Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Έντεκα [11 ] ποιήτριες της Κύπρου μιλούν μέσα από τους στίχους τους για τον Ιούλη του 1974

 Επιλογή ποιημάτων: Δημήτριος Γκόγκας


 
1.      Κατερίνα Ηρακλέους
2.      Εύα Νεοκλέους
3.      Αντρούλλα Θεοκλή Νικηφόρου
4.      Άντρη Περικλέους Ονουφρίου
5.      Μαρούλα Πανάγου
6.      Αδελαίδα Παπαγεωργίου
7.      Δέσπω Πηλαβάκη
8.      Παυλίνα Στυλιανού
9.      Αθηνά Τέμβριου
10. Σωτηρούλα Τσιαμπουρή
11. Ελένη Τυρίμου
 
 
 
… της Κατερίνας Ηρακλέους

αιχμάλωτοι πολέμου τότε και τώρα,
πόσος φόβος κύλησε στα μάτια σας,
είσαστε οι μάρτυρες που ζείτε και μαρτυρήσατε στα χερια των κατακτητών,
ακολουθούσαν αμούστακα παλληκάρια τότε , πατέρες,
το άγνωστο οδοιπορικό αιχμαλωσίας,
με μια αόρατη ελπίδα,
αιχμάλωτοι που δεν πίστεψαν την ώρα εκείνη πως τα χέρια τους που φύτευαν σπόρους ,
θα έσκαβαν τάφους για μάτια που δεν άντεξαν τα βασανιστήρια,
αιχμάλωτοι του 1974 που σας δάνεισαν για λίγο την ζωή,
αιχμάλωτοι και τώρα
47 χρόνια μετά,
μισό νησί,
άνθρωποι που έφυγαν από τα χωριά με αιχμάλωτη την μνήμη στην γη τους,
πρόσφυγες που νιώθουν αιχμάλωτοι, ξένοι, στην άλλη πλευρά,
τα οδοφράγματα δεν είναι
η πόρτα της αυλής τους,
δεν είναι η εκκλησία τους που προσεύχονταν κάθε Κυριακη,
δεν είναι η ηλιόπνοη,
η ηλιοπλέουσα ,
η ηλιόκορφη ελευθερία της γης τους!
 
*
ΣΚΙΕΣ / Αντρούλλα Θεοκλή Νικηφόρου
 
Ανταρσία κάνει η ψυχή,
ξεκλειδωμένη σκέψη,
τζιαί τό ταξίδι ξεκινά,
νά πάει να ταξιδέψει.
 
Νοερό ταξίδι η ψυχή,
έχει επιθυμίσει,
στόν τόπο πού γεννήθηκε,
νά πάει νά προσκυνήσει.
 
Θέλει νά πάει στόν Βορκά,
νά πάει στό χωρκό της,
εκεί πού εμεγάλωσε ,
στόν τόπο τόν δικό της.
 
Αμέσως βάζει τά φτερά,
τζιαί γρήγορα πετούσε,
τούντη στιγμή περίμενε,
χρόνια τήν καρτερούσε.
 
Στά γρήγορα ,στά ξαφνικά,
εβρέθην στήν Χαλεύκα,
μέσα στά δάση τά πολλά,
τζιείντα μεγάλα πεύκα.
 
Δρόμος μακρύς,τζιαί δύσκολος,
έκατσε γιά νά πνάσει,
πάνω στόν Πενταδάκτυλο,
τά ολόδροσα τά δάση.
 
Έτσι όπως φυσούσε όμορφα,
τζιείντο γλυκό αερούϊ,
κάτω στού πεύκου τή δροσιά,
επήρε την ,τό υπνούϊ.
 
Ξάφνου,ακούει βήματα,
στέκει τζιαί κρολοάται,
τί να συμβαίνει άραγε,
στόν ύπνο συλλοάται.
 
Φιγούρες βλέπει τζιαί σκιές,
νά περίπλανιούνται,
στήνει αυτί,ακούει ομιλίες,
σκέφτεται ,συλλογίζεται,
είναι αληθινές;;;γιά είναι φαντασίες;
 
Πάει κοντά,κοντέφκει τους,
μα τζιείνες πάσιν πίσω,
φωνάζει τους,περιμένετε,
εγιώ νά σας γνωρίσω.
 
