Κυριακή 29 Απριλίου 2018

[Κάθε πρωί που ξυπνώ..] / Κωνσταντινίδης Στέφανος

Κάθε πρωί που ξυπνώ
γεμίζω μια πήλινη κούπα
με τα όνειρά μου
κι ύστερα
τα φυτεύω στον κήπο
μιας αλλόκοτης ψυχής
και περιμένω επί ματαίω
να φυτρώσουν.

[Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας] / Κωνσταντινίδης Στέφανος

Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας
Ναι. 
Με τους τριακόσιους του.
Μα΄ ταν εκεί 
και κάποιοι θεσπιείς.
Κανείς δεν τους θυμάται. 
Στους πανυγηρικούς τους 
οι ρήτορες ξεχνούν συνήθως 
ν΄ αναφερθούν σ΄ αυτούς
μιλούν όλως παρεπιμπτόντως.
Για Λακεδαιμονίους 
Ναι. 
Για Θεσπιείς 
κανένας δεν μιλάει. 

[Πολύ αμφίβολο αν η Βαστίλλη έπεσε] / Κωνσταντινίδης Στέφανος

Πολύ αμφίβολο αν η Βαστίλλη έπεσε. 
Ίσως πιο πιθανό φαίνεται 
πως στέκει ακόμη 
κι ΄  άδικα οι άνθρωποι 
πανηγυρίζουν το ρίξιμό της. 

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Τα σφυρίγματα του αλήτη: Ποιητική Συλλογή του Τεύκρου Ανθία εκδοθείσα το έτος 1929


Κατρακύλημα


 Όλο ξεπέφτεις – και ξεπέφτεις δίχως τέλος –
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).

 Το ποιο φινάλε θάχει τέτια μια ιστορία,
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δε γιατρεύεις τέτια επίφοβη πληγή.

 Πάντοτε λες : «Θαρθεί μια μέρα να ξεφύγω,
απ΄ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».

 Κι όμως το χάος σα μαγνήτης σε τραβάει
και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις,
το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει,
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.-

Σελ: 11

**

Οι καταφρονεμένοι 

Φέρε μας κάπελα, κρασί
κ’ έλα με μας να πιεις και συ.

 Ήρθαμε τώρ’ απ΄ τη δουλειά,
μ΄ άδειο μυαλό κι άδεια κοιλιά,
μες το πιοτό να ξεχαστούμε.

 (Ζωή που κάνουμε και μεις, μαρτύρια που τραβούμε!)

 Φέρε μας ένα κατοστάρι
-ν- απ΄ το στερνό σου γιοματάρι.

 Κι αφού το πιούμε, στο λεφτό,
το δοκιμάζουμε κι αυτό
που μας το λες για φίνο πράμα.

 (Ως πόσο πια να λυώνουμε στον πόνο και στο κλάμα;)

 Φέρε μαρίδες για μεζέ
κ΄ έλα να πιεις και συ, χαζέ!

 Τι; Μας λυπάσαι τα λεφτά;
Δεν έχουμε κι άλλ’ απ΄ αυτά,
που φτάνουν όσο για να πιούμε.

 (Μα όπως κι αν είναι, δώσε μας πιοτό… να ξεχαστούμε).-

Σελ: 31


**
Αντιθέσεις

Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή, που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,
και πάω να κλάψω δυνατά, να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,
σ΄ αυτή την όμορφη βραδιά, να κλάψω για όλα τα παιδιά
που μες τους δρόμους τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.

 Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής κι ο πιο μεγάλος ο Ριρής,
στο πεζοδρόμι κάθουνται, χαζεύουν και καπνίζουνε,
πιο πέρα ο Φάνης κι ο Τοτός, που τους παιδεύει ο πυρετός,
βρωμολογούν και βλαστημούν, γελούνε και δακρύζουνε.

 Και κάποιος μορφινομανής, γιος της μαντάμας της Φανής,
– σκιάχτρο και φάντασμα χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –
περνάει μπροστά τους σιωπηλά, τους αντικρύζει και γελά,
με τ΄ άθλιο παντελόνι του και το πουκάμισο το τρύπιο.

 Και μες τη σάλαν η κυρά, πλημμυρισμένη από χαρά,
παίζει Μπετόβεν και Σοπέν, πιανίσσιμο και φόρτε,
μερακλωμένη τραγουδά κ΄ έχει στο πλάι το λαδά,
που προσπαθεί πολύ κουτά να της σερβίρει κόρτε.-

Σελ: 45


Eπίλογος / Τεύκρος Ανθίας


Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.


Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Eίσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχην εσπέρα.


Kι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
και θα σιγήσει ο σίφουνας κ’ η θύελλα της ζωής σου,
Aλήτη! δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.


Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.

Το πρώτο γράμμα / Τεύκρος Ανθίας




(15 του Δεκέβρη, 1955, ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα)

Αναστασία.

Απόψε η νύχτα είναι σαν την καλοσύνη σου.

