Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Ελένη Τυρίμου: Τέσσερα [4] Ποιήματα


Η ποίηση της Ελένης Τυρίμου αναδύεται μέσα από το δράμα της κατοχής της Μεγαλονήσου και από αυτό των Αγνοουμένων. Σπαρακτικοί στίχοι, κραυγές απόγνωσης και αγωνίας, λύπη, πνιγηροί καημοί και άσβεστοι πόθοι χωρίς να υπάρχει στο βάρος η ελπίδα της λύτρωσης. 
Δημήτριος Γκόγκας





 Πρώτη Αυγούστου.

Πρώτη Αυγούστου
πάντα το έλεγε η μάνα μας,
σαν σήμερα γεννήθηκες
είναι τα γενέθλια σου
Γιέ μου!.
Πνίγονταν οι λέξεις
στα πίκρα
τόσων χρόνων διψασμένης
καρτερίας,
να σε σφίξει στην ζεστή
της αγκάλη
να σε χαϊδεύει δίνοντας σου
ατελείωτα
τα πιο γλυκά φιλιά της.
Στα δεκαοκτώ σου χρόνια
σε σφράγισαν
με το πικρό όνομα
Αγνοούμενος.
Σου έκοψαν τα όνειρα
το νήμα της χρυσόμαλης
σου νιότης
αυτό το Θείο δώρο.
Σου άνοιξαν το δρόμο
της Αθανασίας.
Μα το έλεγε η μάνα μας
σήμερα έχεις τα γενέθλια σου!.
Τώρα κάθε μέρα
έχεις γενέθλια!
καθε μέρα γιορτάζεις.
κι"μανα μας τώρα
σε αγκαλιάζει ατελείωτα
Αιώνια, αόρατοι, αέρινη...
Σαν σήμερα γεννήθηκες
για να μείνεις για πάντα ΑΘΑΝΑΤΟΣ
καλέ μου,
Σαν σήμερα αδελφέ μου...

**

Συνοχηδόν
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...

**

Αργεί η άνοιξη
Αργεί να 'ρθεί η άνοιξη
πέρασαν τόσα ηλιοκαμένα
καλοκαίρια,
τόσοι ψυχροί χειμώνες
με χέρια αδειανά
παγωμένα,
να αγγίζουν ως το βάθος! της ζεστής μας καρδιάς
τόσα και αλλα τόσα λουλούδια μάδησαν, μαράθηκαν, στα χιόνια
στα μαύρα χρόνια,
τα σταυφύλια
ποτέ δεν μέστωσαν
τη μέθη τους να δώσουν,
πρόωρος ήτανε ο θερισμός τα ολόξανθα στάχυα
δεν έδεσαν ακόμη, ματωμένα φεγγάρια,
μέρες ωχρές
πύρινες γλώσσες
οι μνήμες
πέρασαν μέρες, μήνες
χρόνια σιωπής, πικρας,
πόνο υπομένοντας
την δική μας Οδύσσεια ,
αργείς χελιδόνι το πρώτο
προμήνυνα,
κάτω στην υγρή γής
περιμένουν, ακόμα σπόροι
ανάμεσα απτής χαραμάδες
των βράχων με αίμα βαμμένο, από τα Ιερά οστά
ανακατεμένα από φύλλα
και χώμα των παγωμένων χρόνων
έριξαν ρίζες βαθιές
να σμιλέυουν την μνήμη
αυτών που πονούν!
αργείς άνοιξη να 'ρθεις
την λύτρωση να φέρεις.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Ειρήνη Ανδρέου: Τρία [3]ποιήματα

 Η ποίηση της κας Ειρήνης Ανδρέου έχει καταγγελτικό χαρακτήρα. 
Αντιτίθεται με το λόγο της στην αδικία του κόσμου 
και ο καθένας από εμάς μέσα στους στίχους της μπορεί να βρει 
κάτι από τον εαυτό του και τη χαμένη ανθρωπιά του κόσμου 
Δημήτριος Γκόγκας




Δεν είχα επιλογή....

