Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025
Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025
[Άπλωνα] / Μετόχη- Παναγιώτου Ιφιγένεια
Άπλωνα θάλασσα
τα σημάδια τ' ουρανού, στο κορμί σου
Θάλασσα της λησμονιάς
Του μεσημεριού
Του γρήγορου θανάτου
Παιγνίδι σου είμαι και πάω...
Μετόχη- Παναγιώτου Ιφιγένεια (μικρή αναφορά)
- Βιογραφικά στοιχεία:Απεβίωσε σε ηλικία 51 ετών, το 2025 (Οκτώβρης) μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.
- Αναγνώριση:Το έργο της έχει λάβει θετικές κριτικές, με αναφορές σε συλλογές όπως οι "Θαλασσινές Πινελιές"
- Άλλες συλλογές:
- Στοχασμοί Εφηβείας
- Της θάλασσας και του ήλιου
Απεβίωσε η ποιήρια Ιφιγένεια Μετόχη
Παρακάτω αναρτώ την ανακοίωση της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου από την σελίδα της το FB!
"Με βαθιά θλίψη πληροφορηθήκαμε σήμερα πως απεβίωσε, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, η λογοτέχνης και μέλος μας Ιφιγένεια Μετόχη. Μια ακόμα μαχήτρια της ζωής που στάθηκε με αξιοπρέπεια και αγωνιστικότητα μέχρι το τέλος. Πριν λίγους μήνες παρουσιάσαμε στη Λευκωσία την τελευταία ποιητική συλλογή της.
Καλό ταξίδι στο φως Ιφιγένεια μας.
Συλλυπητήρια στους οικείους της.
Στη μνήμη της παραθέτω απόσπασμα από τον χαιρετισμό μου, εκ μέρους του Δ.Σ., στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής της «Στον αστερισμό των χρωμάτων» (27.6.2025)
[…] Η αγαπητή Ιφιγένεια είναι μέλος της ΕΛΚ εδώ και αρκετά χρόνια. Πέρα από το ποιητικό και συγγραφικό της έργο αποτελεί ένα πολύ δραστήριο πρόσωπο που αναπτύσσει λογοτεχνικές δράσεις και συμμετέχει σε αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην πόλη που διαμένει, τη Λεμεσό, ενώ διατελεί επίσης μέλος αρκετών άλλων λογοτεχνικών ενώσεων, ομίλων και συνδέσμων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Μέσα λοιπόν από το έργο της, κι εν γένει τη δράση της, υπηρετεί κι αυτή με την σειρά της, όπως κάθε λογοτέχνης, καλλιτέχνης και γενικά πνευματικός δημιουργός τον πολιτισμό, προσθέτοντας το δικό της λιθάρι στο στέρεο οικοδόμημά του [...]
[...] Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται ποιητικές συλλογές και συλλογές διηγημάτων. Πολλά ποιητικά ή πεζά έργα της είναι εμπνευσμένα από τη θάλασσα, την οποία λατρεύει, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιογραφικό της. Απόψε θα ταξιδέψουμε μέσα από την ποιητική γραφίδα της Ιφιγένειας Μετόχη στον αστερισμό των χρωμάτων της, στο δικό της ποιητικό σύμπαν, στη νέα ποιητική της κατάθεση […]
Αγαπητή Ιφιγένεια, εκ μέρους του Δ.Σ. της ΕΛΚ, σε συγχαίρω για το νέο σου έργο κι εύχομαι να ‘ναι καλλίστρατο. Εύχομαι συνάμα να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι στον στίβο της ζωής, με οδηγό τη μεγάλη εσωτερική δύναμη που σε διακρίνει και ταυτόχρονα να συνεχίσεις να εκφράζεσαι και να δημιουργείς τόσο όμορφα μέσα από τη λογοτεχνία."
Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025
Κουράστηκα / Πανάγου Μαρούλλα
Εγω μια λέξη καρτερώ
κι ας ειν μια καλησπέρα
κι ότι σου λείπω μάτια μου
πέσ 'μου την καθε μέρα
Μα παραμένει σιωπηλή
κι αίνιγμα η μορφή σου
πέσ μου γιατί με τιμωρείς
τώρα στην σιωπή σου ;
Να τα πιστέψω τα τι λές
θέλω απ την καρδιά μου
μ' αμφιβολία τυραγνά
και καίει τα σωθικά μου
Αν το μετάνοιωσες εσύ
για να το ξέρω φως μου
πέσ το και χάνομαι ευθυς
την μαχαιριά σου δώσμου
Κι ας υποφέρω κι ας πονώ
θα φύγω μακριά σου
κι ας μου δωσε την μαχαιριά
άπονα η καρδιά σου .
