Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Τα 20 ομορφότερα Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια (Προσωπική εκτίμηση)


Η Κύπρος είναι ένα από εκείνα τα τμήματα του Ελληνισμού που ανέπτυξε πλούσια παράδοση. Η παράδοση αυτή αντιπροσωπεύεται κυρίως από την Δημοτική ποίηση, που εντυπωσιάζει με τον πλούτο των εικόνων, των στίχων, των τραγουδιών της μουσικής. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτή την παράδοση τολμάμε, με προσωπική ευθύνη να αναρτήσουμε τα 12 πιο όμορφα, πιο δημοφιλή Δημοτικά τραγούδια της Μεγαλονήσου.



( σημείωση: Τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών των Βίντεο, που σας παραπέμπουμε για να τα ακούσετε,  ανήκουν όπως είναι απόλυτα φυσικό,  στους δημιουργούς τους)



Θέση Κατάταξης
Στίχοι
του Δημοτικού Τραγουδιού












20

ΛΟΥΛΛΑ ΜΟΥ ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΜΟΥ

Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
Εψές η νύκτα ’σιόνιζεν,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Τζ’ εγιώνι μεσ’ τ’ αγκάλια σου,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
κρυότην εν ένωσα.

Εψές η νύκτα μια ήτουν, Λούλλα μου...
τζαι πόψε δκυό γινήκαν.
Τζ’ εν οι καμοί σου μουζουρού, Λούλλα μου...
τζ’ εξηφανερωθήκαν.

Νωστά π’ αγαπηθήκαμεν, Λούλλα μου...
έππεφτα τζ’ εν εκάμμουν.
Τζ’ ελάλουν: Παναΐα μου! Λούλλα μου...
οι άλλοι πώς βαστάγνουν!

Εις τον γυρόν της θάλασσας, Λούλλα μου...
να πα’ να ορκιστούμεν.
Τζ’ ωσπόσ’ η θάλασσα νερόν, Λούλλα μου...
να μεν ποχωριστούμεν.











19
ΤΟ ΤΕΡΤΙΝ ΤΗΣ ΚΑΡΤΟΥΛΛΑΣ ΜΟΥ

Το τέρτιν της καρτούλλας μου
δκυο μύλοι εν τ’ αλέθουν
μήτε οι στράτες το χωρούν
μ’ οι ποταμοί που τρέχουν.

Καράβι στο λιμνιώνα
τυλίει τα πανιά
για το μελαχρινό
μου έβκην η αβανιά.

Σαράντα μέρες νηστικός
έκαμεν ο ζωγράφος
ζωγράφισεν την κόξαν της
τζιαι δεν έκαμεν λάθος.

Αντάν να δώσει ο ήλιος
επάνω στα τεισιά
χαρά μου να σε θώρουν
πάντα στην εκκλησιά.

Εφτά καντάρκα ζάχαρις
να ρίξω μες στη λίμνην
για να γλυκάνει το νερόν
η π’ αγαπώ να πίνει.

Καράβιν, καραβάκιν,
που πας γιαλό γιαλό
αν πας για τες Αθήνες
πε μου να πάω κι εγιώ.

Εδίκλησα στον ουρανό
με μμάθκια δακρυσμένα
τζαι πολοήθει τζ’ είπεν μου
έχ’ ο Θεός για σένα.

Εσού `σε ο καθρέφτης
το καθαρό γυαλίν
που φέγγει στην Ευρώπην
τζαι στην Ανατολήν.



18



ΤΑ ΡΙΑΛΙΑ


Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή

Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού `ντα
ο πεζεβέγγης που τα `χει στη πούγγα, ω, ω

Εσύ `σαι ο καθρέφτης, το καθαρόν γιαλίν
το καθαρόν γιαλίν, ω, ω
που φέγγει στην Ευρώπην και στην Ανατολήν

Τα ριάλια...

Ίντα τραγούδιν να σου πω, μάνα μου να σ’ αρέσει
μάνα μου να σ’ αρέσει, ω, ω
που έχεις αγγελικόν κορμί και δαχτυλίδιν μέση

Τα ριάλια...

Στην σκάλα που ξεβαίνεις, να ξέβαινα κι εγιώ
να ξέβαινα κι εγιώ, ω, ω
και εις κάθε σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ
Τα ριάλια...