Δκυό σκιές,εξεχώρησαν,
κρατούσαν σιέρι-σιέρι,
μιλούσαν κάπως αμυδρά.
Μήπως γυρέφκεις μας,εμάς,
εις τά δικά μας μέρη;;;
 
Δκυό αδέρκια,είμαστε...
Εγιώ είμαι ο μιαλλύττερος,
Σωτήρη με λαλούσιν,
τούτος εν ο Αντρίκκος μας,
τα κόκκαλα του,ακόμα να βρεθούσιν.
 
Εγιώ,εσάς εγνώρισα,
είσαστε δκυό αδέρκια,
τζιαί γιά μένα είσαστε,
δκυό πρώτα μου ξαδέρκια.
 
Πάω κοντά,κοντέφκω τους,
γιά νά τούς σιερετήσω,
μα είπα μου,που πόμακρα,
όϊ νά τούς ιντζιήσω.
 
Τά Κόκκαλα μας τρίζουσιν,
τζιαί μονομιάς λουβούσιν,
πάνω στό χώμα βρίσκονται,
τζι ακόμα καρτερούσιν.
 
Κάποτε πολεμήσαμε,
τούς Τούρκους με θυσία,
καί τήν ζωή μας δώσαμε,
μα ήταν προδοσία.
 
Φέρνω σας ένα μήνυμα,
δκυό λόγια νά μιλήσω,
ακούστε με προσεχτικά,
να σας εξιστορήσω.
 
Η μάνα σας,γιά λλόου σας,
έκλαιε τζιαί θρηνούσε,
πολλά χρόνια προσεύχετουν,
τζιαί σας εκαρτερούσε.
 
Ούλλα τά χρόνια πέρασε,
γιά σας πάντα μιλούσε,
μα τούτη η άγια η στιγμή,
παντοτινά αργούσε.
 
Πάντα εκαρτερούσε σας,
κοντά της γιά να πάτε,
ο καημός ατέλειωτος,
μέρα νύκτα λυπάται.
 
Εστέρεψαν τά δάκρυα,
εκάειν η καρκιά της,
τζιαί τζιείνη εξεκίνησε,
γιά νάβρει τά παιδκιά της.
 
Μέ τούτο τόν καημό,
με τούτο τό μαράζι,
η ζωή της δύσκολη,
μα όμως δέν την νοιάζει.
 
Επήρε τήν απόφαση,
τά μμάθκια της νά κλείσει,
έφυε γιά τούς ουρανούς,
γιά να σας συναντήσει.
 
Οι σκιές σάν άκουσαν,
σκορπίσαν μέσ´τά δάση,
ένα τέτοιο όνειρο,
η ψυχή,ποτέ δέν θα ξεχάσει.
 
*
Μαύρος Ιούλης / Εύα Νεοκλέους
 
Στο νησί μου
μαυρίζουν όλα
κάθε Ιούλη.
Για ποια ιστορία μου μιλάς;
Κι αυτή ακόμα
πενθεί σιωπή…
 
*
… της Άντρης Περικλέους Ονουφρίου
 
Δεν κερδίζονται πατρίδες μ'
αδειανή καρδιά.
Στέρεψαν οι στιγμές. Το θηρίο βρυχάται
και μέσα στων βρόγχων την ασφυξία μετριούνται χαλάσματα.
Μαχαίρι αιχμηρό η ευμάρεια της ψυχής.
Πώς να σηκώσει απάνω τον καιρό;
Πως να αρπάξει ντουφέκι την καρδιά
και να διαβεί χρωματιστές γραμμές;
Πιο έντονα τις βάφει κι αυτές.
Κλείνει τα ώτα κι επικαλείται Λευτεριά.
Δεν κερδίζονται πατρίδες μ' αδειανή
καρδιά. Τέσσερα χέρια και δυο. βαρύ το λάβαρο, ασήκωτο, νεκρό. Χρειάζεται ένα χωριό και δυο. Ολάκερο λαό δεμένο με ράμματα απάνω στον Χριστό.
Δεν περισσεύει ο χρόνος. Τα σημάδια των καιρών χαράζουνε ρυθμό. Ας ξυπνήσει ο πόθος κι ας γίνουμε ένα μ' αυτόν.
Γιατί βρυχάται ακόμα το θεριό
 
