Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Άνθιμος Ιωάννου (μικρή αναφορά)

O Άνθιμος Ιωάννου γεννήθηκε το 1953 στη Λεμεσό. Την ενασχόλησή του με την ποίηση την ξεκίνησε στην Γ΄ Γυμνασίου, ύστερα και από παρότρυνση των καθηγητών του που είχαν διακρίνει την έφεση στην δημιουργία στιχουργημάτων με ρίμα. Εργάστηκε ως ναυτικός και έζησε δέκα χρόνια στη Γερμανία. Μέχρι και σήμερα δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή και ως εκ τούτου υπάρχει τεράστιο ανέκδοτο υλικό κυρίως στο πεδίο της ποίησης. Ασχολείται και με την συγγραφή μυθιστορημάτων. Ποιήματά του μπορείτε να αναγνώσετε στον προσωπικό του λογαριασμό στο FB αλλά και σε ποιητικά ιστολόγια. 

Άνθιμος Ιωάννου: Δύο (2) Ποιήματα

                   ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟ

Στο δρόμο άνθρωποι πολλοι, κοντοί ψηλοί...και γέροι,
Νέοι, γεμάτοι ομορφιά, που πάνε;;; ποιός να ξέρει,

Σε μιά γωνιά ένας καστανάς, στην άλλη ένας ζητιάνος,
Κόσμος περνά αδιάφορα, πιό κάτω κι’ ένας νάνος....

Στο καφενείο παίζουνε, τάβλι και δεν τους νοιάζει,
Αν ο ζητιάνος πείναγε, κι’ ο καστανάς...φωνάζει,

Πιό κάτω ένα κυριλέ...μπαράκι για πλουσίους,
Πίνουν καφέδες με ποτά....Ιταλικούς και κρύους,

Γελούν , φωνάζουν, δεν κοιτούν, τριγύρω...δεν τους μέλλει,
Ας πρόσεχαν οι άμοιροι, ο ήλιος ανατέλλει,

Μόνο γι΄αυτούς που έχουνε, να φάνε και να πιούνε,
Αυτούς που μες΄τα πλούτη τους, τους άλλους αγνοούνε,

Κάποια στιγμή περαστικός, φωνάζει...για κοιτάτε,
Τούτος εδώ...απόθανε....η τάχα μου κοιμάται,

Κι΄έδειξε με το δάκτυλο, τον άμοιρο ζητιάνο,
Που είχε πέσει κατά γης, σ΄ένα χαρτόνι επάνω,

Κανένας  δεν κουνήθηκε...να πάει να βοηθήσει,
Ο καστανάς πολέμαγε...την θράκα να μην σβύσει,

Στο καφενείο δεν σήκωσαν, οι παίχτες το κεφάλι,
Ούτε οι θαμώνες νοιάστηκαν, συνέχισαν και πάλι,

να λέν τις ιστορίες τους, να πίνουνε ουζάκι,
και να ζητούν κάθε φορά...ωραίο μεζεδάκι,

στο μπαρ εκεί το κυριλέ, ζούνε σ΄άλλο πλανήτη,
δεν έχουν σχέση με αυτόν, που έλεγαν...αλήτη,

πίνανε την σαμπάνια τους, και τρώγανε χαβιάρι,
κι ο κάπελας τους έφερνε κρασί απ΄το κελλάρι,

σε λίγο έφτασε εκεί, ένα ασθενοφόρο,
δυό διασώστες κι΄ο γιατρός, κάναν τον αχθοφόρο,

πάει κι’ αυτός μουρμούριζαν....κι’ έκαναν τον σταυρό τους,
συνήθισαν να βλέπουνε, τέτοια στ΄οκτάωρο τους,

και η ζωή συνέχισε, δεν άλλαξε μια στάλα,
πιό κάτω κάμποσα παιδιά, παίζανε όλα μπάλα,

στη μιά γωνιά ο καστανάς,στην άλλη ...άλλος ζητιάνος,
ήρθε στο πόστο το καλό...και τόπιασε ο νάνος...


