Στο
μικρό δωμάτιο,
μέτρησε
τέσσερις
άσπρους
τοίχους.
Ψηλά
ο ουρανός.
«Ήρθε
η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους
έβαψε γαλάζιους
και
πνίγηκε στη θάλασσα.
2.
Στο
σκονισμένο κομοδίνο
είχε
ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με
χάλκινες ζωγραφιές.
Σε κλουβί,
μικρά
πουλιά
είχαν
τα φτερά της.
Το
ίδιο βράδυ
πέταξαν
μακριά.
3.
Ήθελε
πάντα
να
περπατήσει
κάτω
απ΄ τους ήχους της βροχής,
με
μια ομπρέλα να γέρνει
στον
κυρτό της ώμο.
Κάποια
ημέρα
έβρεχε
πολύ
από
το χάραμα,
πήρε
απ΄ το μπαούλο την ομπρέλα,
την
έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η
βροχή σταμάτησε ευθύς.
4.
Η
δουλειά που είχε
δεν
τον ευχαριστούσε απόλυτα.
Κρύφτηκε
με επιμέλεια
πίσω
από τη φράση: δόξα τω θεώ
που
έχω δουλειά.
«Αυτονόητο»,
μονολόγησε,
και
συνέχισε να μαζεύει
τα
σκουπίδια του Δήμου.
Κάπου
– κάπου κοίταζε
τον
κόσμο που περνούσε
βαδίζοντας
στην
κορυφογραμμή των βλεφάρων.
5.
Το
είχε αποφασίσει από βραδύς.
Μόλις
ξημερώσει θα συγυρίσει
το
σπίτι.
Σηκώθηκε,
ήπιε
κρύο καφέ,
έκανε
ζεστό μπάνιο,
έβαψε
είκοσι νύχια,
είδε
τηλεόραση,
ντύθηκε
αργά,
βγήκε
έξω στην πόλη.
Συγύρισε
τον εαυτό της,
δεν
ήθελε να λερωθεί.
Μπορείτε να την "κατεβάσετε" πατώντας επί του συνδέσμου:
η επισκεπτόμενοι τον σύνδεσμο: