Δεν έχει μέτρο η μοναξιά
χρώμα δεν έχει η ελπίδα,
οι αναμνήσεις ξάγρυπνες
μες την ζωή πυξίδα.
Μέσα από τους στίχους σου μιλώ
γυρεύω την μορφή σου,
κάνω την πένα όπλο μου
σμιλέυει το καρφί
σου.
Δεν έχει στάση
η υπομονή
να αντέξει μες το χρόνο,
το άδικο είναι πολύ
δεν σβήνει τόσο πόνο.
Μίλα φεγγάρι της σιωπής
και ας στάζεις τόσο αίμα,
κλάψτε αστέρια μου ξανά
στο άδικο, το πόνο
και το ψέμα.
Ρυθμό δεν έχει η λογική
πουλί κυνηγιμένο,
καράβι στον ωκεανό
κουπί σημαδεμένο.
Δεν έχει τώρα μετριτή
σπάσανε τα ρολόγια,
έμειναν τώρα ζωντανά
τα όμορφα σου λόγια.
Ακούραστη μένει ζωντανή
η Μνήμη με διό όψεις,
θάλασσα μου γλυκόπικρη
που δεν μπορείς να κόψεις.
Φραγμούς, δεν έχει και ορισμούς,
τους έχεις ξεπεράσει
έγινες ελεύθερο άπιαστο πουλί
στους Αιώνες των Αιώνων πια έχεις περάσει.
Κυριακή 22 Ιουλίου 2018
Θρήνος / Τυρίμου Γ. Ελένη
Όχι δεν θρηνώ για τους γνωστούς
Και αγνώστους μας νεκρούς
Δεν θρηνώ Αυτούς που έδωσαν
Ότι πολύτιμο έχουν
Την χρυσόμαλλη νιότη
Για αυτούς που πήραν
Της αθανασίας το δρόμο
Σπαρμένο από όλων τα λουλούδια
Της Γης
Πουλιά να τους κελαηδούν
Γλυκά, τρυφερά
Κλαίω για αυτούς που ζουν
Σε μία μαύρη άβυσσο
Που ζουν χωρίς τη ζωή
Λούζονται ακόμα στα λασπόνερα
Βουλιάζουν στο βούρκο
Θρηνώ για αυτούς που βαδίζουν
Τυφλά και ανέμελα
Στην έτοιμη να πυροδοτηθεί
Γη μας
Θρηνώ γι’ αυτούς που αγαπούν
Μονάχα την άνοιξη
Όχι, δεν θρηνώ γι’ αυτούς
Που την φέρνουν
Και πάντα αθάνατοι μένουν.
Και αγνώστους μας νεκρούς
Δεν θρηνώ Αυτούς που έδωσαν
Ότι πολύτιμο έχουν
Την χρυσόμαλλη νιότη
Για αυτούς που πήραν
Της αθανασίας το δρόμο
Σπαρμένο από όλων τα λουλούδια
Της Γης
Πουλιά να τους κελαηδούν
Γλυκά, τρυφερά
Κλαίω για αυτούς που ζουν
Σε μία μαύρη άβυσσο
Που ζουν χωρίς τη ζωή
Λούζονται ακόμα στα λασπόνερα
Βουλιάζουν στο βούρκο
Θρηνώ για αυτούς που βαδίζουν
Τυφλά και ανέμελα
Στην έτοιμη να πυροδοτηθεί
Γη μας
Θρηνώ γι’ αυτούς που αγαπούν
Μονάχα την άνοιξη
Όχι, δεν θρηνώ γι’ αυτούς
Που την φέρνουν
Και πάντα αθάνατοι μένουν.
Συνοχηδόν / Τυρίμου Γ. Ελένη
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...
Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018
Η ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΡΑΝΤΙ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 2004 / Τιμήθηκε με κρατικό βραβείο ποίησης
...