***


  ΑΔΕΛΦΙΑ ΣΙΑΜΑΙΑ


Έπεσε η νύχτα, κι η σκηνή,
Έριξε  την αυλαία,
Η μοναξιά κι η σιωπή,
Αδέλφια σιαμαία,

Σκοτάδι έπεσε πυκνό,
Κι’ η νύχτα το σεντόνι,
Το στρώνει ως τον ορίζοντα,
Κι εσύ κοιμάσαι μόνη,

Τ΄αστέρια σκεπαστήκανε,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Κι η μουσική βουβάθηκε,
Δεν σούκανε την χάρη,

Και κολυμπάς στην μοναξιά,
Κι’ η σιωπή σκεπάζει,
Αισθήματα αληθινά,
Κα την ζωή ρημάζει,

Η μοναξιά και η σιωπή,
Αδέλφια σιαμαία,
Χάθηκαν τ’ αστρα τ΄ουρανού,
Έπεσε η αυλαία.



Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΕΙ / Ανδρέου Ανδρέας

Είναι πάντα 
μια λυπημένη θύμηση 
που σιγοκαίει
πίσω απ΄  τη μνήμη,
ένα δάκρυ
που σταλάζει αυτούσιο  
πίσω απ΄ τη χαρά, 
ένα ετοιμόρροπο σύννεφο
π΄ αναμετρά για τελευταία φορά 
τ΄ ανάστημά του
πριν απ΄ τη βροχή. 
Είναι πάντα 
μια σκιά οδύνης
που κατασκηνώνει 
μέσ΄ απ΄ τον καθένα μας
μια φωτιά και μια στάκτη
πίσω απ΄  την κάθε πράξη μας. 
Κι ένα ποτάμι π΄ αυτοσχεδιάζει πάντα
τα βήματά μας, τα τελευταία βήματα εκείνων 
που ξέρεις πως δεν πρόκειται κα γυρίσουν πια. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ / Ιωάννου Άνθιμος


είδα στα μάτια της την λάμψη,
στο πρόσωπο της το φεγγάρι,
είχε ψυχή γεμάτη αγάπη,
και το κορμί της όλο χάρη,
είναι γυναίκα με καρδιά,
που ήξερε να αγαπά,
ήτανε πλάσμα...αλλοτινό,
από έναν τόπο αλαργινό,
ειν η γυναίκα που αγαπώ,
που γέννησαν τα όνειρα μου,
είναι για μένα ο άνθρωπος μου,
αυτή που έχω στην καρδιά μου,
ειναι αυτή που μ΄αγαπάει,
και στο καλό και στο κακό....
γιατί έτσι έμαθε να ζει
να στέκει πάντοτε εκεί,
θέλω δυό λόγια να της πω....
πως πάντα θα την αγαπώ....
πιό πάνω κι΄από τη ζωη μου,
γιατ ειναι μέρος της ψυχής μου,
κι΄ότι δεν θέλω να σκεφτώ,
ζωή χωρίς αυτήν να ζήσω,
καλύτερα πρώτος εγώ....
τον μάταιο κόσμο να αφήσω.....
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Σιχάθηκα το ποίημα σας


Σεις ποιητές που γράφετε κοιτάζοντας τ' αστέρια
ρίξτε και μια ματιά στη γη απ' άκρη πέρα ως πέρα.
Βουτήξτε πια την πένα σας στο αίμα των αθώων 
κάντε την ξίφος κοφτερό, στο σβέρκο απανθρώπων.
Σεις ποιητές που γράφετε υμνώντας την λαγνεία
πείτε για κείνο το παιδί στης γης τα "κρεοπωλεία"
που πόρνη το ονόμασαν τα δίποδα θηρία
και του σκοτώσαν την ψυχή απλά για την λαγνεία.
Σεις ποιητές που γράφετε για ΕΥΓΕ και βραβεία
ευνούχοι εσείς , ευνούχοι εμείς , ευνούχα κοινωνία,
φίμωτρα μας φορέσανε να πνίξουν τις κραυγές μας
και στο ΕΓΩ μας θάψαμε ευθύνες κι ενοχές μας .
Σεις ποιητές που γράφετε το ψέμα για αλήθεια
και μας πουλάτε φούμαρα γρίφους και παραμύθια,
σιχάθηκα το ψέμα σας τ' ωραιοποιημένο
σιχάθηκα το ποίημα σας κι ας είν' και βραβευμένο..
.
Ειρήνη Ανδρέου

