Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ(2)/ Αντρουλλα Θεοκλη Νικηφόρου


Τελειώνει η περιδιάβαση,τελείωσε η ώρα
πρέπει να φύγουμε ξανά,δύσκολο πάλι τώρα!
Μαζεύουμε τα κομμάτια μας,που είναι σκορπισμένα,
γιατί και πάλι αποχαιρετούμε,χώματα αγαπημένα!

Τα βήματα είναι βαριά,δύσκολα προχωρούμε,
πάμε μπροστά και πάλιν πίσω μας κοιτούμε.
Τις ομορφιές του τόπου μας,δύσκολα συναντούμε,
γιατί ραγίζει η ψυχή πάλι να τις ποχωριστούμε.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,κοιτάς ολόγυρα σου,
σκέφτεσαι ,συλλογίζεσαι,πού πήγαν τα όνειρα σου.
Χάσαμε τις ρίζες μας,τα όμορφα χωριά μας,
τον τόπο μας,στερούμαστε κι εμείς και τα παιδιά μας.
Τα πεύκα κυματίζουνε,σκύβουν μας χαιρετούνε,
μα έχουνε παράπονο,πώς μόνα τους πάντα ζούνε,
δεν την μπορούν την μοναξιά,ελληνικά μιλούνε,
πίσω μας θέλουνε ξανά,κάτω από το ίσκιο τους,
να τρώμε,να γλεντούμε κι όμορφα να ζούμε!
Πάνω στα πεύκα στα κλαδιά,κάθονται τα πουλάκια,
μας βλέπουν με παράπονο και χαμηλοπετούνε,
μα χάθηκε η φωνούλα τους και δεν κελαηδούνε.
Προστάτης τους ο αετός πάνω στου πεύκου τη κορφή,
μα τα φτερά του έσπασαν κι έχει βαθιά πληγή.
Ανηφορίζοντας στον δρόμο της επιστροφής,
φυτά και αγριολούλουδα,βρίσκεις λογής- λογής
χρωματική η πανδαισία,σαν πίνακας ζωγραφικής!
Χίλιες,μύριες αποχρώσεις,χίλιες μύριες ευωδιές,
ανασταίνουν τη ζωή μας και ευωδιάζουν τις ψυχές!
Ανηφορίζοντας στην στροφή του δρόμου,
μιά στάση,μιά στάση αποχαιρετισμού!
Ένα υπερθέαμα,μιά ζωγραφιά,
ο ήλιος τραβάει την τελευταία του πινελιά!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,πάει να ξαποστάσει,
σκόρπισε χρώματα πολλά,γέμισε όλη πλάση!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,ο ήλιος πάει να δύσει,
τον ουρανό χρυσόξανθες ανταύγειες πήγε να περιλούσει.
Η θάλασσα γαλήνεψε την γλυκό νανουρίζει,
μέστ´τα γαλάζια της νερά να γλυκό καθρεφτίζει!
Ανηφορίζοντας άρχισε να γλυκοσουρουπιάζει,
και τον ματωμένο Πενταδάκτυλο τον φώτισε ,
και σαν πίνακας μοιάζει!
Χρυσές,μαβιές και ροδαλί,ακτίνες ξαποστέλλει,
κρυφτούλι μέστ´τα σύννεφα,σιγά- σιγά πηγαίνει.
Βουτάει μές τη θάλασσα,γλυκά τη χρωματίζει,
κι η θάλασσα μας του Βορκά,να ροδοκοκκινίζει!
Φεύγει ο ήλιος χάνεται κι αρχίζει να βραδιάζει,
και μέσα η ψυχούλα μας,πάλι να σκοτεινιάζει.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο και πίσω σαν γυρνάμε
μιά υπόσχεση ξανά ,πώς πάντα θα θυμάμαι,
και νοερά στην σκέψη μας ,εκεί θα τριγυρνάμε,
σε τόπους όμορφους που πάντα αγαπάμε,
και ποτέ μας δεν ξεχνάμε!

ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ / Μαρούλλα Πανάγου


Το μεγάλο ολόκληρο ,
τίποτα ήταν τελικά.
Ξεχώρισαν οι δρόμοι 
πριχού καν ανταμώσουν. 

Το απόμακρο όνειρο τρεμοσβύνει
στην μονόπλευρη προσπάθεια
Μειωτική στην δύναμή της,
να το κρατήσει ζωντανό.
Χρόνος νεκρός
στ’ ανύπαρκτο για μάς
Αύριο! 