Με τον καιρό θα επουλωθεί
θα γιατρευτεί η πληγή μου
κι ανάργια θα ξανάρχεσαι
πάλι στην θύμησή μου .
Για να θυμάμαι που και πού
τ'ομορφο τ'όνειρό μου
που κάποτε ονειρευτηκα
πως θα σουν στο πλευρό μου .
Μα για να σπάσεις την σιωπή
δεν το αποφασίζεις
Αδικα πάει η προσφορά
δεν την υπολογίζεις
Μαύρο φόρεμα / Τσελεπή Ειρήνη
Μαύρο φορεμα κάτω από τη βροχή
Μαύρο φόρεμα,
και λίγο πιο μέσα μια καρδιά που φυλλοροεί
πως δεν είναι η απήχηση της θλίψης μου
Ας μιλήσουμε για το χρώμα,
αφού ειναι ό,τι δεν σου αρέσει
Είναι η ψυχή μου πεταλούδα ολάσπρη,
είναι ανάλαφρη,
έτοιμη ν' αγκαλιάσει ό,τι αγαπά
Κι εσύ, καιρός να κοιτάξεις πιο βαθιά
Το μαύρο φόρεμα είναι η επικάλυψη του φόβου μου
Είναι ο επίδεσμος των χθεσινών τραυμάτων μου
Είναι η σιωπή της αγάπης
Ας αλλάξουμε χρώμα,
ίσως κοιτάξεις πιο βαθιά
Η ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΓΑΤΩΝ / Τιμοθέου Ανδρέας
Δεν ονομάζεται Ελένη
η γυναίκα αυτή δεν έχει όνομα
αλήθεια, δεν θα μπορούσε να 'χει όνομα.
Όσο για το αγία σαν προσφώνηση
Τη συναντώ χαράματα
με χέρια πάντοτε γεμάτα,
αγέλες την ακολουθούν
και τρέφονται από πάνω της
και τρέφεται από πάνω τους.
Τι να 'ναι αλήθεια
αυτό που αναζητά στο μέσα μας
η έγνοια για τον άλλο;
Κατατρεγμένες γάτες
ξαπλώνουν στα όνειρά της
κι όταν αδειάζουνε τα χέρια της
σε βάρδια πρωινού ή απογεύματος
αφήνει πίσω τα κουρέλια της,
για λίγο γίνεται πριγκίπισσα
κι ας επιμένω να την αποκαλώ
Αγία.
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025
ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΜΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ / Αρτεμίου Ελένη
Γιατί η ομορφιά
η κάθε ομορφιά
πρέπει να έρχεται με όλα τα χρώματά της.
Το φως χαμηλώνει, αλλά μόνο για να χωρέσει
σωστά στην επόμενη μέρα.
Την ώρα εκείνη, λοιπόν,
ο ήλιος βασίλευε πετώντας τις τελευταίες σπίθες του.
Καίγονταν παλιά σενάρια
αταίριαστοι ρόλοι.
Τους κοίταζα, καθώς μια θάλασσα κρατούσε το κορμί μου
σε κυματισμό θαυμαστικού.
Οι δυο τους μες στην υγρή αλμύρα
αβοήθητοι όπως μικρά παιδιά
που μόνο το καλό θέλουν να περιμένουν.
Εκείνος, με την ηλικία της σοφίας.
Εκείνη, με το καύκαλο των χρόνων στην πλάτη.
Κι όταν την κράτησε στα χέρια μες στη θάλασσα
αυτή —την αγάπη της νιότης—
με το ζαρωμένο πρόσωπο, τη φλεβίτιδα,
κρυφές και φανερές παθήσεις της ύπαρξης,
τα σημάδια από το δάγκωμα χαμένου παραδείσου...
Την ώρα εκείνη —θα ορκιζόμουν—ένας άγγελος
βγήκε από τον βυθό και έγραψε μια καινούργια ζωή
για εκείνους
μα πιο πολύ για μένα.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου (Ιούλιος 2025)
Μαύρο φόρεμα / Τσελεπή Ειρήνη
Μαύρο φορεμα κάτω από τη βροχή
Μαύρο φόρεμα,
και λίγο πιο μέσα μια καρδιά που φυλλοροεί
πως δεν είναι η απήχηση της θλίψης μου
Ας μιλήσουμε για το χρώμα,
αφού ειναι ό,τι δεν σου αρέσει
Είναι η ψυχή μου πεταλούδα ολάσπρη,
είναι ανάλαφρη,
έτοιμη ν' αγκαλιάσει ό,τι αγαπά
Κι εσύ, καιρός να κοιτάξεις πιο βαθιά
Το μαύρο φόρεμα είναι η επικάλυψη του φόβου μου
Είναι ο επίδεσμος των χθεσινών τραυμάτων μου
Είναι η σιωπή της αγάπης
Ας αλλάξουμε χρώμα,
ίσως κοιτάξεις πιο βαθιά
ΠΡΟΣΜΟΝΗ / Παπαντωνίου Ιωάννα
ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΞΥΠΝΟΥΝ... 1974... ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΣ...
