πανώρια στην Ανηφοριά
με το βλέμμα τους καθαρό
καρφωμένο για πάντα στα μάλλιά Της
θα χαμογελά σ'όλα τα παλληκάρια
που άνθισαν στο χώμα
με θλιβερή υπόκρουση
το κροτάλισμα όπλων
και τον ξύλινο αντίλαλο της καταπακτής.

Αν δεν αντισταθείς / Μακρίδου -Robinet Κλεοπάτρα

 Αν δεν αντισταθείς

Να μην τελειώνεις με τις παλιές σου αμαρτίες
να τις κοιτάζεις από κοντά
τόσο που να βλέπεις τα σημάδια,
κι ύστερα να ορθώνεσαι
και να ετοιμάζεσαι για την συνηγορία
πλάϊ στον Απόλλωνα Υλάτη
την αλμυρή λίμνη το απόγευμα
στους ανθισμένους κάμπους
με τα ρούχα σου καθαρισμένα
το τιτίβισμα των πουλιών
ενώ πέφτει η νύχτα
στο άλαλο ηλιόγερμα
τα δέντρα με τα βαριά ράσα
και τα υγρα ́τους πόδια
να ετοιμαστείς
ν´ακούσεις την ετυμηγορία
στο σπίτι με τις φοινικές
ψιλαφώντας τοίχους οικείους
της αρχαίας πολιτείας
χαϊδεύοντας τα πουλιά του Ευστόλιου
κοιτώντας τον Χριστό στην αγκαλιά της Παναγιάς
της Αρακιώτισσας
και μην εκπλαγείς
να ξανακούσεις τα ίδια λόγια
«Η Κύπρος πέφτει μακριά».
Τις πληγές σου
να τις ραντίζεις
για να μην πεθάνεις...
Και μην εκπλαγείς ν´ακούσεις ξανά
τα φοβερά μαντάτα
μιας άλλης προδοσίας
μοιραίου επίλογου των προηγουμένων
σιαμαίων αφετηριών
έτσι που ξυπνάς στην Λευκωσία
αργοπορημένος το πρωί
γιατί είναι βαθύς ο ύπνος σου
κι οι ηδονές πελάγιες
και το ρέμα που σε πήρε υδάτινο
μες το λαβύρινθο των στοών
των μεταλλάξεων
που νομιμοποιούν τα αδυσώπητα
αυτά που κάποτε θεωρούσες
απαράδεχτα.
Και μην αυταπατάσαι
γι αυτό που ισοδυναμεί
με διαχείρηση «ελεγχόμενης διχοτόμησης»
όσο κι αν αναψηλαφείς
σαράντα δυο χρόνια μετα ́
την Ιουλιανή ατιμία
η συνωμοσία ήταν
να σε ξερριζώσει
απο την φυσική σου γεωγραφία.
Μην είσαι αφελής να νομίζεις
ότι όσα συντελέστηκαν παρηλθαν.
Οι τούρκικες μεθοδεύσεις
σ´οδηγούν να πιεις από μόνος σου
αν δεν αντισταθείς
το ιστορικό κώνειο.
Κλεοπάτρα , από την συλλογή «Το Κάππα της Κύπρου» 2013

ΦΥΓΗ........... / Χριστοφίδης Τίτος

 

Θα μπορούσε να είναι μύθος,
λείπει όμως η παράλογη υπερβολή,το ψέμα.
Με τόνα χέρι σφίγγει το πέτσινο λουρί
ανέκφραστη, θλιμμένη η βλοσυρή μεσήλικη κυρία.
Το άλλο χέρι αιωρείται ρυθμικά σαν εκκρεμές
χρωμάτων απορίας σ απρόσμενη συνάντηση.
Κοντόσωμο το συνοδό σκυλί
και μαλλιαρό και υποτακτικό,
με άσπρο χρώμα πάναγνης αθώας παρουσίας
στηρίζει, φωτίζει, γιγαντώνει την απαντοχή
της βλοσυρής θλιμμένης αγέλαστης κυρίας.
Περιδιαβάζει χρόνια τώρα το ζευγάρι
με χρονικό ρυθμό και τακτικά.
Το ’χρόνια’ είναι αόριστο
γιατί λιθόστρωτοι οι δρόμοι και ξερολιθιές
δεν σήμαναν ποτέ την ύπαρξη μόνο λιθίνης εποχής.
Σε σπάνια αφήγηση του άλλου μύθου
η έξοδος από το σπήλαιο απόγνωσης
έγινε με στήριξη στην κριαριού κοιλιά
τον τυφλωμένο πια Πολύφημο να ξεγελά ο μυθικός
με κρίσιμο ζητούμενο ζωής - θανάτου, όχι εκτόνωσης
ούτε απαντοχής, φυγής από τη χρόνια απαίσια θλίψη.