ΤΖΙΕΡΥΝΙΑ / Μαρουλλα Πανάγου


Η θάλασσά σου πολλα πικράθθην τζι ένι γεύση της πικρή ζεχύριν
όπως την πίκραν μες την καρκιάμ μας που μας θωρούσιν σαν μουσαφίρην
Τρέσιει αρμυρόπικρόν το δάρκον τζι ένι τα μμάδκια μας πάντα θολά
στο μισοφέγγαρον πόνει καρτσιήμ μας τζιαι την καρκιά σσου γρόνια τρυπά
Αχ Πενταδάκτυλε μας τζιαι δεν ταράσσεις
Πε μας γιατί εν τους αποτάσσεις ;
‘Οσον εμεις τζι αν σ’ αρωτούμεν
την πολοήν σου την καρτερούμεν.
Αμμα εμούλλωσες εν συντηχάννεις
Την πομονήσ σου πως εν την χάννεις ;
Στέκει το κάστρο σου ποτζιει θωρεί μας, σαν στοισιωμένον νύχτα τζιαι μέρα
τζι Αροδαφνούσα μές στο τζιελλίν της, ν’ ακούει «μέρραπα» για καλημέρα.
Μα τζι αν πασκίζουν να σε τουρτζιέψουν την ιστορίαν σου εν το μπορούν
σπίδκια της Ρήαινας τζιαι βουβαφφέντο εν ριζωμένα!! την μαρτυρούν .
Μα Πενταδάκτυλε πως εν ταράσσεις
Πε μας γιατί εν τους ’ αποτάσσεις ;
‘Οσον εμεις τζι αν σ’ αρωτούμεν
την πολοήν σου την καρτερούμεν.
Αμμά εμούλλωσες, εν συντηχάννεις
Την πομονήσ σου πως εν την χάννεις ;

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

[Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα] / Αθως Χατζηματθαιου


Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα
καθώς ρουφούσα τον καφέ μου
ακουμπώντας στο πέτρινο περβάζι της μοναξιάς
Στη μουσκεμένη απ΄ τα δάκρια των άστρων πετρά
σκαρφάλωναν μια στρατία από μυρμήγκια
αποζητώντας ελάχιστη δροσιά κι ανάσα ξεκούρασης
απ΄ την ολονύκτια τους αγρυπνία
Το ραγισμένο τζάμι θρηνούσε στο βουητό του ανέμου που αναστάτωνε την ηρεμία της ροδαυγής
κι ένα μαύρο σύννεφο σκαρφαλωμένο στο σβέρκο του ουρανού πάσκισε να κλέψει απ΄ τον ήλιο το χαμόγελο
λες και δεν ήθελε αυτό να ξημερώσει
λες και δεν του άρεσε η εναλλαγή απ΄ το σκοτάδι στο φως
και το σπουργίτι φοβισμένο απ’ όλο αυτόν τον πανικό
δεν τολμούσε να πλησιάσει στο περβάζι μου
τα ψίχουλα της αγάπης μου ορφανά
περίμεναν όπως κάθε αυγή
για να του προσφέρουν την ελάχιστη ευτυχία.

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ / Μαγγανή Χρυστάλλα


Όταν των Μήδων τους αλαλαγμούς ,
που φοβεροί κραδαίνουνε τα όπλα ακούσεις
κανένα μη ζητήσεις Εφιάλτη
ανάμεσα σ' αυτούς που φανερά
σε μίσησαν.
Πλάι σου κοίταξε και θα τον δεις
εκφράζοντας επαίνους
να υποκλίνεται
και μες της μάχης τη βουή
να σε φωνάζει "φίλε".

ΟΡΟΜΑΝ ΕΝ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ / Μαρούλλα Παναγου


Ομορφος σαν τον Αντζιελον. όμως που την θωρκά σσου 
πολείπει το χαμόγελο που μέσα στην μμαδκιά σσου
Μεν τον αφήννεις τον τζιαιρόν άσκοπα για να ρέξει
εν σύντομη τούτ’ η ζωή, ζήσε την κάθε φέξη 

Μεν αγαπάς τζιει πόν πρεπει δκιάλεξε στο ταιρκάζει
τζιει που σ’αξίζει να χαρείς να μεν έσιεις μαράζι .
Ξέρεις το τούτα που λαλώ ότι πως εν η αλήθκεια
Ζωή ποττέ εν μπόν ένι όπως τα παραμύθκια
Το ότι που ορπίζαμεν όρομαν εν να μείνει
μα φτάνει που το ζήσαμεν τζι ας μεν ποττ’ενε γίνειν
θα το κρατούμεν φυλακτόν με στην καρκιάν μας άστρον
Ητουν αγνόν μα πέτασεν σαν το πεζούνιν τ άσπρον.



Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

[Οταν γιναν σκιες οι αγαπημενοι] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Οταν γιναν σκιες οι αγαπημενοι
και οσα ζησαμε μαυρα συννεφα
ηρθε ο ηλιος τη βροχη να ζεστανει
μονος κι απροσκλητος
Εγιναν πονος και δακρυ οι θυμησες
κι ακουμπησε η απελπισια
στο παραμυθι να ξαποστασει
και την αγκαλιασε τρυφερα ο Αισωπος
τη νανουρισε κι εγινε μωρο στην κουνια
Μανα η καρδια μου
που σκιστηκε στα δυο και χαθηκε
Φωλιασε μεσα στο μυαλο
δυο κομματια και με τρελλαινει
Σ αγαπαει το ενα μεχρι θανατου
πεφτει στα βραχια τσακιζεται και το φωναζει
Κρυβεται το αλλο και διχως φωνη σου μιλα
διχως ορια και πεθαινει
Σωπα και συ μην παρουν τα λογια
οι σκεψεις και τα μεταφερουνε
Σωπα και συ . Τωρα πια εμαθες
να φωναζεις βουβα την αγαπη σου
κι ειναι πιο δυνατη
Τωρα πια εμαθα να καλω
στα μουγκα τη ψυχη σου
και να πεθαινω μαζι της

Τούτος ο κόσμος δεν πάει άλλο / Ανδρέου Ειρήνη


Τούτος ο κόσμος δεν πάει άλλο....
Θεέ μου γκρέμισ' τον, φτιάξ' τον ξανά.
Για την αγάπη Σου δεν αμφιβάλλω 
όμως τον κάναμε.... γυαλιά καρφιά.
Φτιάξ' τον ξανά μα όχι με λάσπη.
Πάρε τα δάκρυα πάρε το αίμα
πάρε τα ψίχουλα, και φτιάξε αγάπη
μοίρασ΄την δίκαια, μην κάνεις ψέμα.
Ένα κομμάτι για τον καθένα ,
δεν σου ζητάω Θε' μου πολλά.
Χρόνια παλεύω με μία πένα
τούτος ο κόσμος δεν πάει καλά.
Τούτος ο κόσμος ζει μες το ψέμα
και μες στην λάσπη του κυλιέται
κι όποιος ενάντια πάει στο ρέμα
από τον όχλο πετροβολιέται.
Κλείνει τ ΄αυτιά σε πόνου κραυγές
και το συμφέρον του μόνο κοιτάει...
χολή και ξύδι κερνά τις πληγές
πατά σε πτώματα και προχωράει.
Τούτος ο κόσμος ζει μες στο ψέμα,
Θεέ μου γκρέμισ' τον φτιάξ' τον ξανά.
Βγαλ' το ΕΓΩ που στάζει αίμα...
Θε' μου παιδάκι μην κλάψει ξανά!
Από την εισαγωγή του βιβλίου μου " Φτου μας με αγάπη"

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

[πάρε με πέρα θάλασσα ] / Κυπριανού Ντίνος

Σκορπώ τον νου στα μακρινά
στην καταχνιά που σβήνει η δύση
οι σκέψεις μου ως στις ακτές
της Σμύρνης να κυλίσει
να ταξιδέψω το μυαλό
να ρίξω φώς μές στις αυλές της
με δάκρυ απ΄΄τα μάτια μου
να πλύνω τις πληγές της
Πάρε με πέρα θάλασσα
ώς την αρχή της Σμύρνης
και άς χαθώ στο όνειρο
στην ομορφιά εκείνης
πάρε με πέρα θάλασσα
την Σμύρνη να μαγέψω
λίγο απ΄΄τα σμυρνέικα
τραγούδια της να κλέψω ...