17


ΚΟΚΚΙΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΜΟΥ

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
και ψουμίν μου χάσικον
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι αν σε `φήσω εν’ άδικον

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
έβκα απ’ έξω στο στενόν
να μου δώσει η μυρωδκιά σου, φως μου
να μου γιάνει τον καμόν

Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα να κρεμμούνται
να σσεπάσουν τα βυζιά σου, φως μου
κι ίσια που να φαίνουνται

Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα έτσι κρεμμαστά
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι η καρκιά μου εν βαστά

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
πόψε να `χεις αννοιχτά
να `ρτώ κει να σε ποτίσω, φως μου
ίσια τα μεσάνυχτα


16

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Άγια Μαρίνα και κυρά
που ποκοιμίζεις τα μωρά
ποκοίμησ’ το κορούδιν μου
το πκιο γλυκύν τραούδιν μου

Κι ύπνε που παίρνεις τα μωρά
πάρε κι εμέναν τούτο
Μικρόν μικρόν σου το `δωκα
μεάλον φέρε μου το

Επάρ’ το πέρα, γύρισ’ το
και στράφου πίσω φέρ’ μου το
Να δει τα δέντρη πως αθθούν
και τα πουλιά πως κοιλαδούν

Πως χαίρουνται, πως πέτουνται
και πάσιν πέρα κι έρκουνται
Να δει του Μάη τραντάφυλλα
τ’ Αούστου μήλα κόκκινα

Κι α Παναγία Δέσποινα
που ποκοιμίζεις τα μωρά
νάννι ναννά ναννούδκια του
κι ύπνον εις τα μματούδκια του


15


Η ΛΙΕΡΗ ΤΖ Ο ΧΑΡΟΣ

Που δύσην ως ανατολήν τζ’ απού βορράν ως νότον
τζ’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.
Δώστε μου λλίην ακρόασιν για να σας τραουδήσω
τζ’ ούλλους σας μιάλους τζαι μιτσούς εννά σας κλαμουρίσω.
Μια λυερή μια όμορφη πάαιννεν στο περβόλιν
τζ’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ’ έκαμνεν τα σερβόλιν.
Ο χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζαι της λέει:
Ώρα καλή σου λυερή τζαι κόρη παινεμένη.
Καλώς τον τζαι τον χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην
που βρέθηκεν στην στράταν μου έννεν καλόν σημάιν.
Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει
στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζαι πρίχου να νυκτώσει.
Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου κτηνά να βαϊλίζω
την προίκαν μου μερόνυχτα έσει με τζαι πλουμίζω.
Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω
τζαι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.
Εν έχω χάροντα τζαιρόν μαντήλιν να κεντήσω
η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω.
Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζεφαλήν της
τζ’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της:
Κέντα του κόρη κέντα του πέρκιμον τζαι χορτάσει
βάρτου τη μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.
Κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη
τους κάμπους τζαι τους ποταμούς τα όρη τζαι τα δάση.
Τζαιρόν ο χάρος εν διά, στην μάναν του την παίρνει
λαλεί της: Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη,
στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεβάτιν να τζοιμάται,
η λυερή που σούφερα τζ’ εμέναν ν’ αττυμάται.
Γιέ μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιέ μου τες νιές μεν παίρνεις
μεν παίρνεις τα μιτσιά μωρά τζαι μάνες φαρμακώννεις.
Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι,
να μεν παίρνω μιτσιά μωρά, χάροντας εν λοούμαι.


14

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΗ ΜΟΥ


Τζι’ αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να `ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω

Μεν φοηθείς την μάνα σου
μήτε κανεναν αλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.

Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι την μάνα μου
τζιαι πε της "πού εν ο γιος σου;"

Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις

Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλενη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα

Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλη μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.

Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστουν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιες
κάμε τες να με κλάψουν.

Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.

Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω


13
ΨΗΝΤΡΗ ΒΑΣΙΛΙΚΙΑ ΜΟΥ

 Ψηντρή βασιλικιά μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου

Έβκα στο παραθύρι κόρη το γυάλλενον
να δω το πρόσωπό σου το σιμιγδάλενον

Στην σκάλα που ξεββαίννεις να ξέββαιννα κι εγιώ
σκαλίν και σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ


12
Τ΄ ΑΗ ΓΙΩΡΚΟΥ

Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν
Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην

Ψουμίν νερόν είχεν πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
Τζαι δεν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
Ταΐνιν του εκάμνασιν ποναν παιδίν να φάει
Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει

Άλλοι είχαν έξι και οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
τζι ήρτεν γυριν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα
Είχεν μιαν κόρην μονασιήν τζι είχεν να την παντρέψει
Θέλοντας τζαι μη θέλοντας του δράκου να την πέψει.

Παντές τζι η κόρη εν άγιος, Χριστός τζι απάκουσεν την
Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
τζαι με την σέλλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν

Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σιαιρετήσει
Για να την πω μουσκοκαρκιάν, μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
Για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έχει αγκάθια
Άτε ας τη σιαιρετήσουμε σαν σιαιρετούμεν πάντα

Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζαι γεια σου
Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου
τζι είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζαι να σε φάει

Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δε φτάνω
Άνθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου

Να σου ποτζεί τον δράκοντα που κάτω τζι ανεβαίνει
τζι όταν τους είδε τζι ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
Μπουκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιώμαν την κοπέλλαν
τζαι ως τα λιωβουττήματα άππαρον με την σέλλαν

Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην
τζαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην
Βκάλλει που το δισσάτζιν του μεάλον αλυσίδιν
τζι έπκιασεν τζι εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν

Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν

Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
Ποιος ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
Να δώκω το βασίλειον μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
Να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου

Τζι επολοήθην Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του
Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
Μιαν εκκλησιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου.



11
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ


Θεέ μου παντοδύναμε, δοξάζω το όνομά σου,
πάλε ζητώ τη χάρη σου τζε τη βοήθειά σου.
Πρόκειται περί θαύματος, του Αποστόλου Ανδρέα
να το φωνάζω να ‘ακουστεί στη γενεά τη νέα.

Για μια γυναίκαν πο’χασεν, το ακριβών παιδί της
που το’χε για παρηορκάν τζε μέλλον στην ζωήν της.
Είχε δεκατριών γρονών, παιδίν τζι ανάγιωνέντον
τζε Παντελή στο όνομα αυτή ονόμαζέντον.

Μίαν ημέραν έξαφνα, ο Παντελής εχάθει
τζι έβαλεν τη στα βάσανα τζε σε μεγάλα πάθη
Επιάσασειν τον Παντελή, χωρίς κανείς να ξέρει
επήραντον μέσα βαθκιά, στα τουρτζικα τα μέρη.

Ει στα σχολεία στέλνουντον, καλά τον εσπουδάσαν
Κατόπιν Χότζα κάμνουν τον, τζ’υστερα ησυχάσαν.
Τώρα ας τον αφήκουμεν εκεί να τους θκιαβάζει,
τζι ας έρτουμε στην μάναν του που είχε το μαράζει.

Είκοσι γρόνια έκλαιε για τουντην ιστορία
τζι Ανδρέας ο Απόστολος, λυπήθειν τη Μαρία.
«Όμως στην Κύπρον» είπεν της «πρέπει να ξεκινήσεις,
για να ‘ρτεις εις τη χάρη μου, διά να προσκυνήσεις».

Ο Άγιος δοξάζω τον, πως ε’ να τα γιουτίσει
πιάνει τζ’ο Χότζας προς τα ‘κει, στην Κύπρο να γυρίσει.
Αφού εν θέλημα Θεού τζε θαύμαν των Αγίων
φέρνουν τους ράστην τζε τους θκιο, να μπούσι σε ένα πλοίο.

Ο Χότζας άμα τζ’είδεν την, γνώρισε τη Μαρία,
πως ήταν η μητέρα του, βεβαίως η ιδία.
Άψασειν πάνω του φωθκιές, λαμπρά τζε δε βαστάνει,
πάει κοντά της τζε ‘κατσε ευθείς, τζαιρό δε χάνει.