Αγνοείται ο άγγελος
μα η φωτογραφία μαυρόασπρη
Το πιάτο αδειανό
Χρόνια τώρα…
Μπροστά στ’ ανοιχτό παράθυρο
τους περαστικούς ρωτάς
Θα γυρίσει;
Πετρωμένο χαμόγελο
Πεπρωμένο μοιρολόι
Πρόσωπο με χαρακιές-ρυτίδες
Στα μαλλιά το συρματόμπλεγμα
γίνηκε ακάνθινο στεφάνι
Βαθαίνουν οι πληγές
Θα ταυτοποιηθούν οι φτερούγες;
Θα γραφτούν οι επικήδειοι;
Πήρε να βραδιάζει…
Κλείνεις το παράθυρο
Μάνα τ’ αγνοούμενου, μάνα μας…
Θα γυρίσει… Αύριο!
Ιωάννας Παπαντωνίου
Αποχρώσεις μοναξιάς / Λαμπής Γιάννος
Αλήθεια ποιος μπορεί τη μοναξιά
με λέξεις να ορίσει;
τα λόγια είναι φτωχά, ίσως όμως
Ίσως να είναι σαν ένα μαχαίρι που βρέθηκε
μα που κανείς δεν άκουσε το φόνο
ίσως πάλι να είναι σαν ένας σταθμός το μεσονύχτιο
καταργημένων υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
ίσως να είναι μια προσωπική συλλογή
με υποψήφιους θανάτους
ίσως να είναι άδειο φέρετρο
που το πάνε αργά, τέσσερις στον ώμο
ίσως πάλι νά ’ναι βάρκα στο πέλαγο
μ’ ένα νεκρό για ναύτη
που η δίψα τον εστέγνωσε
και τον κρατάει όρθιο της θάλασσας τ’ αλάτι.
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ / Ανδρέου Παύλος
Όλοι παρόντες.
Σ’ έδαφος ουδέτερο.
Εφ’ όπλου λόγχη.
φτιαγμένες από μάρμαρο
σκληρό για τους γνωρίζοντες
τους δεδομένους όρους.
Κάποιος
κρατούσε σημειώσεις στο μυαλό.
Άλλη
κρατούσε αποστάσεις απ’ τα δρώμενα.
Ο τρίτος, αδιάλλακτος
κρατούσε χαρακτήρα.
Η ατζέντα ήτανε σαφής:
Πώς ντύνεις την απόκλιση
χωρίς να πειραχτεί η συμμετρία;
Πέρασαν πρώτα οι ρευστοί, οικειοθελώς.
Χειροκροτούμενοι
με κουμπωμένη αποδοχή παρ’ όλα ταύτα.
Ύστερα οι σχεδόν κανονικοί.
Μιλούσαν για διαδρομές
για όρια, για σεβασμό
για παιδικά βιώματα, για έμφυτες ελλείψεις.
Μα τι σεντόρεια μουσική
δεν άκουγε κανένας.
Σε μια στγμή, τα πάντα ανατράπηκαν.
Ένας, ή μία, ή ένα απ’ την πλατεία
άρχισε να φωνάζει δυνατά:
«Δεν ήρθα να δηλώσω την ταυτότητα
αλλά να δω εάν υπάρχει χώρος
γι΄αυτό που δεν σας μοιάζει».
Εκτεταμένη βουβαμάρα. Ένας βήχας.
Ήταν η ώρα που ο συντονιστής
σηκώθηκε ιδρωμένος, αναφέροντας:
«Aποφασίστηκε. Δεκτός
μόνο αν εξηγηθείς ενώπιον του πλήθους».
Εκείνος, ή εκείνη, ή το άλλο
χαμογέλασε.
Άνοιξε το πουκάμισο
μα πουθενά το σώμα!
Μονάχα μια επιγραφή
σαν τατουάζ στο άδειο:
«Είμαι ό,τι δεν αντέχετε να πείτε ειλικρινά
ούτε στον εαυτό σας!»
Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025
ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΙΗΤΟΥ / Παντελίδης Στέφανος
Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό μου εύχομαι
κάποιος ν’ απαγγείλει ένα μου ποίημα.
Και τότε
θα κυλήσει η μεγάλη στρογγυλή πέτρα
—αυτή που θα φράζει τον τάφο μου—
και θα βγω έξω.
Θα συναντήσω έναν-έναν τους νέους μου αναγνώστες
και θα τους «πείσω» δείχνοντας
τις τρύπες στην καρδιά μου.
