Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟ / Σόφας Πέτρος

Το Παλομάρες στρογγυλοκάθησε στο σπίτι μας
και μας κοιτάζει με τα πύρινα μάτια του......
Όταν χαιδεύουμε τα παιδιά μας
νοιώθουμε στα δάκτυλα την αφή της στάχτης. 

Ο δρόμος (απόσπασμα) / Σόφας Πέτρος



Ο δρόμος ξεκινά από την καρδιά του σπηλιανθρώπου
απλώνεται μπροστά μας νιόβγαλτος
κατραμωμένος με μια νέα ψευδαίσθηση
να μη φαίνονται οι ερπύστριες
και τον ακολουθούμε
χωρίς κανένα στεναγμό
μιαν απολιθωμένη τύψη.

Αν καμιά φορά στα μισά του δρόμου
μας πιάσουν κρίσεις συνείδησης
τότε προσβλέπουμε στην άλλη στροφή
με τους απομονωτικούς τοίχους
κι από τις δυο μεριές.

Διαβαίνουμε μέσα στα σκάφανδρα μας
κουβαλώντας μαζί μας όλο τον εξοπλισμό
για ένα αξιοπρεπή θάνατο.
Μιλάμε στους εαυτούς μας
ή στους εαυτούς που θα θέλαμε να είμαστε
(τι να μιλήσουμε στους άλλους
ο καθένας έχει το σιγαστήρα του
τη σιγουριά της μοναξιάς του)
κι αν υπάρχουν παρεμβολές
είναι από τους αόρατους πομπούς
που θα σταματήσουν οπωσδήποτε
στην επόμενη στροφή του δρόμου.

Την επόμενη στροφή του δρόμου
δε θα την πάρουμε ποτέ
θέλουμε πάντα να την έχουμε μπροστά μας
κι όταν πλησιάσουμε επικίνδυνα
προσποιούμαστε πως έχουμε κάτι ξεχάσει
ανοίγουμε πάλι τις αποσκευές μας
ενώ ξέρουμε πως δε λείπει τίποτα
ψάχνουμε για κάτι χαμένο που δε χάθηκε
γυρίζουμε πίσω τάχα βιαστικοί
πηγαίνουμε ως τα μέσα της πορείας
κι επιστρέφουμε ευχαριστημένοι
πως ξεγελάσαμε τουλάχιστο τους άλλους
σφίγγοντας στα χέρια ένα κουτί αδειανό.
Οι άλλοι που έρχονται με αντίθετη φόρα
είναι διαφανείς
περνούμε από μέσα τους χωρίς τριβή

κι ούτε ρωτούμε για την επόμενη στροφή.

Μια κηλίδα του Πέτρου Σόφα

Μια κηλίδα είμαστε
στο χάρτη του κόσμου
…………………………..
κι εσείς μας οροθετήσετε
από ‘δω Ελληνες από ‘κει Τούρκοι
πέστε μου
μπορείτε να οροθετήσετε την αγάπη
από ‘δω ελληνική από ‘κει τουρκική;
Μπορείτε να οροθετήσετε την καρδιά;
Από ‘δω η χαρά από ‘κει ο πόνος;
Μπορείτε να οροθετήσετε το θάνατο
από ‘δω ο δικός μας από ‘κει ο δικός σας

Σακαλλή Αυγή (βιογραφικό)

Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1916. Τελείωσε τις γυμνασιακές στην Αίγυπτο και εργότερο συνέχισε τις σπουδές της στην Αγγλία. Πτωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1939, με σημοσιεύσεις ποιημάτων της στα περιοδικά ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ και ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Αχολήθηκε και με την ζωγραφική. 

Ποιητικές συλλογές:

  • 1945: Οράματα
  • 1946: Απάνεμα
  • 1948: Εξομολόγηση
  • 1952: Ο Διαβάτης με τον ήλιο
  • 1954: Χαμένος Αετός
  • 1958: Άσπρο φως

ΤΑΠΕΙΝΑ / Σακαλλή Αυγή

Λίγα στολίδια και πορφύρες
έτσι γυμνή θα σου δοθώ
της παρθενιάς μόνο τ΄ αχνόφαντα,
που μου υφάνανε οι μοίρες
για σένα απόψε θα ντυθώ!...

Με ροδοστάματα θα νίψω
τη θωριά μου και το νεκρό μου μυστικό
που ως νύχτα πια με σκέπασε, 
παιδί στα πόδια σου θα σκύψω 
και ταπεινά θα σου το πω....