Ο άγνωστος / Στυλιανού Κυριάκος


Το μάτι μας έπιανε τον άγνωστο εκείνο άνθρωπο άλλοτε να κρύβεται πίσω από μεγάλους κάδους ανακύκλωσης και άλλοτε να εισβάλλει μέσα στις αυλές των σπιτιών μας. Και, αφού στην αρχή τον πήραμε για κλέφτη, σκεφτήκαμε όλοι μαζί να τον διώξουμε μακριά από τη γειτονιά μας. Κάθε φορά που τον βλέπαμε, μια δύναμη, που ξεκινούσε από τα βάθη της ψυχής μας και κατέληγε σαν κόμπος στο λαιμό, μας έσπρωχνε να κλείνουμε ερμητικά τις πόρτες των σπιτιών μας για να μην τον αντικρίσουμε κατάματα.
Εκεί που νομίσαμε πως τον ξεφορτωθήκαμε για πάντα, τον είδαμε μια έναστρη βραδιά πρώτα να σμίγει με τη σκιά του και μετά να ανάβει ένα τσιγάρο. Είδαμε κιόλας παιδιά που μόλις τον είδαν σταμάτησαν το παιχνίδι τους και έτρεξαν αμέσως κοντά του. «Νύχτωσε! Ελάτε γρήγορα στο σπίτι!» φώναξαν τότε αλαφιασμένοι με μια φωνή οι γονείς τους.
Ο άγνωστος, όμως, πρόλαβε τη φορά αυτή και μας κοίταξε στα μάτια την ώρα που κλείναμε ερμητικά τις πόρτες μας. Για πρώτη φορά τον πλησιάσαμε. «Και τα παιδιά τους;» τον ρωτήσαμε αφού καταφέραμε και σταθήκαμε απέναντι του. «Τι να έγιναν άραγε εκείνα τα παιδιά;» « Εσείς ξέρετε...» μας απάντησε εκείνος με νόημα. «Κάπως έτσι έγινε και με σας...» συνέχισε, παρατηρώντας το τσιγάρο του που σιγά σιγά έσβηνε. «Μια μέρα σαν κι αυτή ήταν που...». «Πού...;» τον ρωτήσαμε ξανά, κι αυτός συννέφιασε.
«Πότε επιτέλους θα πείτε την αλήθεια;» μας έστησε στον τοίχο, και εμείς σκύψαμε το κεφάλι, καταλαβαίνοντας πως κανείς δε βολεύεται να κρύβεται για πάντα πίσω από τη σκιά του. «Για πόσο καιρό ακόμα θα κρύβεστε πίσω από τους άλλους;» μας έστησε και πάλι στον τοίχο κι εμείς σκύψαμε ακόμα πιο κάτω το κεφάλι. «Για πόσο καιρό ακόμα θα κρύβεστε από μένα;».
Είδαμε τότε ένα θεόρατο κτήριο να παίρνει τη θέση της αλάνας και να μας κρύβει για πάντα τον ήλιο, είδαμε τα παιδιά μας να γυρνούν απελπισμένα τριγύρω το κεφάλι μήπως βρουν ένα άλλο μέρος για να παίξουν, τα παιδιά μας ν’ απομακρύνονται από το καταφύγιο που για χρόνια τους προσφέραμε. «Ποιος άραγε να θέλει κάποιον που του έκλεψε τη χαρά;» μας ρώτησαν στα ίσα, κι εμείς επιμέναμε πως ό,τι κάναμε ήταν για το καλό τους και πως κανείς από μας δεν έφταιγε.
"Εμείς φταίμε..» λέμε τώρα όλοι, κι εκείνος ανοίγει την αγκαλιά του. «Επιτέλους συναντηθήκαμε...» μας λέει. «Επιτέλους συναντηθήκαμε...» λέμε κι εμείς ο ένας στον άλλο, λες και συναντιόμαστε για πρώτη φορά. «Νύχτωσε...» ψελλίζουμε εμείς,
«Νύχτωσε...» ψελλίζει κι εκείνος, μέχρι που γίνεται ένα μαζί μας, και δε μας είναι πια άγνωστος, μέχρι που το τσιγάρο του πέφτει άψυχο κάτω όπως ακριβώς τα παιχνίδια των παιδιών μας που τέλειωσαν για πάντα.
Κυριάκος Στυλιανού, Συλλογή Διηγημάτων " Μεταμορφώσεις", 2017