Έβρεξε. Κι ήτανε τα δάκρυα όλων των αγαπημένων μας.
Η πρώτη μπόρα –του πρώτου και στερνού τους θρήνου.
Ύστερα, μόνο μερικές σταλαγματιές 
πέφτανε σα ντιμινουέντο*
του ραγδαίου εμβατηρίου της βροχής.
Κι ήτανε κάτι δάκρυα,
που αργοκυλούσανε και σβήνανε
στα δικά σας μάγουλα 
–αγαπημένες γυναίκες, 
θεία παιδιά της τρυφερής, αιχμάλωτης στοργής μας.

Κι ήτανε κάτι σα δροσοσταλιές, 
που κρεμαστήκανε σαν κρούσταλλα
απάνω στα ματόκλαδα 
της άγρυπνης αγάπης μας, για σας, για όλο τον κόσμο.



* ντιμινουέντο, το: μουσικός όρος που δηλώνει τη 

βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου

Δον Κιχώτης / Τεύκρος Ανθίας



Τον είδα στ’ άλογό του κωμικά να προκαλεί
 το Σύμπαν, το Υπερπέραν και τα Χάη.
Κάποτε να σφυρίζει και παντού να διαλαλεί
 τ’ Άπειρο πως στα χέρια του βαστάει.

Άκουσαν τη φωνή του, όθε περνούσεν, οι τυφλοί
 και γίγαντα μεγάλο τον θαρρούσαν.
Σκύβοντας μέχρι κάτω τη φτωχή τους κεφαλή
 τα βήματα του αλόγου του φιλούσαν.

Και γέλασα ανοιχτά, κι ήταν το γέλιο εκρηκτικό,
 τόσο που ’χε θυμώσει ο Δον Κιχώτης,
ο νάνος ο γελοίος με το κορμάκι το σκυφτό,
 που φάνταζε στον κόσμο σαν ιππότης.

Ήτανε κωμικός κι ο κουρασμένος του θυμός,
 γιατ’ είχε απ’ το ταξίδι του απαυδήσει
κι άδικα προσπαθούσε, σκυθρωπός και πελιδνός,
 το λίγο του κουράγιο να κρατήσει.

Και νάνος στο άλογό του ο δυστυχής
 αρχίζει να γελάει με τ’ όνειρό του.
Θαρρώ πιο πιθανόν, από τους δυο, κατακτητής
του Σύμπαντος να γίνει τ’ άλογό του!

Δίστηλο / Τεύκρος Ανθίας



Τα φρύδια σου : δυο τίτλοι στη σειρά,
με κεφαλαία αρχαϊκά στοιχεία·
υπότιτλοι με γράμματα μικρά :
Τα βλέφαρά σου.

Κι ακολουθούνε δυο προτάσεις,
που αρχινάνε και  τελειώνουν με στιγμές.
Στο μέσο κάθε μιας και μια τελεία.
Κείμενο με των 12 ελζεβίρ :
Τα μπιρμπιλά τα δυο σου μάτια.

Λίγο πιο κάτω δυο προτάσεις άλλες,
με κόκκινο μελάνι τυπωμένες –
– ρητορικές, μακρόσυρτες προτάσεις καθαρευουσάνου :
Τα μάγουλά σου.

Κ΄ η μύτη, σα λεπτότατη γραμμή, χωρίζει
τις δύο στήλες.
Υπογραφή : Σατάν και Σαβαώθ :
Τα σκανδαλιστικά τα δυο σου χείλη.

Την ώρ΄ αυτή, που ξενυχτώ στη συλλοή σου
κι έχω μπροστά μου την υπέροχη μορφή σου,
οι στοχασμοί μου με ενοχλούν.
Δίχως ελπίδα
γιατί μέσα στον πόνο σου να ρέβω;
– Αφήστε να διαβάσω εφημερίδα!
...Κι αγριεύω.-

Tο νέο “ποιητάρικο” / Τεύκρος Ανθίας




“Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κοντά μου συναχτείτε”
πρόσφορα να μοιράσετε, γλυκό κρασί να πιείτε.

Ψωμί απ’ του κάμπου τ’ όργωμα, κρασί από δράκο αμπέλι,
πικρό απ’ τον ίδρω της δουλειάς μα, απ’ την αγάπη, μέλι.

Πολύ αγαπούσε ο δουλευτής τον κόσμο ολόγυρά του,
κ’ είχε ανοιχτό το σπίτι του, ανοιχτό σαν την καρδιά του.

Aράδα τα τραπέζια του για ξένους στρατοκόπους,
για θεριστάδες, για φτωχούς – για τους απλούς ανθρώπους.

Στην άκρη αυτός, ο κεραστής, κρασί-χαρά κερνούσε
κ’ ένας λαός στα χείλη του με πάθος τραγουδούσε.

Έπινε η νύχτα σα μπεκρού το φως από τ’ αστέρια,
έπινε ο ξένος στην αυλή, ως αργά τα καλοκαίρια.