Κι αν αγαπάς τη χινοπώρα
γύμνια μου, και συγχωρνάς
το μυστικό μου τ΄ ανιστόρητο,
ψυχαδελφή σου σ΄ άγρια μπόρα, 
κι όπου το θέλεις θα με πας!...


ΗΡΘΕΣ..... /. Σακαλλή Αυγή

Ήρθες΄και την καρδιά μου απάλυνες!
Μα ούτε πως ήρθες το πιστεύω ακόμα, 
κι ούτε κατάλαβα το πως!
Κι αναρωτιέμαι μην είν΄  όνειρο, 
και ρόδα γέμισε το χέρσο χώμα, 
κι από τ΄ αχνάρι σου ηλιοφώς.

Ήρθες σε Γεναριού μεσάνυχτα
με την αντάρα τη βροχή!
Ήρθες, θαρρώ,στο πιο πικρό μου βράδυ...
Κι αμέσως το μπουρίνι σίγασε, 
κι όλα γύραθε γίνανε σα  χάδι
και γαληνά σαν προσευχή.

Το ντύμα του χειμώνα μου έβγαλες
με της στοργής σου το φιλί, 
και σ΄ αλαφρύ με τύλιξες μετάξι!
Ήρθες κι από βαρύ το σώμα μου, 
τώρα γυρεύει σαν πουλί, 
στους ουρανούς τ΄  Απρίλη να πετάξει!...

Ήρθες΄και την καρδιά μου απάλυνες!
Μα ούτε πως ήρθες το πιστεύω ακόμα, 
κι ούτε κατάλαβα το πως!
Κι όμως το μύρο της ανάσας σου
με ονειροβόσκει στο πράο ετούτο γιόμα:
Ήρθες κι είσαι στα στήθια μου γερτός!...

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε το 1949 στη Λεμεσό από γονείς Μικρασιάτες, πρόσφυγες του 1922. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Αφυπηρέτησε ως Διευθύντρια του Λανιτείου Λυκείου Α΄ και Συντονίστρια Διευθύντρια σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης πόλης και επαρχίας Λεμεσού. Είναι Γραμματέας του Κυπριακού Κέντρου Συγγραφέων ΠΕΝ και Πρόεδρος του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου για την ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε.



Εξέδωσε τα βιβλία: 

α) Ποίησης: 
  • «Τοις Εντευξομένοις», 
  • «Ενεστίαση», 
  • «Εννιά Ποιήματα», 
  • «Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες», 
  • «Ποιητική αδεία Λεοντίου Μαχαιρά», 
  • «Κάτοπτρον Έρωτος και Θανάτου», 
  • «Το Περίσσευμα της Σιωπής». 
β) Διηγήματα: 
  • «Αλέξανδρος Εμμανουήλ Κεχαγιόγλου», 
γ) Θέατρο: 
«Αξιοθέα». 
Παράλληλα εξέδωσε και τις Ανθολογίες: 
  • «Face of an Ιsland», 
  • «Λεμεσός – Η μπαλάντα της πόλης μου», 
  •  «Ως θυμίαμα»-Μικρή ποιητική Ανθολογία για τους ηρωομάρτυρες Σολωμό Σολωμού και Τάσο Ισαάκ, 
  • «Η Ευρώπη στην Κυπριακή Ποίηση».


  • Βραβεύτηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986, 
  • με Τιμητική Διάκριση από τον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάς-Κύπρος το 1993 σε Διαγωνισμό Διηγήματος, 
  • με Α’ Βραβείο Διηγήματος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου το 2005 και 
  • με Α’ Βραβείο Ποίησης στο Γ’ Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης 2007. 
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Αραβικά, Ισπανικά, Φιλλανδικά και Ρουμανικά. Με ποιήματά της Χαϊκού εκπροσωπεί την Κύπρο σε Παγκόσμια Ανθολογία Χαϊκού.

πηγη: http://www.foni-lemesos.com
http://www.eeel.edu.gr/savvidou%20cv.htm

Η φωνή της Μεσογείου /Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


Μας ενώνει η Μεσόγειος.
Σου στέλνω στα κύματα
τη φωνή της χαράς και του πόνου μου.
Τα σχοινιά που συγκρατούν τις βάρκες
δένουν στους κόμπους τους τις λέξεις
της αγάπης, της απόγνωσης, της προσευχής
που απευθύνω στη θάλασσα.

Κρατούν γοερά,
βυθισμένα στο υγρό της σώμα.
Πως λικνίζονται σαν τα αισθήματα
που είναι εδώ και δεν είναι.
Προορίζονται για το δέσιμο των ανθρώπων
από ακρογιάλι σ' ακρογιάλι.