Λαλεί της «Πες μου να χαρείς, ποιον είναι το όνομά σου
τζε ποιον είναι το μέρο σου, σωστό με την καρκιάν σου.»
«Τό όνομά μου» λέγει του, «Με λέγουσιν Μαρία,
τζε η πατρίδα μου σωστά, που την Μικράν Ασία.»

Λαλεί της «Που τα λόγια σου τζε που την ιστορία,
θα ‘χεις παιδί στον πόλεμο, εσύ τζυρά Μαρία»
Αμέσως αναστέναξε τζε έκλαψεν η Μαρία
«Ας ήταν εις τον πόλεμον, Χότζα τζε να τον είδα»

«Πες μου», λαλεί της, «να χαρείς, τα μάδκια τζε το φως σου,
ίσως τζε ξέρω τίποτε τζε πω σου για το γιό σου»
«έχει στο πρόσωπον ελιά τζε εις το στήθος άλλη,
τζε εις τη βούκκαν την δεξιά, δευτερήν πιο μεγάλη»

Λαλεί της «Είναι ζωντανός, ο γιός σου που γυρεύκεις
τζε Παντελής στο όνομα τζυρά αν δεν πιστεύκεις»
Λέει του, «Πες μου να χαρείς αν είδες το παιδί μου
τζε γίνου Αγι’Αρχάγγελος τζε πάρε την ψυχήν μου».

Λαλεί της, «Φερ ‘το χέρι σου, μάνα να το φιλήσω
τζε γλυκοφίλαμε τζε ‘συ, να σου ομολοήσω.»
Αφού εφάνερώθηκεν το θαύμαν του Αγίου
έγινηκεν ανάστατον το πλήρωμα του πλοίου.

Πως ήταν μάνα τζε παιδί, άμα βεβαιωθήκαν,
ούλοι που την συγκίνηση, τα κλάματα λουθήκαν.
Παρασκευήν ή Σάββατο νομίζω του Λαζάρου,
Έφτασαν εις τη Λάρνακα, που ‘χει να ξεμπαρκάρουν.

Μέσα στον ‘Αι Λάζαρο ευτείς τους οδηγήσαν,
τη γρέα τζε τον Παντελή, τζούλοι επροσκυνήσαν.
Μέσα στη Σκάλαν έγινε τότε γιορτή μεγάλην,
που στράφηκεν ο Πάντελης στην πίστην που’τουν πάλι.

Είκοσι γρόνια χασιμιός, σαν να’ταν πεθαμένος
που’ταν από την μάναν του, μακρά αποχωρισμένος.
Είναι πολλά τα θαύματα, στον κόσμο που γινήκαν
είχε τυφλούς που βλέψασειν τζε το διηγηθήκαν.

Απόστολε Ανδρέα μου, η χάρη σου μεγάλη
που ‘χεις την έκκλησία σου κοντά στο Παραγιάλι.
Απόστολο σ’ανάδειξεν Ο Πλάστης τζε Θεός μου,
δοξάζω σε που βοηθάς τζε με τζ’ολου του κόσμου.


