Απέραντες οι ομορφιές,
πώς να τίς περιγράψω,
όταν μου έρχονται στό νού,
θέλω πολλά να κλάψω.
Ω! Θαύμα ,θαυμαστό,
τζιαί θαύμα τών θαυμάτων,
να βλέπεις πάνω τό βουνό,
τζιαί τό γιαλό πού κάτω.
Μέσα στή μέση τά χωρκά,
νάναι ζωγραφισμένα,
όμορφα σπίθκια,μιάλα τζιαί μιτσιά,
όμορφα καμωμένα.
Γαλάζια η θάλασσα τού Βορκά,
έχει μιά άλλη χάρη,
εχει μιά αύρα ξεχωριστή,
τήν είχαμε καμάρι.
Την ώρα ,πάσ´τό λιόγερμα,
ο ήλιος,στή αγκαλιά της πέσει,
δέν θα υπάρξει άνθρωπος,
από να μήν τ´αρέσει!
Εκεί πού σμίγει ο ουρανός,
τζι η θάλασσα αντάμα,
τό θέαμα γοητευτικό,
σαν νάναι ένα θαύμα!
Χρώματα καί πινελιές,
ο ήλιος ζωγραφίζει,
γλυκά- γλυκά τή θάλασσα,
τήν γλυκό νανουρίζει!
Τού Πενταδακτύλου η οροσειρά,
η όμορφη η πλάση,
πού στέκεται αγέρωχη ,
κι είναι γεμάτη δάση.
Λογιών- λογιών αγριολούλουδα,
ανθούν τζιαί πορουβούσιν,
πάνω σε τούντη άγια γή,
τζιαί μονομιάς βλαστούσιν.
Φκιόρα πολλά τζιαί όμορφα,
στή γή ευδοκιμούσιν,
έχουν άρωμα εξωτικό ,
τζι όλα μοσχοβολούσιν.
Πρίν το 74 χαρά Θεού η πλάση,
μα τώρα τά αρπάξανε,
τζιαί έκρουσαν τά δάση,
όμως κανένας εν εβρέθηκε,
τούτους να τούς δικάσει.
Τήν θάλασσα ,τήν μόλυναν,
κλαίει τζι αναστενάζει,
κάτω από τόν τούρκικο ζυγό,
αφρίζει τζιαί σπαράζει.
Έτσι παραπονιάρικα,
τά τζιήματα κτυπιούνται,
πάνω σε βράχους κέντημα,
σμιλέφκουν τζιαί θυμούνται.
Τά δάση μας τά έκαψαν,
μα οι ρίζες μέσ´τό χώμα,
απλώνουνε τζιαί φκαίνουνε,
τζιαί πού τες πέτρες ακόμα.
Σσιήζουν τούς βράχους,
γιά να φκούν,
τό φώς να αντικρύσουν,
χλωρές οι ρίζες τζιαί κρατούν,
δροσιά τού παραδείσου!
Οι πρόγονοι οί ρίζες μας,
τά δέντρα τά παιδκιά τους,
τά έκαψαν ,μα έμειναν,
οι ρίζες τους μιτά τους.
Όσο οι ρίζες σπάζουνε,
τίς πέτρες τζιαί περνούνε,
τζιαί αν τό θέλει τζι ο Θεός,
πάλιν θά ξαναφκούνε,
με νέους κλώνους τζιαί κλαθκιά,
πάλιν θ´αναστηθούνε.
Όσο οί ρίζες σπάζουνε,
τές πέτρες τζιαί περνούνε,
τόσο οί ελπίδες ζωντανές,
πώς θά λευτερωθούμε!
7 Αυγούστου 2019