 
*
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ / Μαρούλα Πανάγου
 
Η δική μας πατρίδα
κατεργασμένο διαμάντι κατακτητών
Προδωμένο αστέρι σε κατακόκκινο ουρανό
Δική μας πατρίδα κομματιασμένη .
Ριγμένη στην φωτιά της απόγνωσης
Μια κουρασμένη προσμονή
σαράντα χρόνια μετά .
Να καρτερά μες στην ελπίδα που ψυχομαχά
Προδομένη και μια και δυό και τρείς
και πάντα οι προδοσίες πριν τον αλέκτωρα
μέχρι την πρώτη ώρα .Που στον ύπνο την βρήκε
Σκληρή η αφύπνηση .κείνο το ματωμένο καλοκαίρι
κι όλο πληθαίνουν οι ματωμένες επέτειοι
με τις ματωμένες ακόμα πληγές .
που δεν χαρίστικαν σε κανένα
Η κατάρα του πολέμου θηλιά ακομη στον λαιμό μας
Νότια και βόρεια προσφυγες,
μεσ στον δικό μας τόπο
κι ο εισβολέας καλά κρατεί στην αναμεταξύ διαμάχη
Στην ελλειπή εμπιστοσύνη ,τους μέν απ ' τους δεν .
Μα όλοι Κύπριοι ονομαζόμαστε κι ας ενωθούμε
χωρίς παρείσακτους προστάτες
που ρούφηξαν το κυπριακό αίμα ,
κι ήρθε η ώρα ενωμένοι
να ζωντανέψουμε μαζί τούτο τον τόπο
Να φύγουν οι παρίσακτοι
σαν δεν μας χρειάζονται .
Αιώνες ζουσαμε μαζί αγαπημένοι
Δεν πρεπει να νικήσουν
τα σαράντα που δεν μας γονάτισαν
 
*
Πατρίδας πόνος / Αδελαίδα Παπαγεωργίου
 
Κάποτε θα γίνουν τα λόγια μου
φλόγες πύρινες
τις άδικες πράξεις να κάψουν
να πνίξουν το παράπονο
στα αλμυρά δάκρυα του καημού σου
Πλανεύτηκες καημένη πατρίδα
σε λαοπλάνων πομπώδης λόγους,
αδίκησες εμάς τα παιδιά σου
που γυμνά τα στήθη προτάσσαμε
για την τιμή σου
Μα ξέρω πως όλοι αυτοί
μια μέρα θα χαθούν
σαν χνούδι που το παρασέρνει ο άνεμος
Ή ίσως μείνουν απλοί θεατές στην κερκίδα
να αναμασούν την ευτυχία των άλλων
με πικροδάφνης γεύση στο στόμα
 
 
*
ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Με πνίγει ο αέρας της ντροπής
και με πονά η ασυνειδησία
των παιδιών σου πατρίδα μου.
Σε χαλαλίσαμε στις ορδές των φονιάδων
για χάρη μιάς ειρήνης
που μας επιβάλλει χωρίς ντροπή
η καλοπέραση.
 
Σιγά, παρακαλώ να περπατάτε
όσοι εκεί πηγαίνετε.
Γιατί εκείνα τα χώματα
είναι σπαρμένα με κόκκαλα
των αδελφών και παιδιών μας,
μην τους πονέσετε.
 
Μα δεν τους ακούτε;
Τρίζουν τα κόκκαλα
και στενάζει η ψυχή τους
 
Αφουγκραστείτε
το τελευταίο κτυποκάρδι
όταν η σφαίρα
φυτευόταν στο κεφάλι τους
από τους βάρβαρους εισβολείς.
 
Αφουγκραστείτε
τα παρακάλια της μάνας
μη βλάψουν τα βλαστάρια της
πριν οι φονιάδες
τους εκτελέσουν όλους.
 