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΖΟΜΕΝΟ/ Πενταράς Νίκος

 

Μια σαύρα σερνόταν
στα χαλάσματα των πλινθόκτιστων σπιτιών
οι παπαρούνες πιο πέρα
μαρτυρούσαν το αίμα των σκοτωμένων
κι ανάμεσα στ’ αγριόχορτα χαμοπέρδικες
θρηνούσαν την εγκατάλειψη
στα μάτια του φιδιού
που σεργιανούσε στους έρημους χωματόδρομους
ήταν εμφανής η κατάρα του μίσους
αν και είχε πολλή σκόνη στην ατμόσφαιρα.

Η ζωή είναι μικρή.... / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα

 

Η ζωή είναι μικρή,
φεύγει σαν την βολίδα,
δώσε της χρώμα σήμερα,
δώσε της, την ελπίδα!
Κάθε στιγμή ανεπανάληπτη ,
γεμίζει τη ζωή,
δώσε στιγμές όμορφες,
να χαίρεται η ψυχή!!!
Θ'άγαλλιαστεί το μέσα μας,
Άνοιξη στην ψυχή μας,
θα λάμψει μέστ' τα μάτια μας,
θα γλυκάνει την ζωή μας!!!!
Στέλλω την καλημέρα μου,
γοργά να σας τη φέρει,
χελιδονάκι που πετά,
κι ήρθε απο ξένα μέρη....
Χελιδονάκι που πετά,
με την ουρά ψαλίδι,
ας κόψει,
κάθε κακό σ’ αυτή τη γή,
να εξαλειφτεί ,η οδύνη.

η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ / Ξύστρας Δημήτρης


----------
Από το μίσχο
φύτρωσα
σαν μπόλιασμα τ’ Απρίλη,
πορφύρα κι’ άνεμος
γλυκός
μου μάγεψαν τα χείλη.
Κλειστό παράθυρο
ήμουνα
που ‘κρυβε την ελπίδα,
σαν καρυοφύλλι
στη σκλαβιά…
κι’ αχόρταγη ανάσαινα
τη μυρωδιά της νιότης
σαν αφρισμένο
πέλαγο,
σαν θάλασσα πλατιά.
Φλέρταρα
με την ηδονή
μπροστά στην Άγια Πύλη,
γευόμουν
απ’ τ' αμπέλι Σου
το πορφυρό σταφύλι.
Στα στήθια μου
εκούρνιασε
της ηδονής το θαύμα
και θήλασε κι’ ο διάβολος
απ' το δικό της γάλα.
Στο στέρνο μου
κάτω απ’ το φως
πλαγιάζανε στρατιώτες,
με το κρασί
τους κοίμιζα
σε φτερωτή σπηλιά,
για δυο σταγόνες
όνειρο,
έπλενα μες το κύμα
την ματωμένη τους ψυχή
σε έρμη ακρογιαλιά.
Μου ‘βαλες
τόσες ομορφιές
σ’ ολόχρυσο ποτήρι,
που πόθησα
στο ξύπνιο μου
και τα γλυκά Σου χείλη.
----------
Στην κρίση Σου
εναπέθεσα
τις αμαρτίες μου όλες,
σαν άτια που καλπάζουνε
να φύγουν μακριά
και σέρνουνε μιαν Άνοιξη
σε μαγεμένες ρόδες
που όσο κι’ αν τρέχουν,
φαίνονται
ακόμα πιο κοντά.