Φύλλο μου χρυσοπράσινο / Ανδρέου Ειρήνη


Φύλλο μου χρυσοπράσινο
Κύπρος μου αγαπημένη
απ τους προδότες, τους ληστές
στα δύο μοιρασμένη
...
σαράντα χρόνια καρτεράς
να κλέισει η πληγή σου
κι αλί , σ αποτελειώνουνε
οι ίδιοι οι δικοί σου...

Σε γύμνωσαν, σε βίασαν
κι ανήμπορη σ΄αφήσαν
δεν λογαριασανε Θεό
τα πλούτη σου ποθήσαν

Τώρα κρυώνεις και πεινάς
μ' αυτοί καλοπερνάνε
κάποια κοράκια καρτερούν
ο,τι έμεινε να φάνε....

Σε μια βραδιά σε πούλησαν
κρυφά , μελετημένα
στον ύπνο σου σ΄αρπάξανε
τα' χαν σχεδιασμένα....

Κανόνισαν την πάρτη τους
και σ' έπαιξαν στα ζάρια
φύλλο μου χρυσοπρασινο
απάνω τους ΚΑΤΑΡΑ

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΜΟΥ .. / Ανδρέου Ειρήνη

Λέω να φύγω μακριά, σε άλλες θάλασσες, στεριές βουνά
κι εκεί που μαζεύω αποσκευές, ο νους μου πίσω ξαναγυρνά
Και η καρδιά και η ψυχή μου σαν φάντασμα μ'ακολουθά.

Πως να ξεφύγω από μένα, να ξεκολλήσω όλο μου το δέρμα..
Πώς τις βαριες μου αλυσίδες να τις κόψω; Όλα ήταν ψέμα;
Πως την καρδιά μου να πετάξω; Στη λήθη πως να βυθιστώ ;...
δίχως εμένα που να πάω; Μπορώ απ τη σκιά μου να κρυφτώ;

Μέσα στην έρημο, μια όαση γυρεύω, μια σταλιά νερό..
Ένα δέντρο να ξαπλώσω στη σκιά του να ονειρευτώ
ένα γαλάζιο ουρανό κι ένα ουράνιο τόξο! Πολλά ζητώ;

ΣΙΧΑΘΗΚΑ της Ειρήνης Ανδρέου


Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα…
χρώμα να δώσω στην αγάπη
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα , τα ξενέρωτα,
τη φτήνια, το συμφέρον, την απάτη.

Με πόνο, δάκρυ, πληρώνεται η αγάπη…
Μες σε φτηνά ξενοδοχεία και σταθμούς
ξοφλάμε την καρδιά με αυταπάτη.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ Θεούς να πλάθω αμαρτωλούς.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ να βλέπω δίποδα θεριά
να μαίνονται για χρήματα και θρόνους.
Ανθρώπινα κουρέλια να βλέπω στη στεριά
στη θάλασσα κουρσάρους και πατρώνους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ αρρωστημένους και τρελούς
στη ζητιανιά να ζούμε και στην πείνα,
θύματα σάπιας κοινωνίας μ’ αριθμούς
με θύτες ψεύτες, κλέφτες και χαμίνια.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ‘ ακούω για πολέμους,
ποτάμια αίματα να βλέπω, σκοτωμούς.
Να ‘ μαστε έρμαια του ανθρώπινου του μένους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ν’ ακούω για μαστροπούς.
Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα
χρώμα να δώσω στην αγάπη....
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα.. τα ξενέρωτα,
αγάπες δούρειες βρωμιά και λάσπη.