Μυρίστε το αίμα που πότισε
τη σκλαβωμένη γη
και φωνάζει
´ μη μας ξεχνάτε ´
 
*
 
... της Παυλίνας Στυλιανού
 
Μια μικρή κουκκίδα στον χάρτη
ένας συνδυασμός στρατηγικής διεθνών παιχτών
ξεκινά ένα έγκλημα μιας διχοτόμησης
επιστράτευοντας πιόνια ηλίθιων ένα σωρό
Ένα παλάτι χαλασμένο
μέσα στα νερά πνιγμένο
το μοίρασαν στα δύο έναν Ιούλιο
μιας τραγικής χρονιάς
Ένας άψογος συντονισμός
Μια άψογη παγίδα
και το νησί μοιράζεται στα δυό
 
 
*
15η ΙΟΥΛΙΟΥ / Αθηνά Τέμβριου
 
(Δεν τους καλέσαμε τους βαρβάρους
μα μολύναμε τις θάλασσες με τ' άδικο.
Ανοίξαμε τις πύλες της γης
και πρόβαλλε ο Άδης.)
Σαν αντηχούν οι σειρήνες
στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.
 
*
 
…της Σωτηρούλας Τσιαμπουρή
 
Κι έρχεται μέρα μαύρη
Φοβήθηκε ο ήλιος ν'ανατηλει
Βούλιαξαν οι αχτιδες του
σ'ενα ποτάμι προδοσίας
Δεν προφτασαν να γεννηθούν
από τη θάλασσα σου Αμμοχωστος μου .
Ποια μοίρα τον μάδησε;
Ποια μοίρα το αίμα του ήπιε;
Χαράματα αφήνεται, η σφαίρα
τρυπαει το κορμί του
Το θάνατο δε συλλογιεται.
Γυμνός το βλέμμα ρίχνει πίσω
και στο θάνατο προχωρά
Μέσα από σταγόνες αίματος
γεννήθηκες πατρίδα μου !!!!
 
*
Συνοχηδόν / Ελένη Τυρίμου
 
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

10 ποιήματα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974

 



Ποιήσεις των παρακάτω:
 
 
1.      Πάμπος Βοσκαρίδης
2.      Λεωνίδας Γαλάζης
3.      Λεύκιος Ζαφειρίου
4.      Στέφανος Ζυμπουλάκης
5.      Στέφανος Κωνσταντινίδης
6.      Γιάννος Λαμπής
7.      Ματθαίος Νικόλα
8.      Μιχάλης Πασιαρδής
9.      Νίκος Πενταράς
10. Άγις Χαραλαμπιδης
 
 
 
 
*
Τ Ο Χ Ρ Η Σ Ι Μ Ο Α Τ Ι Μ Ω Ρ Η Τ Ο / Πάμπος Βοσκαρίδης
.
Μέρα που είναι
όλοι έχουν τις απαντήσεις
ποιοι το κάνανε
γιατί το κάνανε
ήταν προδοσία
ή ανοησία
ήταν εκεί ή στο Τρόοδος
διέφυγε ή τον διέφυγαν
έχω όμως μια ερώτηση
που κανείς δεν απαντά
ποιοι ωφελήθηκαν
και συνεχίζουν ακόμη να ωφελούνται
από το ΑΤΙΜΩΡΗΤΟ
το άφρον πραξικόπημα
αν θα προσπαθήσετε απάντηση να δώσετε
προσπαθείστε να λογαριάσετε χώρια
το ΑΤΙΜΩΡΗΤΟ, το άφρον πραξικόπημα
από την ατιμώρητη, τη βάρβαρη εισβολή
και κρατείστε την απάντηση για σας
 