10
Η ΡΟΔΑΦΝΟΥΣΑ

Κάτω στους πέντε ποταμούς κάτω στες πέντε βρύσες
έσει τρεις κόρες όμορφες τρεις καμαροφρυδούσες.
Τη μιαν λαλούν την Αδορούν, την άλλην Αδορούσαν
την τρίτην την καλλύττερην λαλούν την Ροδαφνούσαν.
Τον μήναν που ’γεννήθηκεν ούλλα τα δέντρ’ αθθούσαν
εππέφταν τ’ άθθη πάνω της τζ’ εμυρωθκιοκοπούσαν.
Ροδόσταμμαν η Αδορού, γλυκόν η Αδορούσα
μα το φιλίν του βασιλιά εν για την Ροδαφνούσαν.
«Κάπου ’ν που ’στράφτει τζαι βροντά, κάπου χαλάζιν ρίφκει
κάπου ο Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναείρει».
«Μήδ’ εν που ’στράφτει με βροντά, μηδέ χαλάζιν ρίφκει
η ρήαινα τες σκλάβες της ξαννοίει να της πούσιν».
Χαπάρκα τζαι μηνύματα της Ροδαφνούς να πάει.
«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει.»
« Ίντα με θέλ’ η ρήαινα τζ’ ίνταν το μήνυμάν της;
Αν ένι για το ζύμωμαν να πάρω τες σανίδες
τζ’ αν εν για το μαείρεμαν να πάρω τες κουτάλες
ειδέ τζ’ αν ένι για χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια».
«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ ότι τζ’ αν θέλεις πκιάε».
Έμπην έσσω τζ’ εφόρησεν ρούχα της φορεσιάς της
μήτε κοντά μήτε μακριά, όσον της ελιτζιάς της.
Αππέσσω βάλλει πλουμιστά, αππέξω γρουσαφένα
τέλεια που πάνω έβαλεν τα μαρκαριταρένα
’ποδά κομμάτιν λασμαρίν να μεν την πιάσ’ ο ήλιος
’πο τζει μήλον στο σέριν της τζαι παίζει το τζαι πάει.
Πκιάννει το τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν
το μονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον.
Στέκεται δκιαλοΐζεται: Πώς να την σαιρετίσει;
«Τζαι να της πω μουσκοκαρκιά... μουσκοκαρκιά ’σιει κόγγλους.
Τζαι να της πω τρανταφυλιά... τρανταφυλιά ’σιει αγκάθκια.
Άτ’ ας την σαιρετίσουμεν, σαν πρέπει, σαν αξίζει».
Εξέβην το ’ναν το σκαλίν τζ’ εσούστην τζ’ ελυΐστην
εξέβην τ’ άλλον το σκαλίν τζ’ εψιντροκανατζίστην.
«Ώρα καλή βασίλισσα τζαι ρή(γ)α θυ(γ)ατέρα
που λάμπεις πα’ στον θρόνον σου σαν άσπρη περιστέρα.»
Τζαι πολοάτ’ η ρήαινα μ’ ένα στόμαν γεμάτον:
«Είδα σε τζ’ εσπαγιάστηκα τζ’ εκούμπησα στον τοίχον
τζ’ έχασα τζαι τα λόγια μου που ’σεν να σου συντύχω.
Εγιώ ’δα σ’ εσπαγιάστηκα τζ’ ο ρήας πώς να μείνει!
Έλα να πάμεν Ροδαφνού τζ’ αφταίννει το καμίνιν».
«Δώσ’ μου δκυό ώρες ’πομονήν τζαι δκυό καρτεροσύνην
να βάλω μιαν φωνήν μιτσιάν τζαι μιαν φωνήν μιάλην
πέρκι μ’ ακούσ’ ο βασιλιάς τζ’ έρτει να με ποσπάσει».
« Τζαι βάλε μιαν τζαι βάλε δκυό τζαι βάλε όσες θέλεις
ο βασιλιάς εν μακριά νά ’ρτει να σε ποσπάσει».
Πάνω στο φαν πάνω στο πκιείν, ο βασιλιάς ακούει.
«Μουλλώστε ούλλα τα βκιολιά τζαι ούλλα τα λαούτα
τούτ’ η φωνή που ’ξέβηκεν, εν της Αροδαφνούσας.
Σκλάβοι φέρτε τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην
που καταλυεί τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην».
Τζ’ ώσπου να πει «έσετε γειαν» έκοψεν σίλια μίλια
τζ’ ώσπου να πούσιν «στο καλόν», έκοψεν άλλα σίλια
τζαι με τα νέφη παρπατά τζαι με τον ήλιον τρέσει
στην τρίτην τη φτερνιστηρκάν στον πύρκον κατεβαίννει.
«Ελ’ άννοιξε μου ρήαινα τζ’ έχω μιάλην βίαν».
«Έπαρ’ μου λλίην ’πομονήν, όσον πολλύν μιαν ώραν».
Κλωτσιάν της πόρτας έδωκεν μπαίνν’ έσσω καβαλλάρης.
Τζαι βρίσκει την Αροδαφνούν στο γαίμαν τυλιμένην
τζαι βλέπει τζαι την ρήαιναν στα πεύτζια καθισμένην.
Αρπάσσει την Αροδαφνούν στα πεύτζια την καθίσκει
τζ’ αρπάσσει τζαι την ρήαιναν στο γαίμαν την τυλίει.
Την Ροδαφνούν εθάψαν την παπάδες τζαι ’γουμένοι
την ρήαιναν εφάαν την δκυό σσύλλοι πεινασμένοι.


