Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’ Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’ Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.
The dome of hope
A church bell
from the distand past
keeps sounding powerlessly
in my ears
The lonely church where the half-burnt candle
pure and fragnant
still stands by St Mamas’ icon
calling me back reluctantly to close the gate
and silently wiping off my own foot steps
as I wake up to see my friends gone
and the forgiving sunrise
streaming with pride over the ageless dome.
from the distand past
keeps sounding powerlessly
in my ears
The lonely church where the half-burnt candle
pure and fragnant
still stands by St Mamas’ icon
calling me back reluctantly to close the gate
and silently wiping off my own foot steps
as I wake up to see my friends gone
and the forgiving sunrise
streaming with pride over the ageless dome.