 
*
47η Μαύρη Επέτειος του άφρονος και προδοτικού πραξικοπήματος. / Λεωνίδας Γαλάζης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ
α
ΚΑΡΛΟΤΤΑ:
Αλλ’ οι προδόται, οι εχθροί της προσφιλούς Πατρίδος
Επί τραχήλου θέτουσιν όνυχας τυραννίδος [...]
ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ:
Γυμνοί οι προμαχώνες μας, οι φύλακες κοιμώνται [...]
(Πολυξένη Λοϊζιάς, Η Δούλη Κύπρος, Εν Λεμησσώ Κύπρου, Εκ
του Τυπογραφείου Σάλπιγγος, 1890, 24).
Προδομένη περιφέρεσαι στο ακροθαλάσσι της Κερύνειας.
Άδεια πολυβολεία
Σκοποί κοιμούνται στα φυλάκια.
Για όλα φρόντισε ο Ιάκωβος.
Σαρακηνοί τρώνε τώρα τις σάρκες
Αυτής που ονόμασες πατρίδα σου.
Ελαφρά τη καρδία ο Ιάκωβος
Πούλησε τα πάντα για το στέμμα.
Πουλημένα τα ηλιοβασιλέματα
Πουλημένες οι αναμνήσεις
Από κουτούς που πίστεψαν
Στις υποσχέσεις του νόθου.
Προδομένη αντικρίζεις τη θάλασσα της Κερύνειας
Βλέπεις το πλοίο που θα σε πάρει μακριά να πλησιάζει
Μαυροντυμένη, βλέπεις τους προδότες
Μέσα στα βρόχια μιας τεράστιας αράχνης.
Άσε που οι κήρυκες ομιλούν περί εθνικής σωτηρίας
Άσε που βλέπουν την άνοιξη να πλησιάζει.
Το γεγονός είναι πως αφήνεις την Κερύνεια
Το γεγονός είναι πως μας εγκαταλείπει η Κερύνεια
Άδειους και μωρούς κι ανόητους ακολούθους
Ενός ακόμη πιο ανόητου αρχομανούς
Πυρομανούς και μητροκτόνου.
Της προσφιλούς πατρίδος τ’ ακρογιάλια
Βαρύς ζυγός στον τράχηλο
Ζητωκραυγές που ξάφνου κόπασαν
Και πύκνωσαν τα σύννεφα
Κι αρχίσανε κατάρες και βλαστήμιες
Από ποικίλες κατευθύνσεις.
Εκείνος άρπαξε το στέμμα απ’ το κεφάλι σου
Το πραξικόπημα ήταν γεγονός.
Πολλοί χορεύανε κι άλλοι χειροκροτούσαν
Την άνοιξη που δήθεν πλησίαζε
Άλλοι εκφωνούσαν πύρινους λόγους
Έχοντας ήδη παραδώσει τα πάντα στη φωτιά
Φωνασκούσαν για τη γαλάζια θάλασσα
Μη βλέποντας το κόκκινό της χρώμα.
Κραυγές υστερικές της μάνας σου
Καθώς επιβιβάζεσαι.
Αγαπημένε μου λαέ,
Τόσο εύκολα σε πλάνεψαν
Κατασκηνωτές του Τροόδους
Ελεγκτές κάθε κινήσεως, σκέψεως, προθέσεως
Πάσης εν γένει ενεργείας.

*
15.7.1974 / Λεύκιος Ζαφειρίου
 
 
Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς —πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του- άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.
Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.
 
 
*
ΘΡΗΝΟΣ / Στέφανος Ζυμπουλάκης

Αίμα και αίμα από τα περιστέρια των παιδιών
κι΄ υγραίνονται οι υάκινθοι.
Μα τι απομένει;
Χαράζει η αυγή, η μέρα
στάζει από δάκρυο και πόνο.
Ο Νόμος (ποιος νόμος σε τέτοια συστολή 
                 σε τέτοια διαμάχη).
Κόσμος παράταιρος
κόσμος που έρχεται σε γνώριμες στιγμές
και φεύγει το ίδιο πάλι
καθώς η περιπλάνηση στα χείλη του
                                                   τραγούδι
γίνεται τ΄ όραμα, γίνεται ζωή. 
Κι όμως στα σίγουρα, το πέρασμα
κανείς δεν το γνωρίζει.
Το κύμα υποτάσσει το χορό
κι΄  έτσι καθώς αγκαλιασμένο μες το θέαμα
καθώς το θρήνο πλημμυρίζουν οι ψυχές
θρηνάει κι΄  αυτό μαζί τους. 
 