Το τελευταίο καλοκαίρι κάτι άλλαξε σε μένα.
όπως καθόμουνα κι αγνάντευα το πέλαγος.
Μου μίλησαν οι βράχοι με μια πέτρινη μιλιά .
κι όλο το είναι μου σείστηκε σαν εγκέλαδος.
Μου 'παν πως ήταν ποιητές που ‘γιναν πέτρες
γιατί πονούσανε κι υπέφεραν πολύ ,
με μια πένα και μια ευαίσθητη ψυχή
το άδικο να πολεμούν κι όλοι να τους κτυπούν.
Κι εκεί που μου μιλούσανε με πέτρινη φωνή
ήρθαν στη σκέψη μου αυτοί, εσύ , οι άλλοι
κι έφτυσα χάμω, κι είπα «δεν έχω άλλη επιλογή,
πέτρα θα γίνω»!.Κι ' έγινα πέτρα! Δεν είχα επιλογή…..

**
Σαν καινούργιος Διογένης
Είναι στιγμές που νιώθω
πως τούτος ο κόσμος δεν είναι για μένα
ή πως γεννήθηκα σε λάθος χρόνο.
Είναι στιγμές που δεν θέλω να μιλώ
αφού σας βολεύει το ψέμα...
Να κλάψω ζητώ σ' ένα ώμο...
Ένα μόνο!
Υπάρχει, ρωτάω, σε τούτο
τον κόσμο;
Σαν καινούργιος Διογένης με φανάρι
έναν άνθρωπο μονάχα αναζητώ...
και μια τον βρίσκω και μια τον χάνω
πίσω από μάσκες παίζει κρυφτό.
Ένα προφίλ φανταχτερό
και μία σάπια κοινωνία από πίσω,
με το φανάρι πια σβηστό,
ξεγελώ τον εαυτό μου για να ζήσω
και μια ζωή που μου 'λαχε
έτσι ανούσια στο ψέμα να σκορπίσω.
Είναι στιγμές που θέλω
όλο τον κόσμο ν' αγκαλιάσω να φιλήσω..
Αλήθεια σας λέω, το θέλω τόσο!
Θέλω τον έρωτα τον όμορφο να ζήσω
μία στιγμή πριν ξεψυχίσω.
Αλήθεια σας λέω, το θέλω τόσο.
Είναι οικτρό πως έζησα να μετανιώσω...

***
Μια συνήθεια κι αυτή
Καλημέρα ξανά ,
καλημέρα κοσμάκη
καλημέρα βουλή.
Καλημέρα καλύβα,
καλημέρα κονάκι
και του δρόμου πουλί
Καλημέρα σε σένα
εκεί στα ψηλά
που σε πτώμα πατάς.
Καλημέρα σε σένα
που κρυώνεις , πεινάς
και τα άστρα μετράς.
Καλημέρα φτωχοί
καλημέρα χορτάτοι,
μια συνήθεια κι αυτή.
Καλά είσαι; Ρωτάς
και γυρίζεις την πλάτη.
Συνήθεια είν’ κι’ αυτή!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Αντρούλλα Θεοκλή - Νικηφόρου : Τρία [3] ποιήματα

 



Η ποίηση της Αντρούλλας Θεοκλή - Νικηφόρου προσδιορίζεται από τις μνήμες της χαμένης πατρίδας. Διακατέχεται από τον πόθο της επιστροφής. Οι εικόνες από το παρελθόν έρχονται συχνά- πυκνά να στοιχειώσουν το παρόν και περιφέρονται ως σκιές ανάμεσα στην ομορφιά των στίχων. Κελαριστές οι στροφές αναδύουν έντονα συναισθήματα.

Δημήτριος Γκόγκας



Ανάμνηση καλοκαιριού
 
Χωράφια χρυσοκέντητα,
με στάχυα πλουμισμένα,
γέρνουν σιγά και προσκυνούν,
χώματα αγαπημένα!
 
Καρπό μέσα γεμίσανε,
σιτάρι κεχριμπαρένιο,
που ο Θεός το βλόγησε,
και είναι ευλογημένο!
 
Κάψα του ήλιου καλοκαιρινή,
στο θερισμό τραβάνε,
μαντήλι έχουν στα μαλλιά,
δρεπάνι να κρατάνε.
 
Μαντήλι ,για να σκιάζουνε,
τον ήλιο και τη κάψα,
το δρώμα απο τα μάτια τους,
να στάζει στα χωράφια.
 
