αναμνήσεις της ανεμελιάς μου.
Κι΄ο ευκάλυπτος ο άγρυπνος φρουρός
στα καρδιοχτύπια τα δειλά μου,
αποτινάσσει το πένθος του ο ορφανός.
Θροίζοντας τα φύλλα με προυπαντίζει.
Γόνε του θυμού της αδικίας .
Γόνε του διωγμού και της πικρίας
σαν να΄ταν η ψυχή σου ΄΄ενα χαρτί
σβήσε τα αμέτρητα γιατί.
Για τα εγκλωβισμένα όνειρα σου κλάψε.
Και την επιστροφή σου τώρα θάψε.
Μου ψιθυρίζει κι΄ύστερα δακρύζει.
Οι αρχαίοι μου πατέρες με οργή,
αποζητούνε την χαμένη περηφάνεια
και μέσα απ΄του εχθρού την φυλακή
θρηνούν για της φυλής τους την κατάντια.
Στην Σαλαμίνα κύμα δροσερό
να προδίδει τα καμώματα ντροπής μας.
Μ΄ένα φλοίσβο μοιρολόι γοερό
στον Ευαγόρα τον πατέρα οδηγητή μας.
Της γενιάς μου η ανανδρία και η ορφάνια
το ένδοξο χαρίζει παρελθόν
λάφυρο μιας ανάξιας περηφάνιας
στο βάρβαρο το χέρι το εχθρικό.