Άστραψεν η
Ανατολή κι εβρόντησεν η Δύσι
κι
εχαμηλοπουμπούρισεν* η Πέτρα του Λιμνίτη·
απόχει
ευχαρίστησιν, ας έρτει ν' αγροικήσει,*
να κάμω τ'
αμματάκια του να τρέξουν σαν την βρύσιν,
γοιάν* τα νερά τα τραξιμιά, που δεν έχουσιν στήσιν,
την Δέσποιναν
και τον Χριστόν για να δοξολογήσει·
Τέτοιαν Κυράν
και Δέσποιναν ποιός το 'λέγεν να φύγει,
να πάει κάτω
στον γιαλόν να κάμει αρκόν ταξίδιν!*
Πάνω στου
Κύκκου το βουνίν κτίζουν της μοναστήριν,
κτίζουν την
εκκλησίαν της με ούλον κεραμίδιν·
αππέσω κτίζουν
τα κελλιά κι αππέξω σιμιντήριν,*
αππέσω
μαζευτήκασιν κάμποσοι καλοήροι·
ακόμ', αν δεν
πιστεύγετε, οι πεύκοι 'ν γονατισμένοι,
που διάβαιννεν
η Δέσποινα, τέτοια χαριτωμένη.
Στους τόπους,
απού διάβαιννεν, τα δέντρη ούλα τρίζαν,
και σείζουνταν
οι μούττες τους, χαμαί στην γην εγγίζαν,
δίχως στραπές,
δίχως βροντές πως μυλλοψιχαδίζαν*
τα νέφη πα*
στους ουρανούς, μαζίν της εγυρίζαν!
Ούλες κυράδες
τες λαλούν, ούλες κυράδες είναι,
μα, σαν του
Κύκκου την Κυράν, άλλην κυράν δεν έχει,
πρώτον
διαβαίνν' η χάρις της και ταπισόν ηβρέχει.
Όντας θελήσ' η
Δέσποινα να βγει να διακινήσει,
ούλος ο κόσμος
τρέμει την, π' Ανατολήν ως Δύσιν·
όντας θελήσ' η
δέσποινα να βγει που το θρονίν της,
οι αρχαγγέλοι
παίρνουν την εις τον μονογενή της·
Αννοίξαν οι
εφτά ουρανοί να μπ' Κυρά του κόσμου.
Που την θωρεί
ο γυιούλλης της, επροσηκώθηκέν της,
στον θρόνο που
εκάθετουν, εκεί εκάθισέν την.
«Καλώς την την
μητέρα μου με τα καλά του κόσμου,
και να μου π'
η μητέρα μου ίντα καλά έχει ο κόσμος.»
Τετάρτην και
Παρασκευήν ζυμώννουν και φουρνίζουν,
το γείρμαν του
μεσομεριού σαρίζουν* και καπνίζουν,*
Κυριακήν που
το πωρνόν πλυννίσκουν* και ραντίζουν
πιάννουν τα
ποφρουκάλιδα* και την αυλήν παστρίζουν.*
Το Σάββατον
που το πωρνόν λαμπάδες αγοράζουν,
Κυριακήν
αφταίνουν* τες και κλαίσιν και φωνάζουν,
ψάλλουν το
«Κύρι' ελέησον», εσέν κι εμέν φωνάζουν.
Και μίαν
Κυριακήν πρωίν, προτού την Λειτουργίαν,
λαμπάδαν της
εστείλασιν κανίσσιν* απού πέρα,
κείνη λαμπάδα
δεν ήταν, μονόν ωσάν νεφρίδιν·
πιάννουσιν
τρεις και τέσσερεις και πέντε καλογήροι,
στηννουν την
δεν ηστήννεται, κρούζουν την δεν αφταίνει.
Η Δέσποινα
αρωμάτισεν έναν καλογεράκιν
που τόστειλεν
η μάνα του εις την Μονήν σκλαβάκι.*
«Γυιέ μου, πε*
του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου
λαμπάδα που
μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει
λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως
χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν,
μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει,
κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν
ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που
μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που
την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σωκώθην το
καλοηρίν του ύπνου μαραμμένον,
εφόρησεν τα
ράσα του, γοιάν ήταν μαθημένον,
ενίφτην κι
εσφογγίστηκεν και πάει στον γουμένον:
Και καλημέρα
δάσκαλε και πρώτε των γερόντων,
κρόστου με*,
αφέντη δάσκαλε, και ό,τι σου πω να ποίσεις,
εψές είδα έναν
όρωμαν και να μου το διαλύσεις·
εμέναν η Κυρία
μας αναρωμάτισέν με,
σαν
εκοιμούμουν όμορφα, ήρτεν κι εξύπνισέν με.