Με το τραγούδι ο κάματος,
του θερισμού περνάει,
κι η μάνα μας ακοπίαστα,
τον κόπο αψηφάει.
 
Βάσανα ,κόπο,κάνανε,
μιά άλλη εποχή,
στο σπίτι για να φέρουνε,
ένα γλυκό ψωμί!
 
Θυμάμαι και τη μάνα μου,
στο θέρος να κινάει,
μιά ανάμνηση παλιά,
στο νού μου τριγυρνάει.
 
Στάχυα χρυσοκέντητα,
βλέπω τώρα μπροστά μου,
και μιά ανάμνηση καλοκαιρινή,
έγινε συντροφιά μου!!!!
 
**
ΔΙΑΛΟΓΟΣ με την ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ
 
Χρυσομηλιά μου αρχόντισσα,
σαν νύφη στολισμένη,
από τα νύχια ως τη κορφή,
στολίδια φορτωμένη!
 
Ήρτα για να συντήχουμε,
να κάτσω στην σκιά σου,
να πάρω από σένανε,
λίγο άπ´το άρωμα σου!
 
Ερ.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
πώς τα παραχρυσώνεις ,
κάμνεις τα όπως τα χρυσά,
τα μμάθκια τα θαμπώνεις;;;
 
Απ.
Αν κρατάς το μυστικό,
εγιώ εν να μολοήσω,
τζιαί να σου πώ ,πώς γίνεται,
προτού καρποφορήσω.
 
Θέλω χώμα τ´Αϊ Γροσιού,
της Χάρτζιας ,Καλογραίας,
οι ρίζες μου κρατούν καλά,
μέχρι βαθύ το γέρας.
 
Θέλω το χώμα μου καλό,
οι ρίζες μου ν´απλώνουν,
νάχω αύρα τού Βορκά,
τζιαί τα κλαθκιά φουντώνουν.
 
Ερ.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
μοιάζουν με χρυσαφένια,
λαμποκοπούν ,αστράφτουσιν,
μοιάζουν παραδεισένια.
 
Απ.
Παίρνω αύρα του γιαλού,
τζιαι του βουνού αέρα,
ο ήλιος δκιά μου ζεστασιά,
τζιαι ζιώ τη κάθε μέρα.
 
Αμέτρητα τα κολιέ,
πού ρέσσω στο λαιμό μου,
ολόχρυσα ,θαμπούνουσιν,
τον κάθε ένα εχθρό μου.
 
Ένα παράπονο πικρό,
θα σου εξιστορήσω,
δύσκολες οι εποχές,
και δεν μπορώ να ζήσω...
 
Έτσι σαν καθρεφτίζομαι,
τζιαι βλέπω τη νοσσιά μου,
στάσσουν βροσιή τα δάκρυα,
πούσαστε μακριά μου....
 
Σε ξένα σιέρκα βρίσκομαι,
τα χνώτα δεν ταιρκάζουν,
ότι να θέλω δεν έσιει,
ούτε με λοαρκάζουν.
 
Το πρόσωπο μου εμάρανε,
τα φύλλα μου ελουβήσαν,
τζιαί το κορμί μου εσάπηκε,
οι Τούρτζιοι μ´αφανήσαν.
 
Μόνο οι ρίζες μου κρατούν,
πούναι βαθκειά στο χώμα,
περάσανε χρόνια πολλά,
αμμα κρατούν ακόμα.
 
Παίρνω νερό του Πλάστη μου,
διώ τους,για να πιούσι ,
τζιαι ελπίζω,τζιαι παρακαλώ,
πέρκιμο κρατηθούσιν.
 
Αν κάποτε με το καλό,
πίσω να ξανά ρθείτε,
τουλάχιστον τα πορίζια μου,
πέρκιμο τζιαί τα βρείτε...
 
Επίλογος.
Αϊ Γροσίτισσα τζιηρά,
ζούσες σ'ένα βασίλειο,
στο θρόνο σου εκάθεσουν,
βασίλισσα στο ήλιο.
 