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ είχα ένα κλήμα στην αυλή
βέρικο
Η πόρτα μου ήτανε μεράντι
-ξύλο πρώτης ποιότητας –
με δυο μικρά παραθυράκια στα πλάγια για τον αέρα
Ύστερα
στο σπίτι εμπρός
δεν είχαμε κανένα πεύκο
μήτε κι ελιά στο πεζοδρόμιο
ούτε κι αυτό
το θεόρατο κυπαρίσσι στο πλάι
Ε, ναι
τα παράθυρα ήτανε βαμμένα
σε γκρίζο χρώμα σαν κι αυτά
μα πάλι το δικό μου σπίτι
χώριζε με χαμηλό τοίχο
κι από κει μιλούσα με τη γειτόνισσα
-ανταλλάζαμε κάποτε και φαγητό –
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ το είχα μόλις χτίσει
κι ήταν ολοκαίνουριο
Ε, ναι
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε
και φυσικό να έχει παλιώσει
...
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Τα σκαλάκια από το δρόμο
ήτανε μόνο δύο
– αν θυμάμαι καλά –
κι αυτές οι πέτρες στο περιτοίχισμα
θαρρώ δεν το’ χαμε φτιάξει έτσι
ούτε και είχαμε αυτή
την ξύλινη βεράντα στην είσοδο
τζαμαρία είχαμε
-ναι σας το ξανάπα αυτό –
Κάτι
κάτι μου θυμίζει
αυτό το σήμαντρο στην πόρτα
μα σας είπα
η δικιά μου ήτανε μεράντι
Μπορεί όμως και να’ vaι το σπίτι μου
Η γειτονία ήτανε καινούρια
Φτωχόκοσμος
...
Αυτό είναι το σπίτι μου
λέει η φωνή της
από τα τρίσβαθα του Άδη
σπασμένη σαν ηχώ
σε διάσελα βουνών
Ναι αυτό είναι το σπίτι μου
Χωρίς τα κλήματα
χωρίς την πόρτα από μεράντι
χωρίς το κοτέτσι
χωρίς την οκταήμερη φωτογραφία
χωρίς το τραπέζι της μάνας μου
χωρίς
χωρίς
χωρίς
το σπίτι μου Γεννησαρέτ 3 A
...
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ είχα ένα κλήμα στην αυλή
βέρικο
Η πόρτα μου ήτανε μεράντι
-ξύλο πρώτης ποιότητας –
με δυο μικρά παραθυράκια στα πλάγια για τον αέρα
Ύστερα
στο σπίτι εμπρός
δεν είχαμε κανένα πεύκο
μήτε κι ελιά στο πεζοδρόμιο
ούτε κι αυτό
το θεόρατο κυπαρίσσι στο πλάι
Ε, ναι
τα παράθυρα ήτανε βαμμένα
σε γκρίζο χρώμα σαν κι αυτά
μα πάλι το δικό μου σπίτι
χώριζε με χαμηλό τοίχο
κι από κει μιλούσα με τη γειτόνισσα
-ανταλλάζαμε κάποτε και φαγητό –
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ το είχα μόλις χτίσει
κι ήταν ολοκαίνουριο
Ε, ναι
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε
και φυσικό να έχει παλιώσει
...
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Τα σκαλάκια από το δρόμο
ήτανε μόνο δύο
– αν θυμάμαι καλά –
κι αυτές οι πέτρες στο περιτοίχισμα
θαρρώ δεν το’ χαμε φτιάξει έτσι
ούτε και είχαμε αυτή
την ξύλινη βεράντα στην είσοδο
τζαμαρία είχαμε
-ναι σας το ξανάπα αυτό –
Κάτι
κάτι μου θυμίζει
αυτό το σήμαντρο στην πόρτα
μα σας είπα
η δικιά μου ήτανε μεράντι
Μπορεί όμως και να’ vaι το σπίτι μου
Η γειτονία ήτανε καινούρια
Φτωχόκοσμος
...
