Κατρακύλημα
Όλο ξεπέφτεις – και ξεπέφτεις δίχως τέλος –
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).
Το ποιο φινάλε θάχει τέτια μια
ιστορία,
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δε γιατρεύεις τέτια επίφοβη πληγή.
Πάντοτε λες : «Θαρθεί μια μέρα να
ξεφύγω,
απ΄ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».
Κι όμως το χάος σα μαγνήτης σε
τραβάει
και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις,
το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει,
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.-
Σελ: 11
**
Οι καταφρονεμένοι
Φέρε μας κάπελα, κρασί
κ’ έλα με μας να πιεις και συ.
Ήρθαμε τώρ’ απ΄ τη δουλειά,
μ΄ άδειο μυαλό κι άδεια κοιλιά,
μες το πιοτό να ξεχαστούμε.
(Ζωή που κάνουμε και μεις, μαρτύρια
που τραβούμε!)
Φέρε μας ένα κατοστάρι
-ν- απ΄ το στερνό σου γιοματάρι.
Κι αφού το πιούμε, στο λεφτό,
το δοκιμάζουμε κι αυτό
που μας το λες για φίνο πράμα.
(Ως πόσο πια να λυώνουμε στον πόνο
και στο κλάμα;)
Φέρε μαρίδες για μεζέ
κ΄ έλα να πιεις και συ, χαζέ!
Τι; Μας λυπάσαι τα λεφτά;
Δεν έχουμε κι άλλ’ απ΄ αυτά,
που φτάνουν όσο για να πιούμε.
(Μα όπως κι αν είναι, δώσε μας
πιοτό… να ξεχαστούμε).-
Σελ: 31
**
Αντιθέσεις
Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή, που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,
και πάω να
κλάψω δυνατά, να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,
σ΄ αυτή την
όμορφη βραδιά, να κλάψω για όλα τα παιδιά
που μες τους
δρόμους τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.
Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής κι ο πιο μεγάλος ο
Ριρής,
στο πεζοδρόμι κάθουνται, χαζεύουν και καπνίζουνε,
πιο πέρα ο
Φάνης κι ο Τοτός, που τους παιδεύει ο πυρετός,
βρωμολογούν
και βλαστημούν, γελούνε και δακρύζουνε.
Και κάποιος μορφινομανής, γιος της μαντάμας
της Φανής,
– σκιάχτρο και
φάντασμα χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –
περνάει
μπροστά τους σιωπηλά, τους αντικρύζει και γελά,
με τ΄ άθλιο
παντελόνι του και το πουκάμισο το τρύπιο.
Και μες τη σάλαν η κυρά, πλημμυρισμένη από
χαρά,
παίζει
Μπετόβεν και Σοπέν, πιανίσσιμο και φόρτε,
μερακλωμένη
τραγουδά κ΄ έχει στο πλάι το λαδά,
που προσπαθεί πολύ κουτά να της σερβίρει κόρτε.-
Σελ: 45