που ανθίζ' η
αγάπη κατάλευκο κρίνο
στον δικό σου
τον πόνο τον πόνο μου σμίγω
και το χέρι
σου δίνω.
Πουθενά του
αιμάτου δεν βγάζει ο δρόμος
και τα μίση
είναι σπέρμα του ξένου δυνάστη
και του ίδιου
δημίου βαριά λαιμητόμος
πάνωθέ μας
κρεμάστη.
Το χωριό μας
θυμήσου φωλίτσα βουνίσια
τις σεμνές
γειτονιές τ' ανθισμένα παρτέρια
τα παλιά
μονοπάτια που βγάζανε ίσια
στης χαράς τα
λημέρια.
Με μια πίστη
χωρίζαμε Οσμάν κάθε βράδυ
πως ο ήλιος
για μας πιο λαμπρός θ' ανατείλει
και χανόμαστε
ασήμαντοι μες στο σκοτάδι
μα μεγάλοι σαν
φίλοι.
Μα χυμήξαν οι
γύπες μια μέρα κοπάδι
και μας διώξαν
μακριά και παντέρημ' η γη μας
έχει μείνει
χωρίς των χεριών μας το χάδι
και χωρίς την
στοργή μας.
Είν' ο πόνος
βαρύς που δεν έχω να γείρω
τη χαμένη χαρά
τη γαλήνη που νάβρω;
Προσφυγιά και
ορφάνια και πόνος τριγύρω
και το αύριο
μαύρο.
Και σκορπίσαν
παντού με μια σπάθη βαριά
του πολέμου
την φρίκη κι είν' όλα συντρίμμια
πολιτείες
στοιχεία και καμένα χωριά
στην πιο
μαύρην ασκήμια.
Το νησί μας
αιμόφυρτο μες στην οδύνη
μιά μικρή
πεταλούδα στην πρώτη χαρά της
ζωντανή την
καρφώσαν και να, σιγοκλείνει
με σπασμούς τα
φτερά της.
Κι όσο να ΄ναι
Οσμάν οι πληγές ανοιχτές
μα κι αν ζούμε
ακόμα τ' απέραντο δράμα
να ξεχάσουμε
πρέπει τα πάθη του χτες
και να ζήσουμε
αντάμα.
Μ' ανοιχτή μας
προσμέν' η Πατρίδα αγκάλη
αδελφέ μου ας
δώσουμε πάλι τα χέρια
στον αγων' ας
ριχτούμε με πίστιν ατσάλι
για μια Κύπρον
ακέρια.