Xωράφια, σπίτια, χάθηκαν στου δανειστή το στόμα,
μα το τραγούδι του το ζω και ζει ως λαός ακόμα.

Mίλια-σειρά τα δίστιχα στο δρόμο είναι στρωμένα,
στάχυα του απλού τραγουδιστή, μα στα χαρτιά του ούτ’ ένα.

Mίλια από στίχους θα ’θελα να γράψω για να υμνήσω
το δάσκαλό μου στην καρδιά, μα ως κάποτε θα κλείσω.

Aντρέας Παύλου ελέγουμουν και νυν Tεύκρος Aνθίας,
“ποιηταρούδιν” νηστικό – παιδί της αλητείας.

Mη μου ζητάτε, χωριανοί, να σας το τραγουδήσω,
γιατί το δάκρυ είν’ ακριβό – στη γη θα το κρατήσω.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Χρονορραφία: Ποιητική Συλλογή της Ελένης Κεφάλα από τις εκδόσεις Νεφέλη το έτος 2013

"Η ΣΚΙΑ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ"


Έτσι ξαφνικά, όπως το βουητό 
της μοτοσυκλέτας που τρέχει 
με ιλιγγιώδη ταχύτητα, 
όπως την αστραπή στον βραδινό 
ουρανό, όπως ένα τραγούδι 
που ξανακούς μετά από 
χρόνια στο ραδιόφωνο. Έτσι 
ξαφνικά, μετά από χρόνια, σ' 
ένα αστραπιαίο, ιλιγγιώδες 
βουητό θ' αντικρίσεις το πιο 
αναπάντητο απ' τα ερωτήματά σου. 
Και τότε θα ξέρεις



μπορείτε να διαβάσετε την συλλογή: https://windcapunc.firebaseapp.com/10/%CE%A7%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%81%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1.pdf

Ελένη Κεφάλα (βιογραφικά στοιχεία)

Η Ελένη Κεφάλα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και μεγάλωσε στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου. Είναι Λέκτορας Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του St Andrews στη Σκωτία. Είναι διδάκτωρ της Συγκριτικής Φιλολογίας (ελληνικής και λατινοαμερικάνικης) του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και έχει Masterʼs στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία από το ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι πτυχιούχος της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου και έχει διδάξει ελληνική και ισπανόφωνη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας (Φιλαδέλφεια), κατέχοντας θέση μεταδιδάκτορα. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και έχει δώσει διαλέξεις σε πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, την Ισπανία, την Αργεντινή και το Μεξικό. Η ποιητική συλλογή "Χρονορραφία" (Νεφέλη, 2013), που τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Κύπρο. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, τουρκικά και ρουμανικά.

Ποιητικές Συλλογές:

(2013)Χρονορραφία, Νεφέλη
(2007)Μνήμη και παραλλαγές, Πλανόδιον

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Το τραγούδι των αδέσποτων / Κεφάλα Ελένη

Ανακαλύπτει ρήγματα στο χρόνο
μικρές οπές στα σύνορα της μνήμης
κι ανεβαίνει τις ανεμοδαρμένες νύχτες μας
για να μας βρει στʼ ανύποπτο σκοτάδι
να τραγουδάμε τα παράξενα τραγούδια μας.

(Όλα κάπως έτσι ξεκινάνε.)

Αποστάσεις / Κεφάλα Ελένη

Τώρα που σου γράφω
ίσως να βρίσκεσαι σʼ ένα λεωφορείο
που διασχίζει αργά το κέντρο μιας μεγαλούπολης σε ώρα αιχμής
ή σʼ ένα τρένο
που προσπερνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα ένα σταθμό γεμάτο κόσμο
ίσως να κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο ενός αεροπλάνου
που πετάει μέσα στην πυκνή ανοιξιάτικη ομίχλη
ή να περπατάς βιαστικά
ένα πολυσύχναστο δρόμο με καταστήματα ενώ βρέχει.
Ίσως πάλι να κάθεσαι σʼ ένα παρατημένο σπίτι
μιας μακρινής επαρχίας
και να κοιτάζεις μέσʼ απʼ το μισόκλειστο παράθυρο
το αέναο ταξίδι της σκόνης στο φως.

Μίμηση / Κεφάλα Ελένη

 Δεν έχουν το θεό τους οι
αφιλότιμοι που ακόμη κι Ε-
κείνον κιβδηλοποιό τον α-
ποκαλούν, επιρρίπτοντας του
απροκάλυπτα, αιώνες τώρα,
το κατ’ εικόνα και ομοίω-
σιν…

Ωδή στον άγνωστο ποιητή / Κεφάλα Ελένη


Πίσω από κάθε ποιητή βρίσκε-
ται κάποιος άλλος, άγνωστης
ταυτότητας, που μας δανείζει α-
πλόχερα τα λόγια του, που μας
δανείζει-unaccredited- τα λο-
για του.