Αυτό είναι το σπίτι μου
λέει η φωνή της
από τα τρίσβαθα του Άδη
σπασμένη σαν ηχώ
σε διάσελα βουνών
Ναι αυτό είναι το σπίτι μου
Χωρίς τα κλήματα
χωρίς την πόρτα από μεράντι
χωρίς το κοτέτσι
χωρίς την οκταήμερη φωτογραφία
χωρίς το τραπέζι της μάνας μου
χωρίς
χωρίς
χωρίς
το σπίτι μου Γεννησαρέτ 3 A
...
ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ : Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1999. Έλαβε πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»
ΡΙΠΕΣ
(Δερύνεια 1996)
Ριπές
στην καρδιά του ήλιου
που ανασηκώνει μεσούρανα ατσάλινα χέρια
ριπές
ατσάλι φονικό
στη φτέρνα του αητού
την ώρα της ημίθεης απογείωσης
Αίμα
Τα λόγια δεν κρατάνε πια
τα παίρνει ο άνεμος και φεύγουνε φτερά
τα λόγια δεν κρατάνε
Μόνο η ψυχή που δέρνεται μονάχη
μπορεί να σχεδιάζει παράλογα άλματα
μόνο η ψυχή που από μείνε
μπορεί να υπογράφει
με κόκκινο μελάνι
την τελευταία παράτολμη κίνηση
στην καρδιά του ήλιου
που ανασηκώνει μεσούρανα ατσάλινα χέρια
ριπές
ατσάλι φονικό
στη φτέρνα του αητού
την ώρα της ημίθεης απογείωσης
Αίμα
Τα λόγια δεν κρατάνε πια
τα παίρνει ο άνεμος και φεύγουνε φτερά
τα λόγια δεν κρατάνε
Μόνο η ψυχή που δέρνεται μονάχη
μπορεί να σχεδιάζει παράλογα άλματα
μόνο η ψυχή που από μείνε
μπορεί να υπογράφει
με κόκκινο μελάνι
την τελευταία παράτολμη κίνηση
***
ΒΡΟΧΗ ΤΟ ΦΩΣ
Πάγωσε η φλόγα στο μαγκάλι
και το φως
κατρακυλάει χορεύοντας στο μάρμαρο
φλέβα της γης που πάλλεται αδιάκοπα
Βροχή το φως
σε πλάγιους ήχους ανασαίνοντας
πλένει τα χώματα
τα διάσπαρτα χρώματα
λευκή σινδόνη στην κλίνη του ήλιου
και το φως
κατρακυλάει χορεύοντας στο μάρμαρο
φλέβα της γης που πάλλεται αδιάκοπα
Βροχή το φως
σε πλάγιους ήχους ανασαίνοντας
πλένει τα χώματα
τα διάσπαρτα χρώματα
λευκή σινδόνη στην κλίνη του ήλιου
Αιώρα
που σταμάτησε μετέωρη
στο διάσελο των μακρινών βουνοκορφών
με το παιδί να ονείρεται
σ’ ανάπαιστους στίχους
που σταμάτησε μετέωρη
στο διάσελο των μακρινών βουνοκορφών
με το παιδί να ονείρεται
σ’ ανάπαιστους στίχους
Βροχή το φως
στις διάφανες τις πόρτες των σπιτιών
στους διάφανους τοίχους
στις στέγες
στα παντζούρια
που αφουγκράζονται διάτρητους ήχους
στις διάφανες τις πόρτες των σπιτιών
στους διάφανους τοίχους
στις στέγες
στα παντζούρια
που αφουγκράζονται διάτρητους ήχους
Σε σκιάζομαι βροχή
το φως σου σκιάζομαι
που με διαλύει
το φως σου σκιάζομαι
που με διαλύει
Μαριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου (βιογραφικά στοιχεία)
Γεννήθηκε στη Μεσόγη της Πάφου 1941. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα και Αγγλία
και εργάστηκε στην Υπηρεσία Κοινωνικής Ευημερίας μέχρι το 1996. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος από το 1992 έως το 2006. Είναι επίσης μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου
Ποιήματα της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες στην Κύπρο και το εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Έργα της
Ποίηση
- Επιστροφή, 1978
- Ηρωικοί Απόηχοι, 1983
- Άχρονη φύση, 1988