Αι γροσίτισσα τζιηρά,
τζιαι με τις δκυό σου κόρες,
την μιά στην Χάρτζια πάντρεψες,
την άλλη Καλογραία,
χρυσές ήταν εποχές,
περνούσατε ωραία!
 
Δύσκολα χρόνια ήρτασιν,
καταστροφή μεγάλη,
και μόνες σας εμείνετε,
στου Τούρκου την αγκάλη.
 
Το αχ το βαχ σου δεν περνά,
τα χρόνια κομπολόγια,
αμέτρητα να φκαίνουσιν ,
ψυσιής τα μοιρολόγια.
 
Σμίξετε τις δυνάμεις σας,
και σφικταγκαλιαστείτε,
τις ρίζες σας ,μέσα στην γή ,
ίσως τζιαί κρατηθείτε.
ώσπου νάρτει η στιγμή,
που θα λευτερωθείτε.
 
**
 
ΒΟΗ της ΘΑΛΑΣΣΑΣ του ΒΟΡΚΑ
ΦΩΝΗ της ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
 
Μακρόσυρτη είναι η φωνή,
μισού αιώνα κλάμα,
κλαίει η Κερύνεια μας,
πιστεύει σ´ένα θαύμα.
 
Βουβή είναι η θάλασσα,
μα ο βυθός βρυχάται,
όποιος τον πόνο ένοιωσε,
ακούει κρολοάται.
 
Μακρόσυρτη είναι η βοή,
στήνεις αυτί,γροικιέται,
της θάλασσας τον καημό,
ακούς που νεκαλιέται.
 
Με αίμα βάφτηκε ο γιαλός,
στον πάτο έχει καθήσει,
σείεται και στοιχιώνεται,
και περιμένει λύση.
 
Από τον πάτο του βυθού,
ο βρυχηθμός στοιχειώνει,
σείεται η θάλασσα,
στους βράχους ξεσπαθώνει.
 
Μακρόσυρτη είναι η φωνή,
το κύμα αγριεύει,
η θάλασσα βαρυγκομεί,
πού ο Τούρκος την κουρσεύει.
 
Το αίμα κύλισε κόκκινο βαθύ,
ξεθώριασε το γαλανό ,
της θάλασσας το χρώμα,
οι ψυχές στοιχειώνουνε,
και περιμένουν ακόμα.
 
Χάνει η ελπίδα αντοχές,
αρχίζει ,ξεψυχάει,
και οι ψυχές γίναν σκιές,
κι η θάλασσα πονάει...

Δέσπω Πηλαβάκη: Τρία [3] Ποιήματα

 



 Η ποίηση της Δέσπως Πηλαβάκη ερεθίζει τις ανθρώπινες αισθήσεις. 
Μέσα από τους στίχους της ευωδιάζουν οι πόνοι των ανθρώπων 
και εικονογραφείται το αιώνιο παιχνίδι της χαράς και της λύπης. 
Δημήτριος Γκόγκας


ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Σαν δάκρυ που κρατώ
στην άκρη των ματιών μου μην πέσει ,
έτσι μένεις στη ζωή μου
Σαν σφαίρα που τρυπά το στήθος
και μένει εκεί .
Έτσι η αγάπη σου
αιμορραγεί στην καρδιά μου
 
Ένας πρόσφυγας είμαι
και μόνη πατρίδα μου η αγκαλιά σου ,
που νοσταλγώ σε ακατάλληλες ώρες
 
Φονιάς η μοναξιά μου ,
με σέρνει σε σκέψεις τρελές
και παράλογες
Μα η φωνή σου τρυφερά ψιθυρίζει ,
πως όπου και νάσαι ,
η καρδιά σου ανήκει σε μένα ,
γιατί κτυπά μες τα στήθια μου .
 
Πως η σκέψη σου
τριγυρνά όπου κι αν είμαι ,
πως είσαι δίπλα μου , όπου κι αν ζώ ,
πως είμαι μαζί σου εκεί που βρίσκεσαι
Προστάτης άγγελος !!!
 
**
Σ ΑΓΑΠΩ
 
Στους διαδρόμους της φαντασίας
σεργιάνισα την αγάπη
και κράτησα την ευτυχία
στα ακροδάκτυλα τόσο απαλά
μην τρομάξει και φύγει
Έτσι απλά σε αγάπησα ....
 
