ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΑΡΕΝΑ
Μεσάνυχτα
ανάμεσα στους ορθόκλωνους κίονες.
Οι πλατείες
άδειες απόλυτη ησυχία.
Κάτω από τις
ιερές πέτρες συγκατοικούν ο Δίας
η Δήμητρα, ο
Αδης, ο Διόνυσος, οΉλιος κι η Σελήνη.
Οι ελλανοδίκες
παρακολουθούν τα γυμνά κορμιά
στην παλαίστρα
το αγκύλωμα των σωμάτων ο στόχος.
Το Ηραίο, η
Στοά της Ηχούς, το εργαστήρι του Φειδία
που αναμένει
ακόμη να λαξέψει το φως
στα κλειστά
μάτια των ανθρώπων.
Το φεγγάρι
ακολουθεί την πεπατημένη
σίγουρο για το
μέλλον του.
Αντηχούν
υπόγειοι κραδασμοί, καταγράφονται
χιλιάδες
διάλογοι φεγγαριών και ήλιων,
ιστορία μες
στην ιστορία, ζωή μέσα σε άλλες ζωές
έξω από μας
και μέσα μας.
Τα μάτια, τα
χέρια, ο λόγος
απορροφούν,
αδράχνουν, ανοίγουν φτερά
και
στροβιλίζονται στου χρόνου την αρένα.
Μετακινώ αργά
τη βαριά κολόνα.
Κάθομαι στο
βαθούλωμα.
Γεμίζω με χώμα
το στόμα, τα μαλλιά.
Τυλίγομαι
φύλλα δάφνης
να με βρουν σ'
αυτή τη θέση χρόνια μετά.
Μια άγνωστη θα
σημειώσουν, δίχως ταυτότητα.
Αρχαία
Ολυμπία, Αύγουστος 2013
***
ΤΟ ΨΑΡΙ
(του Μίλτου Σαχτούρη)
Το τραπεζάκι στη γωνία ήταν στενό.
Ίσα ίσα χωρούσε τους αγκώνες που ακουμπούσαν
και στήριζαν το πρόσωπό του.
Οι ώρες ακολουθούσαν την τροχιά του ήλιου
που εκείνη τη στιγμή έγερνε πνιγμένος ανάμεσα
στις πολυκατοικίες και στα καχεκτικά δέντρα του κήπου.
Το παράθυρο δίπλα του άνοιγε μια προοπτική.
Δειλινό· ένα πέρασμα από τη μέρα στη νύχτα.
Άλλους απαλύνει κι άλλους αναταράζει.
Καθότανε απλώνοντας τις σκέψεις
πάνω από το κατακάθι του καφέ.
Γύρω του πρόσωπα γνωστά και άγνωστα.
Αυτός κι οι τελευταίοι πελάτες της ημέρας.
Αργότερα θα ανανεώσουν τη διαρρύθμιση,
τους σερβιτόρους, τα τραβηγμένα χαμόγελα,
τα τραπεζομάντιλα, τα σερβίτσια
με τα επίσημα της νύχτας.
Μα ήταν ακόμη νωρίς· κι αυτός εκεί, στη γωνία.
Με τα μάτια να καρφώνει στους τοίχους τους παρόντες,
να κατεβάζει απ' τα κάδρα τους απόντες,
να ανοίγει διέξοδο στην ταπετσαρία των τοίχων,
λες κι έκανε την τελευταία απογραφή.
[...]
**
ΣΠΙΤΙ ΚΑΡΑΒΙ
Όλοι οι άνθρωποι είναι γη.
Κουβαλούν κάτι προϊστορικό που δεν είναι ορατό.
Γι’ αυτό και διαφέρουν μεταξύ τους.
Μιλούν διαφορετική γλώσσα,
απλώνουν τα πόδια τους σε διαφορετικές θάλασσες.
0 ένας δεν μπορεί να μαντέψει γιατί αδειάζουν
τα ποτήρια του κρασιού τόσο γρήγορα.
0 άλλος δεν αντιλαμβάνεται πότε πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του,
πότε πρόλαβε να τα κρεμάσει στ’ αγκάθια των βάτων…
Σηκώνω άγκυρα.
θέλω να δω το σπίτι μου τη νύχτα με λαμπερό φεγγάρι.
Έχουν περάσει σαράντα χειμώνες από τότε
που για πρώτη φορά ζήτησε βάψιμο.
Έκτοτε ξαναβάφεται πίσω από τις κουρτίνες και τα λεπτά
κεντήματα της μάνας μου, τις σταυροβελονιές, τα κοπτά,
τα ανεβατά, τους ποταμούς που ξεδιψούν τις κεντήτρες’
δίπλα στα ινδικά υφαντά που αναπληρώνουν την ανθρώπινη
απουσία γιατί κάποιος θέλησε να ξεκληρίσει τις κλωστές
που συγκρατούσαν την ισορροπία της.
Έξω στην αυλή ξεχωρίζουν οι σκιές των γενιών που πέρασαν,
οι σπόροι που φύτρωσαν σαν μάτια λουλουδιών
και στόλισαν κεφάλια όμορφα’ ανθισμένοι πολυέλαιοι.
**
ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ
Επειδή σκεφτόμουν εσένα, διέσχιζα τις σελίδες
συγκεντρώνοντας χλομά νοήματα.
Αίφνης αντιλήφθηκα πως έφτασα στην τελευταία
ενώ έξω η νύχτα είχε πέσει από ώρα.
Κοίταζα το ρολόι και περίμενα.
Κάποιος καθυστερούσε το προμήνυμα της άφιξης σου.
Τότε ήταν που είδα τη μαύρη σκιά
πατημένη από τις γλιστερές ρόδες των αυτοκινήτων.
Τα χέρια της εξείχαν δείχνοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο
προς το δρόμο που είχες φύγει
και τα σημάδια στο σώμα της
φαίνονταν άδεια με γυμνό μάτι.
**
ΠΑΛΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης
φυλάω τα παλιά ημερολόγια.
Τα ανοίγω πότε-πότε, όχι για να θυμηθώ
μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω.
Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία
που σκοτώνει με λεπτότητα.
**
ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.