- Φτερουγίσματα, 1992 ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
- Καλοκαιρινές τοπογραφίες, 1994 ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
- Της γης μου οι αντίλαλοι, 1997, ποίηση για παιδιά βραβεία ΚΣΠΝΒ
- Γράμμα στον Αγνοούμενο, 1997 ποίηση, κρατικό βραβείο
- Κατέβα φεγγαράκι να παίξουμε κρυφτό, 2002, ποίηση για παιδιά Κρατικό Βραβείο
- Τα φκιόρα της πικραθασίας, 2003, ποιήματα στην Κυπριακή διάλεκτο
- Η πόρτα μου ήτανε μετάντι, 2004, ποίηση, κρατικό βραβείο
- Τριαντάφυλλα τζι αγκάθκια΄
- Στον Κρατήρα του Ηλιου,1999, πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»
- Η φουρναροπούλα, 2002 παραμύθι για παιδιά
- Η πορτοκαλένη, 2006, παραμύθι για παιδιά, τιμητικός κατάλογος ΙΒΒΥ
- Άι μάτια γιαλλουρούδια, άι πόδια πεταλούδια, 2002 δέκα μύθοι
- Ιδιωματισμοί και αλληγορικές εκφράσεις της Κυπριακής Διαλέκτου, 2004 λαογραφία
Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018
Γράμμα στον Αγνοούμενο: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1997, Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
Στον ανθυπολοχαγό
Πανίκο Παναγή
και σ’ όλους τους άλλους
αγνοούμενους του 1974
ελάχιστη μαρτυρία
και γραφή οδύνης
Βάρυνε η νύχτα
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
Και να’ σαι τώρα
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
Και μπαίνεις και περπατάς με τα νερά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
...
Σκούζει το πουλί
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου
...
Ξημέρωσε κιόλας κι έχω τόσα να σου πω μα όπου να ’ναι θα σηκωθεί ο κύρης σου θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά θα με ρωτά και θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά Συνεννοούμαστε όπως πάντα Τα λόγια δεν λένε πάντα αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για μας Εσύ όμως κοίτα να κοιμάσαι έχεις ανάγκη τον ύπνο στην ηλικία σου Θυμήθηκα τώρα το κουρδιστό ξυπνητήρι που βάραινε στ’ αυτιά σου κάθε πρωί κι εγώ σου φώναζα ξύπνα θ’ αργήσεις και τι θα λέει ο δάσκαλος για τη μάνα σου που δε ξυπνά τα παιδιά της στην ώρα τους;
Νύχτες αγρύπνιας
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού
ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ: Ποιητική Συλλογή της Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθης εκδοθείσα το έτος 1988
Σωκράτης
Μια ζωή
λυπόμουν το Σωκράτη
για κείνη την άδικη καταδίκη του
ώσπου μια μέρα
συνάντησα τη Ξανθίππη
να βγαίνει από το κομμωτήριο.
_ Δε σου στοίχισε πολύ της είπα
Με κοίταξε σχεδόν ήσυχη
– Τι είχα, τι έχασα, μ’ απάντησε
Και τότε κατάλαβα
πως τη Ξανθίππη
άξιζε να οικτίρω
που δεν κατάλαβε ποτέ
ούτε τι είχε
ούτε τι έχασε.
λυπόμουν το Σωκράτη
για κείνη την άδικη καταδίκη του
ώσπου μια μέρα
συνάντησα τη Ξανθίππη
να βγαίνει από το κομμωτήριο.
_ Δε σου στοίχισε πολύ της είπα
Με κοίταξε σχεδόν ήσυχη
– Τι είχα, τι έχασα, μ’ απάντησε
Και τότε κατάλαβα
πως τη Ξανθίππη
άξιζε να οικτίρω
που δεν κατάλαβε ποτέ
ούτε τι είχε
ούτε τι έχασε.