Στις πληγές της καρδιάς
βάλσαμο το γλυκό βλέμμα
αγρίευε μέσα μου
πόθους αμαρτωλούς
που οδηγούσαν στον Άδη
Έτσι απλά σ ερωτεύτηκα
 
Κλείνω τα μάτια
και νοιώθω το χάδι σου
ν ακουμπά τη ψυχή μου
και κάνω ευχή
μην ξυπνήσω
και προσευχή
νάναι αλήθεια
τούτο που ζούμε .
Έτσι απλά σ αγαπώ
 
***
ΧΑΝΟΜΑΙ
 
Παγωμένο πουλί με πληγή στο φτερό
και πονάει βαριά η ψυχούλα μου
πικρό πίνει φαρμάκι σαν ζητάει νερό
και συ με ρωτάς πως περνάω μανούλα μου
 
Μα κοντεύει ο καιρός να ρθει η χαρά
στο κλουβί θα απλώσω το χέρι
η καρδιά τίποτ άλλο πια δεν καρτερά
η ζωή τελειώνει εδώ και το ξέρω
 
Η αγάπη πεθαίνει , μ αφήνεις και συ
η φυγή απομένει μονάχη ελπίδα
μονάχος κανένας στον κόσμο δεν ζει
φεύγεις και χάνομαι στην καταιγίδα

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Η Κερύνεια μετά το 1974 / Κατσελλή Ρήνα

Η Κερύνεια του Ομήρου
στα ακροδάχτυλα της ψυχής μας
πανάρχαια παρθένα
μεταγγισμένη στη ζωή των γονιών μας
η Κερύνεια με τα χρώματά της
στις ιστορίες των ρυτίδων.
Αυτό που ζει μόνο η ζωή το ξέρει
ότι σκοτώνεται ο θάνατος το έχει.
Φονιάδες
σφαδάζουν τη θανή τους
στα αποτυπώματά μας
παριστάνοντας τροπαιοφόρους.
Ποιος είναι ποιος;
Ποιος ο σκοτωμένος
ποιος ο ζωντανός;
Η Κερύνεια του Ομήρου
στα ακροδάχτυλα της ψυχής μας
πανάρχαια παρθένα
μεταγγισμένη στη ζωή μας
ξέρει να περιμένει.
Η Κερύνεια με τα χρώματά της
στις ιστορίες των ρυτίδων
ξέρει να περιμένει και στα παιδιά μας.

Ρήνα Κατσελλή (βιογραφικά στοιχεία)

Η Ρήνα Κατσελλή, γεννήθηκε το 1938 και ζούσε στην Κερύνεια μέχρι την τουρκική εισβολή, τον Ιούλη του 1974.
Αποφοίτησε  από το Γυμνάσιο Κερύνειας.
Ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, θεατρικό έργο,  λαογραφικές έρευνες, ποίηση κ.α. Ασχολήθηκε με την πολιτική  και το 1974,  γίνεται η πρώτη Κυπρία γυναίκα βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων. (1981-1996).
Είναι γραμματέας και υπεύθυνη των εκδόσεων του Λαογραφικού Ομίλου Κερύνειας.
Βραβεύτηκε τρεις φορές με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, μια φορά με το κρατικό βραβείο μελέτης/δοκιμίου, η Κυπριακή Δημοκρατία της απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 2010 και αρκετά βιβλία της μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ρωσικά.