Οι στίχοι είναι κατοχυρωμένοι επίσημα  .https://youtu.be/E8EcVf98C_Q

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

ΩΣΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΦΩΣ / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ


Κατι συμβαινει εκει εξω δεν ακουσες τιποτε ?
Κατι εμποδιζει το ρολοι της ζωης μας
να κτυπαει εδω σ αυτη τη γη
Καποιος αποφασιζει για μας χωρις εμας
και ειναι φιλος
καποιος αποφασιζει για μας χωρις εμας
και ειναι αδελφος
μα δεν το νοιωθεις ?
Μας στερει το σπιτι ο δικος μας ανθρωπος
μας κανει ξενους στη δικη μας γη
κανει τα παντα μας προσωρινα
Κι αυτοι που "" φυγαν ""γιατι σκοτωθηκαν
κι αυτοι που θαρθουν ποια θαναι η γη τους
Κατι συμβαινει εκει εξω
μην κανεις πως δεν το προσεξες
Ξυπνα αδελφε και ξυπνα ολους οσους κοιμουνται
ολοι μαζι μια γροθια πριν μας κοψουν το ρευμα
Ωσπου εχουμε φως
Στα σκοτεινα τι θα κανουμε ?

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

[Εκει στ ουρανου το μεσοφρυδο] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Εκει στ ουρανου το μεσοφρυδο
γαντζωμενη μια προσευχη
γονατιζει το θανατο
Μια καρδια ναυαγει μεσοπελαγα
και σκιζει τη θαλασσα
ο θρηνος της απελπισιας
Και μεις την ελπιδα
κρατωντας σφικτα απ το χερι
την ταλαιπωρουμε
με διχως λυπηση
Μια βαρκα χωρις πυξιδα η ζωη
που ολο μακραινει στη θαλασσα
και μεγαλωνει η αποσταση
Βρισκομαστε αναμεσα σε ερειπια
γκρεμισμενων ονειρων
και μας κτυπα παγωμενο τ αγιαζι
Κι αναζητουμε μια γωνια
στην αυλη της χαρας
να γλυκανουμε λιγακι
της ψυχης το παραπονο
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

[Της μανας το νανουρισμα θυμαται] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Της μανας το νανουρισμα θυμαται
και ξαναγινεται μωρο
το εικοσαχρονο παλληκαρι
λαβωμενο απο τουρκικο βολι
"Μανα μη φεβγεις
φοβαμαι μονος "
και τα χερια σε θεση προσευχης
ικετευουν
" Μανα μη φεβγεις
ποναω πολυ "
και τα ματια γλαρωμενα
κοιτουν μα δεν βλεπουν
Και ξυπνα η μανα
μες την αγρια νυκτα
αλαφιασμενη καντηλι αναβει
" Φυλαε Πλαστη μου το παιδι μου "
Και τραβα απ την κασελα
το μαυρο φουστανι
με τη μαυρη της ψυχη
να ταιριαζει
και σερνει φωνη σπαραγμου
" Ορφανη ειμαι πια
και μοναχη στον κοσμο "
τραβαει τα μαλια
και σκιζει τις σαρκες
" Ουτε πατριδα ουτε παιδι
αναθεμα της ζωης τους εμπορους "
Την παιρνει ο υπνος και ονειρευεται
"Κοιμησου παιδακι μου
ξαγρυπνα η μανουλα
κοιμησου εσυ "

Η ΜΑΝΑ Η ΚΟΥΡΔΙΣΣΑ / Πηλαβάκη Δέσπω


Ειμαι η μανα που γεννησε την Beritan 
Σαν την κοντεψε ο εχθρος 
στα αγρια βουνα της πατριδας πηδηξε στο κενο 
σαν Ελληνιδα στο Ζαλογγο

Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Ειμαι η μανα που σαν βγηκαν τα παιδια μου
για ενα μεροκαματο εκει στο Roboski
τουρκικα μαχητικα με βομβες κομματιασαν
τα εφηβικα κορμια τους
Ειμαι η μανα του Mehmet Tunc
που σ ενα μπουντρουμι με εκατον τοσα ατομα
αμαχοι Κουρδοι γιναν λαμπαδες
απο τουρκους στρατιωτες που τους βαλαν φωτια
Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Ειμαι η μανα του Haci Lokman
που δεμενο πισω απο ενα αυτοκινητο
τον σερναν στους δρομους τουρκοι στρατιωτες
Ειμαι η μανα της ανταρτισσας
που σαν την δολοφονησαν τουρκοι στρατιωτες
τη ξεγυμνωσαν και βγαζαν φωτογραφιες θριαμβου
μπρος στο εκτεθειμενο σε κοινη θεα νεκρο σωμα της
Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Μακροσυρτο τραγουδι ο πονος μου
ξεριζωνει την καρδια απ τα στηθεια
μα μπρος στον τουρκο τραγουδω
σαν Ελληνιδα μανα
μην τους δωσω χαρα με το κλαμα μου
Ειμαι η μανα η Κουρδισσα
Χρονια και χρονια φυτευω τα παιδια μου
στης Πατριδας τη γη
χρονια και χρονια πληρωνω με αιμα
το ακριβο της λευτεριας δεντρι
χρονια και χρονια φαρμακι πινω
και φωναζω μα κανεις δεν ακουει
Ε ανθρωποι ......ειμαι η μανα η Κουρδισσα 

ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Αυτογνωσία / Μιχαηλίδης Π. Κώστας



Τα χωριά μας είναι πελεκητά 
πάνω σε γκρεμούς 
ζυμωμένα με πλιθάρι στην αγκαλιά του κάμπου 
κι απάνω τους ο θεός 
που μας κοιτάζει πίσω από το πρόσωπο 
με τη διπλή ματιά του 

Δουλεύουμε το στάρι και τ’ αμπέλι 
κοιμόμαστε στον ίσκιο της πορτοκαλιάς 
κι η ελιά μετρά το φως που μας σκεπάζει, 

Κι ολημερίς κτίζουμε τα σπίτια μας 
από χώμα και πέτρα 
από θεούς και εικόνες 
σπασμένα μάρμαρα και υδρίες πολλές. 

Και πάλι βουλιάζουμε στο χώμα 
στο σύνορο μιας άλλης γης
στην άκρη, που μας κρατά μετέωρους 
μαζί με τις πέτρες και τους θεούς μας 

Κι όλο και ξανακτίζουμε τα σπίτια μας,
 κάτω από τη διπλή ματιά του θεού

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ο δρόμος προς την Κερύνεια / Κώστας Π. Μιχαηλίδης

Ο δρόμος πάει λοιπόν προς την Κερύνεια.
Λίγο πιο πέρα βλέπεις τα βουνά
Μια υποψία η θάλασσα.
‒Τα βουνά δεν είναι από σάρκα,
μου είπες.
Μένουν απλώς εκεί που ήταν πάντα.
Τους πεθαμένους ποιος τους λογαριάζει;
Πάνω σε μια πλαγιά,
στην κορυφή του αγίου Ιλαρίωνα
ή στο ακρογιάλι;
Δεν φτάνει ένα καμπαναριό
ούτε το δέντρο στην πλατεία του Μπέλλα-Παΐς
να τους λυτρώσει.
Ο χαμός περισσεύει
μέσα στους δρόμους
εκεί που χτες ακόμα
οι άνθρωποι έπαιζαν το ανύποπτο παιγνίδι τους.
Πόσα χρόνια στέκει αυτό το κάστρο;
Ανεβαίνεις απάνω του
όπως πριν οκτώ αιώνες.
Η πέτρα βαριά, η καταπακτή
γυρίζει όπως ο μύλος στο βυθό της γης.
Φωνή χαμένη που έρχεται και ξανάρχεται.
Στην Κερύνεια
που έγινε όνειρο
πόσο μας πνίγει τούτος ο καιρός
ασήκωτος ο καιρός που την πατά.
Προς τα πού;
Μάταια κοιτάζεις τα βουνά.
Αυτόν τον δρόμο τον έχουν κλείσει.
Κτυπούν ακόμα τον βράχο,
δένουν το βουνό όπως τότε
που οι κόρες του Ωκεανού θρηνούσαν
κάτω απ’ τον ίσκιο του.
Οι ελιές όμως
που ρίζωσαν μαζί με τον κύκλο του ήλιου
ξέρουν να περιμένουν.
Πέρασαν μέσ’ από την τραγωδία του ονείρου
που γίνεται χώμα, κρασί, λεμονανθός
που γίνεται ποτήρι πάνω σ’ ένα τραπέζι
ενώ οι άνθρωποι γύρω κάθονται να ξεδιψάσουν
στο φτωχό σπίτι του ψαρά
που διάφανο άπλωσε για να χωρέσει ένα καράβι
βουλιαγμένο πριν τρεις χιλιάδες χρόνια στον βυθό.
Δεν τον αφήνεις αυτόν τον δρόμο
τον φραγμένο με συρματοπλέγματα.
Βουλιάζει κι αυτός μέσα σου όπως το καράβι
σε πληγώνει μαζί με το σίδερο που τον φράζει
σε διαπερνά όπως τα χώματα το φως.
Τους πεθαμένους δεν μπορείς να τους ξεχάσεις.
Θα σε κυνηγήσουν οι Ερινύες
σ’ αυτό τον δρόμο που πάει προς την Κερύνεια.