Γνώρισα το Σωκράτη
ένα απόγεμα στην αγορά
και δεν είχα λόγο κανένα,
προπάντων εγώ,
να αμφισβητώ τη σοφία του.
Όμως αυτή του την παράδοση
δεν την εννόησα ποτέ.
Χρόνια μετά
τον πήρε το μάτι μου
στην Ιερουσαλήμ
χωρίς καμιά φιλοσοφημένη απολογία
«ως πρόβατον επί σφαγή»
να δέχεται και πάλι
μιαν άδικη καταδίκη
ανυπεράσπιστος.
– Τι κάνεις πάλι στον εαυτό σου
του είπα
αν δεν τον σκέφτεσαι
σκέψου εμάς
που σ’ αγαπάμε.
Με κοίταξε
Δεν είναι αυτό το θέμα
μου πρόφτασε
και μου παράδωσε
μια κατακόκκινη παπαρούνα
που έλιωσε στα χέρια μου
προτού προλάβω να αντισταθώ.
Και πάλι
δεν κατάλαβα το λόγο
μικρός σαν ήμουνα
κι απαίδευτος
(Μια παπαρούνα
δε μιλά και στον καθένα
και γω τότες
δε σκάμπαζα πολλά
από παπαρούνες και τα τέτοια).
ένα απόγεμα στην αγορά
και δεν είχα λόγο κανένα,
προπάντων εγώ,
να αμφισβητώ τη σοφία του.
Όμως αυτή του την παράδοση
δεν την εννόησα ποτέ.
Χρόνια μετά
τον πήρε το μάτι μου
στην Ιερουσαλήμ
χωρίς καμιά φιλοσοφημένη απολογία
«ως πρόβατον επί σφαγή»
να δέχεται και πάλι
μιαν άδικη καταδίκη
ανυπεράσπιστος.
– Τι κάνεις πάλι στον εαυτό σου
του είπα
αν δεν τον σκέφτεσαι
σκέψου εμάς
που σ’ αγαπάμε.
Με κοίταξε
Δεν είναι αυτό το θέμα
μου πρόφτασε
και μου παράδωσε
μια κατακόκκινη παπαρούνα
που έλιωσε στα χέρια μου
προτού προλάβω να αντισταθώ.
Και πάλι
δεν κατάλαβα το λόγο
μικρός σαν ήμουνα
κι απαίδευτος
(Μια παπαρούνα
δε μιλά και στον καθένα
και γω τότες
δε σκάμπαζα πολλά
από παπαρούνες και τα τέτοια).
Χιλιάδες χρόνια μετά
σα γέρασα και γω
κατάλαβα το λόγο
όταν τον ξαναπάντησα ζωντανό
να ξεναγεί τους τουρίστες
στα Ηλύσια.
σα γέρασα και γω
κατάλαβα το λόγο
όταν τον ξαναπάντησα ζωντανό
να ξεναγεί τους τουρίστες
στα Ηλύσια.
**
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΚΤΗ
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ
Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο
κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας
ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της.
Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από τα απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών.
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανώδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα.
Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο.
Έσκαγε ο Απρίλης
φυλακισμένος
στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα
για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.
σ’ ένα τριαντάφυλλο
κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας
ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της.
Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από τα απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών.
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανώδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα.
Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο.
Έσκαγε ο Απρίλης
φυλακισμένος
στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα
για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.
ΗΡΩΪΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 1983
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΜΝΗΜΑ
Φυλακισμένο μνήμα τί κρατάς;
εκείνο το χαρούμενο παιδί
σου ξέφυγε σ’ ένα φύλλο της ιστορίας
στο στίχο του στοχαστικού ποιητή
στο στόμα του δάσκαλου και του παιδιού
εκείνο το χαρούμενο παιδί
σου ξέφυγε σ’ ένα φύλλο της ιστορίας
στο στίχο του στοχαστικού ποιητή
στο στόμα του δάσκαλου και του παιδιού
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ : Ποιητική Συλλογή της Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθης εκδοθείσα το έτος 1978
ΤΟ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
Το φωτισμένο σπίτι
με τ’ ανοιχτά φιλόξενα παράθυρα
με τη βρύση να στάζει ρυθμικά στο νεροχύτη
-δε θυμάμαι αν άφησα την κατσαρόλα στη φωτιά-
τη μουσμουλιά π’ ανθίζει και καρπίζει μοναχή
Τη βουκαμβύλια ακλάδευτη και ξέφρενη
τη γυάλα με το ψάρι
τα περιστέρια που ψάχνουν για σπυριά
από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα χελιδόνια
-λέτε να γύρισαν τα χελιδόνια; –
Κάθε τέτοιες μέρες
κάτι τέτοιες συνήθειες που μας λείπουν
που μας πονάνε
Ο ξεριζωμένος εαυτός μας εδώ
κι οι ρίζες μας εκεί
οι πιο βαθιές μας ρίζες
με τ’ ανοιχτά φιλόξενα παράθυρα
με τη βρύση να στάζει ρυθμικά στο νεροχύτη
-δε θυμάμαι αν άφησα την κατσαρόλα στη φωτιά-
τη μουσμουλιά π’ ανθίζει και καρπίζει μοναχή
Τη βουκαμβύλια ακλάδευτη και ξέφρενη
τη γυάλα με το ψάρι
τα περιστέρια που ψάχνουν για σπυριά
από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα χελιδόνια
-λέτε να γύρισαν τα χελιδόνια; –
Κάθε τέτοιες μέρες
κάτι τέτοιες συνήθειες που μας λείπουν
που μας πονάνε
Ο ξεριζωμένος εαυτός μας εδώ
κι οι ρίζες μας εκεί
οι πιο βαθιές μας ρίζες
**
ΦΡΙΚΗ
Αυτό τo θέμα δεν είναι για την ποίηση
Η φρίκη
μόνο η φρίκη το τολμά
όπως καλπάζει αλλόφρενη
παραβιάζοντας τα σύνορα του νου
όπως η φύση δρέπει
απ’ τον μαστό της σκοτωμένης μάνας
το αίμα της ζωής
Η φρίκη
μόνο η φρίκη το τολμά
όπως καλπάζει αλλόφρενη
παραβιάζοντας τα σύνορα του νου
όπως η φύση δρέπει
απ’ τον μαστό της σκοτωμένης μάνας
το αίμα της ζωής
Κυριακή 15 Ιουλίου 2018
Άρια του περασμένου καλοκαιριού / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου
Βουβό τ΄ αηδόνι στα φυλλώματα
τα δένδρα τάφοι ωραίων
ονείρων που στοιχειώσανε
ανεμικά παράπονα μετρώντας
Άσμα δεν είναι πια κανένα
να τραγουδήσει ο ποιητής
τις νύχτες με φεγγάρια
Άρια του περασμένου πια καλοκαιριού.
τα δένδρα τάφοι ωραίων
ονείρων που στοιχειώσανε
ανεμικά παράπονα μετρώντας
Άσμα δεν είναι πια κανένα
να τραγουδήσει ο ποιητής
τις νύχτες με φεγγάρια
Άρια του περασμένου πια καλοκαιριού.
Αν είσαι / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου
Αν είσαι έρωτας
άσε τα βέλη στη φαρέτρα
τραύματα άλλα δε μου πάνε πια
Αν είσαι αγάπη πάλι
άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς
θυσία δεν είναι άλλη
λύτρωση δεν είναι καμιά
μια λέξη είσαι
σε χλωρό χαρτί
Της μοίρας που με δέρνει
είσαι πλάνη
άσε τα βέλη στη φαρέτρα
τραύματα άλλα δε μου πάνε πια
Αν είσαι αγάπη πάλι
άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς
θυσία δεν είναι άλλη
λύτρωση δεν είναι καμιά
μια λέξη είσαι
σε χλωρό χαρτί
Της μοίρας που με δέρνει
είσαι πλάνη
Βότσαλα / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου
[...]