Απεβίωσε στις 28 Μαΐου 2021

Εργογραφία:
Μυθιστορήματα:
- Τα τετράδια της αδελφής μου
- Στην Εφτάλοφη
- Στα βουνά της Τραμουντάνας
- Κερύνεια εκ στόματος γερόντων
- Γαλάζια φάλαινα
- Μη γένοιτο
- Τα φτερά του αετού
- Τζερυνειώτισσες
Χρονικό/μαρτυρία:
- Πρόσφυγας στον τόπο μου
Μελέτες:- Κερύνεια-Ιστορική λαογραφική Έρευνα
- Γνώμες ταπεινής γνώσης
- Ραγιάς-Ο άνθρωπος και το φύλλο
- Ανδρέας Χριστοφίδης-Βίος πολιτεία
- Ιστορία της Πόλης
- Ιστορία του Δημαρχείου της Πόλης
- Νίκος Κρανιδιώτης-Η εποχή και το λογοτεχνικό του έργο
- Σάβας Χρίστης-Ο αλλιώτικος
- Μαυρουδής Γεωργίου-Ποιητής Κάρμιος
- Γεώργιος Γεωργίου-Ο γνωστός Ρέουτερ
- Γιώργος Ελισσαίος-Τζιερύνεια Μάνα Μου
- Γιαννάκης Καράσαββας-Ο ζωγράφοςτης νύχτας
- Ανδρέας Χριστοφίδης-Η πεμπτουσία μιας προσφοράς
Θεατρικά:
- Ο Ανάξιος
- Γαλάζια Φάλαινα (Ενδοσκόπηση)
- Αδούλωτη Εληά
- Γιατί έφυεν η Βαλού;
- Τρελλή Γιαγιά
- Ξενητεία
- Πάμεν Καλά…
- Άρκαστος
- Πάνω Γειτονιά
- Οι Καλικάτζιαροι στην τρίτη Χιλιετία κ.ά.
Ποιητικές συλλογές:
- Ποιήματα από πεζές σελίδες
- Η Κερύνεια ξέρει να περιμένει

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Το την Πόλιν σοι δούναι… / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 


Καταλαβαίνεις πού βρίσκεται

η δυσκολία∙

ακόμα και νάθελα να πω’’ ναι’’ όλη

η Πόλη θα σηκώνονταν όρθια και

θα με κάθιζε με τη βία κάτω∙

και ν’ αποτολμούσα να παραβώ

τον όρκο μου,

ν’ αθετούσα τις υποσχέσεις μου

όλη η Πόλη θα με καταδίκαζε

σαν επίορκο,

θα με απομόνωνε στη στιγμή

σαν κοινό παραβάτη.

Αλλά κι όλοι να την αφήναμε στη τύχη της,

όλοι να της γυρίζαμε τη ράχη η ίδια η Πόλη

θάδινε τη μάχη της, η ίδια η Πόλη

θα σας έδινε τη δική της αποστομωτική

απάντηση.

Να γιατί δε δικαιούμαστε να προδώσουμε

μια τέτοια Πόλη∙ να γιατί είμαστε

υποχρεωμένοι να φανούμε αντάξιοι

μιας τέτοιας Πόλης που ομοθυμαδόν

στέκει έξω ν’αγωνιστεί ∙ομοθυμαδόν σας κοιτά

ολόισα στα μάτια διαπερνώντας τα μάτια σας

και τον πρόσκαιρο κλοιό σας!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  ΜΕΜΝΗΣΟ ‘’

ΕΚΔΟΣΗ: 2006

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

 

Όσο και να ψάξαν ανάμεσα στους νεκρούς

στάθηκε ανθρωπίνως αδύνατο να βρουν

το πτώμα του.

Τους είχαν ορμηνέψει πως θα τον αναγνώριζαν

από τα κόκκινα πέδιλα και τους χρυσοκέντητους

αητούς.

Ο Μωάμεθ δε τσιγκουνεύτηκε το χρυσό∙

φάνηκε πρόθυμος να το μοιράσει

αφειδώλευτα

φτάνει να του βρίσκαν τον Παλαιολόγο.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ανάδευαν τους νεκρούς

ψάχνοντας απεγνωσμένα το σημάδι

της αναγνώρισης.

Στο τέλος τα παράτησαν παραδεχόμενοι

την αποτυχία τους.

Κατέβασαν τα κεφάλια έτοιμοι να πληρώσουν

με το κεφάλι τους.

Ο Μωάμεθ ήξερε καλά πως ο Παλαιολόγος

από  τη στιγμή που θα το έσκαγε από το

πεδίο της μάχης

-νεκρός ή ζωντανός δεν είχε σημασία-

θα ήταν ο σίγουρος νικητής

σε αυτή τη θανάσιμη μονομαχία.

Ο Παλαιολόγος σαν αητός θα υπερίπτατο

 

της Πόλης

κάνοντας απειλητικά κύκλους πάνω

από τα κεφάλια τους.