Σκοτώστε και τον ποιητή / Ανδρέου Ειρήνη


Εφ' όσον ο λαός κοιτά
μονάχα την βολή του
την εξουσία προσκυνά
κι ας χάνεται η Πατρίς του
Όλα του πάνε κατ' ευχήν
κι ας μη χαλώ την πιάτσα
αφού και υποψήφιος
είπε την Κύπρο τάτσα!
(λεκέ)
Αρνούνται την σημαία μας
της ανεξαρτησίας
Στου μαύρου Ιούλη το λαμπρόν
ούλλοι μας εκλωτσήσαν.
Καρτέραγαν την μάνα μας
να ‘ρθει να μας γλυτώσει
μα ήρθε πριν , χαράματα
για να μας παραδώσει ...
Σκοτώνοντας τους αδελφούς
που έλεγε προδότες
το μίσος είχαν προ πολλού
της χούντα οι «πατριώτες».
Το ‘παν δικοί τους αρχηγοί
«Ο αγώνας ήταν λάθος»
όμως αλλού τους έτρωγε
το μίσος είναι πάθος.
Και στον λαιμό τους πήρανε
παιδιά ιδεολόγους
μα αν ξύπναγαν θα φτύνανε
στεφάνια μα και λόγους .
Μα ο ηθικός ο αυτουργός
όσο κι αν δεν αρέσει
ήταν ο «μέγας» στρατηγός
που 'φερε και το φέσι........
Κι αυτός που τον κουβάλησε
ας βλέπει απ' το θρονί
η Κύπρος πώς κατάντησε
και να την ..... ευλογεί.
Κλάδο ελαίας έδωσε
κι ο φάκελος κλεισμένος
σκοτώστε και τον ποιητή
δεν είναι βραβευμένος
Ήθελα πιο πολλά να πω
μα τα' πε η ιστορία
τον Πενταδάκτυλο κοιτώ
με πιάνει ανατριχίλα.
Κι αν είστε μάγκες άντε μπρος,
ψηλά στην ανηφόρα
Άντε αράτε τον σταυρό
που σήκωσε ο Ευαγόρας!
σαν πίστεψε σε λευτεριά
στα δεκαοχτώ του χρόνια
και του περάσαν την θηλιά...
σας καρτερά ακόμα.
Χιλιάδες οι Αθάνατοι
ήρωες προδομένοι
η αρρώστια σας επάρατη
το μίσος επιμένει .
Μήτε δεξιοί μήτε ζαβροί
πονάνε πια τον τόπον
όλοι αράξαν στην βολή
πιόνια των αρχόντων.
Τραβά ο ένας το πετσί
κι ο άλλος το τομάρι
μα ο λεκές μας της ντροπής
άστρο , μισό φεγγάρι,
μισό αιώνα είν’ εκεί
και όχι στην σημαία
προσκυνημένοι κι αυλικοί
που πήγε τόσο αίμα;
Καρέκλα, κόμμα ,διαφθορά
κι όποια πέτρα σηκώσεις,
ΜΙΖΑ θα γράφει καθαρά,
ο Θεός, (😉 πια ας μας σώσει.
Όποιον μιλά τον έχουνε
«του πάτσου και του κλώτσου»
κρυφτό όλοι τους παίζουνε
πίσω απ' το δάχτυλο τους.
Τους Βαραββάδες συγχωρούν
και προσκυνούν Πιλάτους
αρχιερείς με τους σταυρούς
και δήμιους του κράτους
Δικοί κι οχτροί συμπράξανε
την Κύπρο κατατρώνε
και αμοιβή εισπράττουνε
φαρισαίοι και τελώνες.
Το βιος το αίμα την ψυχή
σαν δράκουλες ρουφάνε ,
τα πρόβατα στην σιωπή
μιας και κουτσοπερνάνε.
Με κοκαλάκια επαιτούν
γλείφουνε και κουφέτα
γονατιστοί τους προσκυνούν
ραγιάδες με πατέντα
Κι όσο για το σύστημα
που λεν λογοτεχνία
τα φτύνω τα βραβεία σας
πάνω από μνημεία .
Γιατί κανείς σας δεν υμνεί
αυτούς που ‘χει σκοτώσει
το χέρι το αδελφικό
κι ας ήτανε καμπόσοι;
Δεν έχουν μάνες όλοι αυτοί;
Ονόματα δεν έχουν ;
για δεν τα λέτε στα σχολειά
οι νέοι να κατέχουν ;
Μα μόνο τους προτρέπετε
παράδειγμα να γίνουν
να κρεμαστούν και να καούν
Αθάνατοι να μείνουν .
Κι αυτοί που δεν κρεμάστηκαν
κι ας ήτανε προδότες
σε θρόνους καλοκάθισαν
τους λεν και πατριώτες.
Κι αφού με ψέμα γράφεται
της Κύπρου η ιστορία
ο ποιητής πια σιωπά
μονάχα από αηδία.