«Γυιέ μου, πε*
του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε το γουμένου
λαμπάδα που
μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει
λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως
χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν,
μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει,
κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν
ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που
μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που
την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σηκώθην
καθηγούμενος, χαμαί την εξαπλώννει,
εννιά βαρέλλες
έφερεν, παρούτην τες γεμώννει,
και όση
επερίσσεψεν χαμαί την εσσιονώννει.
Κάτω στο
Στρουμποπόλεμον* κτίζουν της το μετόχιν,
έχει και το
κουπάιν* της, έχει και τον βοσκό της.
Κάνεναν πράμαν
δεν έχει σαν την Κυράν του Κύκκου
βασίλισσαν την
έχομεν δα μέσα, πον η Κύπρου.
Εις την Αγίαν
της Μονήν βάλλει βουλήν να πάσιν,
Άγιον Φώτην,
στον Στατόν, Γαλαταριάν, Κοιλίνειαν
οι Παναγιώτες
τ' άκουσαν, βγαίνουν που τα καμίνια,
ετρέξαν εις
την χάριν της να πάσιν να την δούσιν,
γιατ΄ είναι
βασταγάρηδες κι αλλού δεν πολεμούσιν.
Απού το ξέρει
να το πει τρεις φορές την μέραν,
ππέφτει
λαμπρόν* δεν κάφκεται, με ποταμός τον πέρνει,
στην κρίσιν,
που κρινούμαστεν, εκείνος δεν πηγαίννει,
Στο Άγιον Όρος
να βρεθεί, να μην αροθυμήσει,
την ώρα του
θανάτου του εννά την αγρωνίσει,
άγγελος που
τον ουρανόν εννά τον βοηθήσει·
τ' Άγια Πάθη
του Χριστού να πα να προσκυνήσει,
και πάλε να
μεταστραφεί κι εμάς να χαιρετίσει.
Εκείνος απού
το 'βγαλε όμορφα ποίησέν το
και αναμπροστά
της Δέσποινας αναζωγράφησέν το.
Πάνω στα
δένδρη τα ψηλά, πουλλάκια, κιλαδάτε,
ζωήν και
χρόνια να ΄χετε όσοι κι αν αγροικάτε,
Δέσποινας
πρέπει δόξασι κι εμέναν τ' ως πολλά 'τε.
Γλωσσάρι
κυπριακής διαλέκτου
01.
εχαμηλοπουμπούρισεν = βρόντηξε χαμηλά
02. αγροικήσει
= ακούσει
03. γοιάν =
σαν
04. αρκόν =
ταξίδι που αργεί, μεγάλο ταξίδι
05. σιμιντήριν
= ψηλός πετρόκτιστος τοίχος
06.
μυλλοψιχαδίζαν = ψιχαδίζαν λίγο. Από τη λέξη μυλλόν = μήτε βρεγμένο μήτε στεγνό
07. πα = πάνω
08. ιλιώ =
λιώνω
09. σαρίζουν
=σκουπίζουν
10. καπνίζουν = θυμιατίζουν
11.
πλυννίσκουν = πλένουν
12.
ποφρουκάλιδα = μικρές φρουκαλιές
13. την αυλήν
παστρίζουν = κάνουν την αυλή πεντακάθαρη
14. αφταίνουν
= ανάβουν
15. κανίσσιν =
δώρο
16. σκλαβάκι =
υπηρέτης
17. πε = πες
18.άψει =
ανάψει
19 κάφκεται =
καίγεται
20. κρούζουσιν
= πέρνουν φωτιά
22. αγιολέος =
άγιον έλεος
23. (α)κρόστου
με = άκουσε με
24.
Στρουμποπόλεμον = τα χωριά Στρουμπί και Πολέμι
25. κουπάιν = κοπάδι
26. λαμπρόν = φωτιά