Πόσες φορές να σου το πω;
Δεν πίνεται
δεν πίνεται το δάκρυ
Φόρεσα την αμυγδαλιά
κι ήρθα κλωνί μες τη βροχή
να σ΄ αγαπήσω
Λευκό
κατάλευκο το χιόνι
το πρώτο μου όνειρο
παγώνει
Πόσες φορές να σου το πω;
Δεν πίνεται
δεν πίνεται το δάκρυ
Φόρεσα την αμυγδαλιά
κι ήρθα κλωνί μες τη βροχή
να σ΄ αγαπήσω
Λευκό
κατάλευκο το χιόνι
το πρώτο μου όνειρο
παγώνει
ΑΚΛΟΥΘΑ ΜΟΥ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΟΥ / Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθη
Ακλούθα μου μαυρομματού να πάμεν στο Βαρώσιν
ν' αγαπηθούμεν στον γιαλόν ώστι να ξημερώσει
τζαι νάκραν νάκραν του γιαλού να πάμεν στο Καρπάσιν
Γιαλούσαν τζαι Λυθράγκωμην τζαι Ταύρου τζαι Πογάζιν.
ν' αγαπηθούμεν στον γιαλόν ώστι να ξημερώσει
τζαι νάκραν νάκραν του γιαλού να πάμεν στο Καρπάσιν
Γιαλούσαν τζαι Λυθράγκωμην τζαι Ταύρου τζαι Πογάζιν.
Ακλούθα μου μαυρομματού να πάμεν στην Τζερύνειαν
ν'αγαπηθούμεν ταίριν μου στα κάστρη τζαι στο τζύμμαν
σιερκές σιερκές να πιάσωμεν να πάμεν εις την Όρκαν
στην Λάπηθον στον Καραβάν στην Μόρφου τζαι την Ζώθκιαν.
ν'αγαπηθούμεν ταίριν μου στα κάστρη τζαι στο τζύμμαν
σιερκές σιερκές να πιάσωμεν να πάμεν εις την Όρκαν
στην Λάπηθον στον Καραβάν στην Μόρφου τζαι την Ζώθκιαν.
Μαυρομματού, μαυροβρυού "τζι ότι φορήσεις παν σου"
έλα να πάμεν κατά τζει.
Φόρησε ρούχα του πρεπού ρούχα της φορησιάς σου
κροκοτσινίζει η αφκή
τζι αθθίζουν οι πορτοκκαλιές κόρη στην γειτονιάν σου
έλα, να πάμεν κατά τζεί.
έλα να πάμεν κατά τζει.
Φόρησε ρούχα του πρεπού ρούχα της φορησιάς σου
κροκοτσινίζει η αφκή
τζι αθθίζουν οι πορτοκκαλιές κόρη στην γειτονιάν σου
έλα, να πάμεν κατά τζεί.
Σε μια γωνιά του Παραδείσου / Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθη
Σε μια γωνιά του Παραδείσου
που αργοσταλάζει το νερό
εκεί, καρδούλα μου, κοιμήσου,
κι εγώ είμαι δω και καρτερώ.
Πώς γαληνεύει η μορφή σου,
τα φρύδια φτέρουγες πουλιών,
ρόδα που βιάζονται ν’ ανοίξουν
οι όχθες των μικρών χειλιών.
Κοιμήσου ήσυχα, κοιμήσου,
και τ’ αεράκι δροσερό
θα κοιμηθεί κι αυτό μαζί σου.
Στου ύπνου τ’ απαλό φτερό,
φεγγάρι κι άστρο μου, κρατήσου
και σαν ξυπνήσεις, θα ’μαι εδώ.
Ποιητική Συλλογή: Ανάδρομη πλεύση
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)