Μπορούσε πια να τους κοιτά με τη καθαρή

ματιά

την πέραν  ορίων και περιορισμών.

Ίσως και να μυκτήριζε τον Μωάμεθ

που τόσο πολύ πανηγύρισε για

τη νίκη του.

Ίσως και να τον κοιτούσε με συγκατάβαση

ξέροντας πως κάθε νίκη εμπερικλείει

το σπέρμα της ήττας στον πυρήνα της.

Τώρα λεύτερος από κάθε δέσμευση

μπορεί να κινείται όπως εκείνος  θέλει.

Μπορεί να κάνει τα ψάρια ν’ άναπηδήσουν

από το τηγάνι και να ξαναπέσουν

στη θάλασσα∙

μπορεί να μείνει μαρμαρωμένος  για χρόνια

περιμένοντας την ώρα του πότε

να τον ξυπνήσει∙

μπορεί να συνεχίσει την ημιτελή λειτουργία

από κει που τη κόψαν με τη βία

του σπαθιού∙

μπορεί και την άγια Τράπεζα να την ανασύρει

από το βυθό της θάλασσας

να σταματήσει την προσβολή που της γίνεται∙

μπορεί και να κάνει την Παναγιά να πάψει

να χύνει μαύρα δάκρυα βλέποντας τον εξευτελισμό

των κορασίδων  της.

Όλα μπορεί να τα κάνει από τη στιγμή

που διέφυγε μέσα από τα χέρια τους.

Γι αυτό κι ο Μωάμεθ ύπνο δεν έχει

στα βλέφαρα∙

γι αυτό κι ο Μωάμεθ δε μπορεί να χαρεί

τη νίκη του

την ώρα που όλα μαρτυρούν

την ήττα του∙

την ώρα που όλα συνωμοτούν παίρνοντας

το μέρος του Παλαιολόγου και αυτόν

αναγνωρίζουν ως τον αδιαμφισβήτητο

νικητή!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ  ‘’ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ‘’

ΕΚΔΟΣΗ: 2012

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ανδρέας Γεωργιάδης [Βιογραφικό σημείωμα]

 Ο Ανδρέας Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Κοοινότητα Μεσόγη της Πάφου το 1948. Σπούδασε Φυσιογνωσία και Γεωγραφία στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στον Καναδά. Από το 1978 δίδασκε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

  1. 1990 «Ακαριαία» (Λευκωσία)
  2. 1999 «Αίσωπος εσαεί»(Λευκωσία)
  3. 2001 «Ο tempora, ο mores!» (σάτιρες)(Λευκωσία)
  4. 2002 «Φυσιοδρόμιο» (Βραβείο Jean Monnet)(Λευκωσία)
  5. 2003 «Fisi0dromo» (δίγλωσση έκδοση ιταλικά-ελληνικά)(Λευκωσία)
  6. 2009 «Αίσωπος νυν και αεί» (Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού ιβλίου)      (Εκδ.Γερμανός)
  7. 2011 «Εκατόν συν (+) μία Σατιρικές Τοξοβολές»(Βιβλιεκδοτική)
  8. 2014 «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία 1. Νικολής Χατζηαντώνη Τσιακολής»(Εκδ.Γερμανός)
  9. 2015 «Ελληνική Μυθολογία εμμέτρως»(Εκδ.Γερμανός)
  10. 2015 «Σατιρικές Τοξοβολές Β’»(Εκδ.Γερμανός)
  11. 2016 «Αισώπειοι Μύθοι»(Εκδ.Γερμανός)
  12. 2016 «Άνθη σοφίας εμμέτρως»(Εκδ.Γερμανός)
  13. 2017 «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία 2. Γιωρκής Αντώνης Γιαλλούρης     (Εκδ.Γερμανός)
  14. 2021  Παλατινή Ανθολογία επιλεγμένα ποιήματα  (Εκδ.Γερμανός)


«ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ» / Γεωργιάδης Ανδρέας

 


«ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τ’ ακούει»
Ξενοφώνης ο Κολοφώνιος
Τ’ ακούεις Αθηναίε που με ρώτησες
τι γλώσσα μιλάμε εις την Κύπρο
σαν άκουσες το ούλος;
Του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου
Έλλην Αθηναίε.