*
15 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ 1974 / Στέφανος Κωνσταντινίδης
 
Το πρωί κοιτάξαμε
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριες τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974
 

*
Οι μουσικοί της ιστορίας / Γιάννος Λαμπής
( 15 Ιουλίου 1974, Κύπρος)
 
Μια φορά κι ένα καιρό είχε έναν μουσικό
που κρατούσε μια κιθάρα με σπασμένες τις χορδές
κι ένας τραγουδιστής που ήτανε μουγκός,
στέκονταν σε μια γωνιά
και τραγουδούσαν μέρα και νύχτα στους περαστικούς
χωρίς όμως κανένας να σταθεί για λίγο
έστω από περιέργεια, για να τους ακούσει,
ώσπου μια μέρα πέρασε ένας πεθαμένος
στάθηκε, και βουρκωμένος
έβαλε το χέρι, εκεί που κάποτε κτυπούσε μια καρδιά
και τράβηξε μια σφαίρα, την φίλησε και την έριξε μέσα στο άδειο το καπέλο,
« αδελφός την έριξε», μουρμούρισε,
δακρύσανε κι αγκαλιαστήκανε κι έβγαλαν όλοι μαζί ένα βογγητό
που μίλαγε για μια πατρίδα προδομένη,
οι ζωντανοί όμως πάλι δεν τους άκουσαν, τους άκουσαν όμως οι πεθαμένοι
και σήμαναν προσκλητήριο για όλους τους αδικοχαμένους
για όλους τους νεκρούς της ιστορίας
και γέμισαν κόκαλα κι αίματα οι δρόμοι
χέρια και πόδια κομμένα κρεμάστηκαν απ’ τα μπαλκόνια
κι έριξε τότε μαύρη βροχή κι αχολόγησαν μαύρα μοιρολόγια,
ντράπηκαν τότε οι ζωντανοί
και φώναξαν μαζί τους, είπαν τον φονιά, φονιά
και τον προδότη με το όνομα του
κι ύστερα πήραν αίμα απ’ τους νεκρούς
κι έγραψαν απ’ την αρχή, έτσι όπως πρέπει να γράφεται η ιστορία,
αρχινώντας με την λέξη ελευθερία.
 
*
Άτιτλο / Ματθαίος Νικόλα
 
Αμμαν εν είσαι πρόσφυγας,
σιώπα να φτυχούμε
Εμάθαν σε στην προδοσιάν
Εν καρτεράς τζείντην δροσιαν
Που μεις την λαχταρούμε
 
Την ιστορία μάθαν σου,
τζεινοι που εν ι-ξέρουν
Που τον οχτρόν λατρέφκουσειν,
γι'αρφό τους τον ι-θέλουν
 
Τζιαιι μια απορία,
αφού εν τους θέλετε
Τζιαι φταίτε τους πάντες για την εισβολή,
γιατι τους ονομάζεται αδέρφια;;
 
 
*
ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΥ 15.7.74 / Μιχάλης Πασιαρδής
 
Δεν είναι η Λευκωσία απόψε
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.
 
 
*
15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974 / Νίκος Πενταράς
 
Το πουκάμισο το θαλασσί
δεν φορέθηκε ποτέ ξανά από τότε
μπήκε στο χρονοτούλαπο
πουκάμισο μαύρο τώρα
πενθεί τις θαλασσιές μέρες μας
που δολοφονήθηκαν
από φίλια πυρά
ανάμεσα στους αλαλαγμούς
πολεμικών εμβατηρίων
και τον σπαραγμό της μάνας μου
«Παναγία μου, εκασαπέψαν τα παιδκιά μας».
«εκασαπέψαν» = σφαγιάσαν
 
 
*
ΑΣΤΕΓΕΣ ΕΡΙΝΥΕΣ / Άγις Χαραλαμπίδης
 
Ν’ αγγίξουν πού για να υπάρξουν;
Μάταια
προσπαθούν τόσα χρόνια
συνείδηση να βρουν
να στεγαστούν
το έργο τους να ολοκληρώσουν
στη ζούγκλα όμως
που αυτοί γεννήθηκαν
που μεγάλωσαν
που αυτής τους νόμους εμπέδωσαν
ν’ ακουμπήσουν πού οι ερινύες
πώς να στηριχθούν
το καθήκον τους να πράξουν;
Κι έτσι
χωρίς αναστολές
την αρπαγή με τη βία
τον σφετερισμό με την αδιαντροπιά
την κλεψιά με την πονηριά
ανενόχλητοι συνεχίζουν.
Για πόσο ακόμη;
 
*