αρχή προσεφκής / Αναγιωτού Πάμπης

Επορέβουνταν μέρες πολλές μέσα σε στράτες
πορφυρές από τα γαίματα και σε σοκάκια
κατασκόνιστα από τις ντροπές των αλόγατων
και των αβνανιζόμενων οστεοφυλάκων.
Εμαγαρίζασιν δε κάθε κοπελλούδαν που εσυναπαντούσασιν
ομπρός τους και πού να μην συναπαντήσεις την ΄Ανοιξιν;
Και τα δένδρα εμαράναν τους καρπούς τους
για να μην τους βλέπουν και τα ζωντανά - είδες,
αν είναι και κτηνά ενογούσασιν -επήραν των ομματιών τους,
για να μην γρικούν την σιχαμερήν συνουσίαν.
Οι μούγιες εστήσασιν ζιαφέττιν μέσα σε βοθροειδή κρανία.
Και αφού το κακού αβγάτιζεν άπου μέραν της ημέρας,
οι άλλοι οι καϋμένοι, ίντα να κάμουσιν έπιασαν έναν πεζούνιν,
αποθέσαν στις γαλάτες του την μέλισσαν της ορπίδας
και τα ελάτρεφσαν μουλλωχτά.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ως άνεμος επακμάζων : Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού εκδοθείσα το έτος 2012

Σταύρωση

Γιατί μου φορτώσατε
στους ώμους
εκτός απ’ τον σταυρό
και τον Σίμωνα τον Κυρηναίο;
 ***

Νηνεμία


Τα βράχια δημιουργήθηκαν,
για να τσακίζουν τα κύματα ή
τα κύματα για να ραπίζουν τα βράχια;
Αδιαφορώ.
Εγώ τα βότσαλα ζηλεύω
που αγκαλιάζονται
με τον φλοίσβο της θάλασσας.

***

Αποφυλάκιση


Σταμάτα επιτέλους να υπολογίζεις
στους μουχλιασμένους τοίχους
τη μέρα της αποφυλάκισής σου.
Η αρίθμηση, σου έγινε συνήθεια
το κελί βολετό
και ξέχασες
ότι απελευθερώθηκες
προ πολλού.

***

Αγωνία

Μπροστάρηδες.
Γιόμισε ο τόπος
μπροστάρηδες.
Κάποιοι επιτέλους
πρέπει ν’ ακολουθούν
για να μαζεύουν
τα πτώματα.

***

Πλησίον του τέρματος

Πλησιάζοντας
στο τέρμα του δρόμου,
αντίκρυσα
ένα ασύνηθες οδόφραγμα,
φτιαγμένο
από τεράστιους σωρούς φύλλων
των ετήσιων ημερολογίων
όλων των παρελθόντων χρόνων.
Μοναδικός φρουρός
η συνείδησή μου.

***

Ως άνεμος επακμάζων

Η ψυχή μου
ως άνεμος επακμάζων
δεν μπορεί
να κλειστεί
σε ασκί,
Οδυσσέα,
αδελφέ μου.

Κυριάκος Αναγιωτός (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Κυριάκος Αναγιωτός γεννήθηκε το 1958 στη Λεμεσό.  Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Άαχεν της Γερμανίας.  

Ασχολείται με τον φιλοτελισμό.  Με την συλλογή του «Τα Ταχυδρομικά Συνθήματα της Κύπρου υπό Αγγλική Κατοχή, 1931-1960», έλαβε μέρος σε έξι φιλοτελικές εκθέσεις στην Κύπρο και δύο στο εξωτερικό, όπου και βραβεύτηκε.

Ποιητικές συλλογές:

  • Ως άνεμος επακμάζων , Λεμεσός, 2012.
  • Ανέστιος και λιθοξόος”, Λεμεσός, 2015.

Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΜΟΥ ΓΛΩΣΣΑ / Αναγιωτός Κυριάκος




Άλφα.
Αμέθυστοι
που στόλισαν
την αιώρα μου
με το πρώτο μου
το κλάμα.
Ωμέγα.
Ωδή στερνή
επί εκκυκλήματος
δώρο μαλαματένιο
για τον Βαρκάρη.
Τα υπόλοιπα
είκοσι και δύο
χρυσά βελόνια,
να κεντώ
της ζωής μου
τα πανάκριβα
προικιά.

Ερινύα / Αναγιωτός Κυριάκος

Η όψη σου αποτυπωμένη
στους τοίχους
του άδειου μου δωματίου.
Η μορφή σου καρφωμένη
στο τραπέζι
της γωνιακής μπυραρίας.
Η οπτασία σου περιπλανώμενη
στους δρόμους
της μικρής πολιτείας.
Κι ας λένε πως
οι ερινύες χαθήκανε
με τους Ολύμπιους Θεούς
εδώ και είκοσι αιώνες.

ΖΩΟΦΟΡΟΣ / Αναγιωτός Κυριάκος



Το χάραμα
ανασύρεις
το κοφτερό σου χαμόγελο
και εφορμάς
στις αρτηρίες μου.
Σε κάθε σου βήμα
ένας χειρουργός
εξαφανίζεται.

ΑΝΕΣΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΙΘΟΞΟΟΣ: Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού. Εκδόθηκε το έτος 2015 (Τρία Ποιήματα)

Σπονδές


Κούφωσε το χώμα
στα δύο μέτρα.
Λαγούμια γιόμισε στενά,
ίσα που να χωρούν τα χέρια τους.

Τα βράδια, οι μάνες,
σαράντα τόσα χρόνια,
προτού δειπνήσουν
με το κουτάλι του καημού,
το πιρούνι της προσμονής
και της αμφίστομης αγωνίας το μαχαίρι
έσκαβαν
χωρίς ανασασμό.

Να κανακέψουν ήθελαν
τα παλληκάρια τους
με το γλυκό που λαχταρούσαν,
το φαγητό που επιθυμούσαν,
ένα κομμάτι αχνιστό ψωμί
ή έστω
με τα ακροδάχτυλα
την στερνή τους ανάσα να κορφολογήσουν
και τον πόνο τους να γητέψουν.

Πριν ξεψυχήσουν.
**

Περί νήσου πάθη


Αγανακτισμένη
επούλωσε
την λογχισμένη της πλευρά,
ξεκάρφωσε
τις μαντεμένιες πρόκες
και βρόντηξε χάμω
τον ακάνθινον στέφανον.

Μετά,
αφού περιτυλίχθηκε
έξαλλη
την λευκή σινδόνα,
αποκαθηλώθηκε.

Δεν άντεξε
στις προκλήσεις
των δύο εκατέρωθέν της ληστών,
που όχι μόνον
το πνεύμα δεν παρέδωσαν
μα και γλέντι τρικούβερτο έστησαν
με οίνο
σε χρυσά κροντήρια.

Όσο
για την ανάσταση,
περίσκεπτη διείδε,
ότι δεν είναι θέμα
τριών ημερών.
***

Ταξίδι στο πουθενά


Ευτυχείς και ευδιάθετοι
επιβιβάστηκαν εγκαίρως στο καράβι
οι ταξιδιώτες.

Με τα ψάθινά τους καπέλα,
τα σκούρα τους ματογυάλια,
τα πολύχρωμά τους φανελάκια.
Με πλήρεις τις αποσκευές.

Όμως,
άδεια ήσαν τ' αμπάρια,
παγωμένοι οι ατμολέβητες.
Στη γέφυρα ερημιά.

0 ήλιος τενεκεδένιος,
ξύλινοι οι γλάροι.
Μολυβένιο το πλήρωμα.

Μήτε βοριάς
που φύσηξε,
μήτε νοτιάς.

Ούτε το βίρα
ακούστηκε,
ούτε το μάινα.

Ονειρικό ήταν το ταξίδι.
Χωρίς όμως ένα θυμητάρι,
δίχως έστω μιαν ανάμνηση.