ΚΥΠΡΟΣ. ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
β. Το χρέος μου
Έχω
την βούρκαν μου χαλκόν γεμάτην
πέτρες της Τύπρου μας σωρόν
άσπρην χαβάραν του χωρκού μου∙
μεν με ρωτάτε πού τα πάω
ται πού τα φέρνω
χρέος μου να τα κουβαλώ.
Αννοίω
την βούρκαν να μπουκκώσω
απλώννω τα στην μαντιλιάν
μες στην κούππαν μες στο πιάτον
κοπιάστε λαλώ τους περαστικούς
να πιούμεν μιαν που ιστορίαν.
Τ’
έρκουνται ούλλοι που γυρόν∙
Ένας αρκάτης που εποστάθην
ένας βοσκός με το πιθκιαύλιν
ο σιεράς με την φωθκιάν του
ο γανωματής με το καλάιν
ο καμηλιέρης με την καμήλαν
ούλλοι ξενοχωρίτες νυχτωμένοι.
Μεζέν
τερνώ τους την αλήθκειαν
που της Τύπρου το δεντρόν
μνήμην φιλεύκω τους ται πάσιν.
Λάμνε
λαλώ του που το Κτήμαν
που την Αμμόχωστον την Σαλαμίναν
έμπα της Έγκωμης του Κολοιού
τ’ ύστερις τράβα στην δουλειάν σου,
βάλε τ’ εσού τα δυνατά σου
να βάλει η ψυή σου μιαν γραμμούαν
να μεν αφήκεις να σβηστεί
της ιστορίας μας ο χάρτης.
γ. Νύχτα που φοράς
φουστάνιν μέρας
Μες
στην νύχταν με φεγγάριν
με Θεού καλόν φανάριν
εποτίζαμεν παττίες
τ’ ετζοιμούμουν στο ποστάνιν.
Με πισσούριν την ημέραν
με κούσπον πένναν πά’ στο έριν
ετσαππίζαμεν τες λέξεις
να τυλίσει ως τα πέρα
της αλήθκειας το νερόν∙
Της
Τύπρου δίτιον ν’ ανεφάνει.
Ανυπόλυτοι
ροκόλοι
μες στο χώμαν μες στ’ αυλάτιν
μες στο χωράφιν οι κουφάες
ετυλούσαν τ’ ’εν εκρούζαν.
Μεν φοάσαι που την φύσην
μανιή της φεύκει η νύχτα
που την άλλην να φοάσαι
νύχταν στ’ άσπρα που ’ν’ ντυμένη
ται φορά φουστάνιν μέρας.
Ποντικούς πά’ στο ζινίιν
κουβαλάς τους μες στην βούρκαν.
πέτρες της Τύπρου μας σωρόν
άσπρην χαβάραν του χωρκού μου∙
μεν με ρωτάτε πού τα πάω
ται πού τα φέρνω
χρέος μου να τα κουβαλώ.
απλώννω τα στην μαντιλιάν
μες στην κούππαν μες στο πιάτον
κοπιάστε λαλώ τους περαστικούς
να πιούμεν μιαν που ιστορίαν.
Ένας αρκάτης που εποστάθην
ένας βοσκός με το πιθκιαύλιν
ο σιεράς με την φωθκιάν του
ο γανωματής με το καλάιν
ο καμηλιέρης με την καμήλαν
ούλλοι ξενοχωρίτες νυχτωμένοι.
που της Τύπρου το δεντρόν
μνήμην φιλεύκω τους ται πάσιν.
που την Αμμόχωστον την Σαλαμίναν
έμπα της Έγκωμης του Κολοιού
τ’ ύστερις τράβα στην δουλειάν σου,
βάλε τ’ εσού τα δυνατά σου
να βάλει η ψυή σου μιαν γραμμούαν
να μεν αφήκεις να σβηστεί
της ιστορίας μας ο χάρτης.
φουστάνιν μέρας
με Θεού καλόν φανάριν
εποτίζαμεν παττίες
τ’ ετζοιμούμουν στο ποστάνιν.
Με πισσούριν την ημέραν
με κούσπον πένναν πά’ στο έριν
ετσαππίζαμεν τες λέξεις
να τυλίσει ως τα πέρα
της αλήθκειας το νερόν∙
μες στο χώμαν μες στ’ αυλάτιν
μες στο χωράφιν οι κουφάες
ετυλούσαν τ’ ’εν εκρούζαν.
Μεν φοάσαι που την φύσην
μανιή της φεύκει η νύχτα
που την άλλην να φοάσαι
νύχταν στ’ άσπρα που ’ν’ ντυμένη
ται φορά φουστάνιν μέρας.
Ποντικούς πά’ στο ζινίιν
κουβαλάς τους μες στην βούρκαν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)