9
ΑΧΕΡΟΜΠΑΖΩ

Αχερομπάζω κι έρκουμαι
αυκήν στην γειτονιάν σου
να δω τα μαύρα μμάθκια σου
ν’ ακούσω την λαλιάν σου

Έχω κοντά σου μιαν ριτζάν
και θέλω να περάσει
ν’ αφήκεις το κορμάκιν μου
στ’ αγκάλια σου να πνάσει

Ξύπνα δκιαμαντοπούλλα μου
κι ήρτα στην γειτονιάν σου
να δω είντα εννά μου κάμουσιν
τα γειτονόπουλλά σου


8
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Καλήν εσπέραν θα σας πω
τζιάν(κι αν) είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεια γέννηση
να πω, να πω στ’ αρκοντικόν σας.

Χριστός γεννιέται σήμερον
εν(στην) Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί, μαζί τζι’ η φύσης όλη.

Γεννιέται μες το σπήλαιον
στη φάτνη των αλόγων
ο βασιλιάς των ούρανων
τζι ο πλά τζι ο πλάστης ημών όλων.

Αντζιέλοι εις τον ουρανόν
ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαι να το φανερώνετε
των νυ των νυκτοβάτων πίστης.

Που την Περσίαν έρκουνται(έρχονται)
τρεις μάγοι με τα δώρα
τζι’ έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο τους οδηγά στην χώραν.

Το Πάσκαν που `ν’ να τρώετε
εις το αρκοντικόν σας
δώστε τζιαι κανενού φτωχού
απού απού το φαγητόν σας.

Χρονιά πολλάνα ζήσετε
να `στε ευτυχισμένοι
τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν
να `σα να `σαστεν πλουμισμένοι.


7
ΓΙΑΣΕΜΙ ΜΟΥ

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου


6
Η ΒΡΑΚΑ

Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν τζι εσάριζεν
την στράταν.

Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.

Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, καλλίτερα πανταλονάν
καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την τζι ας εν με την
κομμάταν

Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;



5
ΤΗΛΛΥΡΚΩΤΙΣΣΑ

Εσει έ βερεβε ναν
ά βαραβα στρον
τζι ε βερε ν μιτσίν
μες τους βουρουβου ς
εφτά βαραβα πλανή βιριβι τες
για βαρα λουρου βουρου δα μου.

Τριαλάλα λα λα........

Τζι επιά βαραβα σαν με βερεβε
μες τη βιρβι ν καρκιάν
τα λό βοροβο για
που βουρουβου μου
εί βιριβι πες
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.

Τριαλάλα λα λα........
Επή βιριβι αν τζ ει βιριβι παν
της βιριβι ς πελλής
πως έ βερεβε ν να πά βαραβά ω
πέ βερεβε ρα
για βαρα λουρου βουρου δα μου.

Τριαλάλα λα λα........
Τζι εμά βαραβα εψε βερεβε ν
την θά βαραβα λασσαν
τζε ασή βιριβι κωσέ βερεβε ν
αγέ βερεβε ραν
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.

Τριαλάλα λα λα........

Έσιει έναν άστρον τζι εν μιτσίν μες στους εφτά πλανήτες,
τζι επκιάσαν με μες στην καρκιάν τα λόγια που μου είπες.
Επήαν τζι είπαν της πελλής πως εν να πάω πέρα
τζι εμάεψεν τη θάλασσαν τζι εσήκωσεν αέρα.




4
ΑΝ ΒΟΥΛΗΘΩ

 Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!


3
ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΗΝ ΠΟΥ ΚΑΡΚΙΑΣ

Αγάπησά την `πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

Αγάπησά την `πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά `που το στενόν της

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

"Αγάπησά την που καρκιάς, τζι είχα το για καμάριν,
μα τζείνη περιπαίζει με, που να την δω κουβάριν!"

Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δώσ’ μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς

2


ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς
Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ
Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά
τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν

Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν
Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ
Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ

Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν
πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου
Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά
με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του
τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του

Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της
μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της
δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της


1
ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΖΙΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ

Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.

Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.

Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.

Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.

Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.

Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.

Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.

Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.

Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,

να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δε θα τον ξαναδεί.