Πόσων ανθρώπων
η μνήμη
κοιμάται και ξυπνά στη θάλασσα.
Στη θάλασσα που
μαλακώνει τα δεσμά.
Στη θάλασσα που
συγκρατεί τους πόθους.
Στη θάλασσα που
εντείνει τον οίστρο.
Στη θάλασσα που
γεννά τους ποιητές,
που είναι η φίλη
της φίλης της ποίησης.

Μας ενώνει η Μεσόγειος.

Ο εντολοδόχος / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα

Με τάραξες
με μοίρασες στα δυο
ανάμεσα στο χτες και το αύριο.
Να φέρεις, λες, καναρίνι,
ν’ ακούω κάθε στιγμή το ηδονικό του λάλημα.
Ποιος;
Εσύ, ένα μέτοικος αλεξιπτωτιστής
μες στην αυλή της ζωής μου
που ο θάνατος την μαρμάρωσε
του αγαπημένου
που ‘χε καναρίνι κι άκουε το ηδονικό του λάλημα.
Ποιαν αγάπη ανεξάντλητη
αντλείς απ’ το πηγάδι της απώλειας;
Ποιους χρόνους άχρονους
ανασταίνεις;
Με ποιο δικαίωμα εισέρχεσαι στο παρόν
να φέρεις σαν τον αγαπημένο
ακούσματα απ’ το παρελθόν;
Ποιος είσαι εσύ
που με μιαν άλλη γλώσσα
μιλάς σαν τον αγαπημένο;
Εντολοδόχος της μνήμης του;
Των χαρισμάτων του απόηχος;
Αγγελιοφόρος από την άλλη όχθη
ν’ ακούω, να αισθάνομαι, να γεύομαι δωρεά που είχα
ως να μην έφυγε ποτέ απ’ την αυλή μου
ως να μην υπήρξε ποτέ ο θάνατος;

ΑΛΩΘΗΚΑΜΕ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




Ένας δούρειος ίππος
περιμένει έξω απ’ την πόρτα.
Τον γνωρίζουμε καλά
από τα αναγνώσματά μας
της επικής εποχής.
Κοιτάζουμε καιρό
απ’ την κλειδαρότρυπα
επιφυλακτικοί.
Δεν του ανοίγουμε.
Αλλά ξαφνικά
εμείς βρισκόμαστε έξω
κι αυτός μέσα,
χωρίς αίματα και φωνές.
Αλωθήκαμε
γιατί δεν είχαμε ολική θέα.
Η κλειδαρότρυπα μάς ξεγέλασε.

ΤΟ ΛΑΘΟΣ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




Το σπίτι μας τώρα
έγινε καθρέφτης,
όχι στιλπνός και προοπτικός.
Ένας καθρέφτης
που διαστρέφει
τις γραμμές και τις μορφές.
Κατάστικτες τις καρφώνει
με μαύρα σημάδια,
ξεφτίδια σκουριάς.
Ο καθρέφτης αφηγείται το λάθος.

Τό δάσος μέ τους κίονες / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Πέρασε ἀπ’ τήν αὐλή τῶν πορτοκαλλιῶν
πρῶτα
Μήν ξεχάσεις τό μονοπάτι τῆς μυρτιᾶς
νά γοητευτεῖς
νά ἐρωτευτεῖς
νά ἐξαγνιστεῖς
Σέ περιμένει τό δάσος μέ τους κίονες
Πάρε καί τά πουλιά
μαζί μέ τούς ἀνθούς
στόν κόρφο ἤ τά μαλλιά σου
Σέ περιμένει ο χορός τῆς ψυχῆς
Σέ περιμένει στό δάσος

Κερύνεια ΙΙ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Σέ διάπλου ὀνείρου
ταξιδεύω
μέ καράβι ἀρχαῖο
συναντῶ βυζαντινά τρόπαια
σέ ἀκτές μ’ ἀροδάφνες
ἔμβρυα σέ πύθους προϊστορικούς
πού δέ γεννήθηκαν ἀκόμα
τειχιά κάθετα
κάστρων ἀναγεννησιακῶν
συμπλέω μέ δελφίνια
πού θεοί τά ἱππεύουν
ἀκολουθῶ ταύρους καί ζαρκάδια
πού κολυμποῦν
μέ καταγωγή Μικρασίας
ἀπ’ Ἀνατολή σ’ Ἀνατολή
ἀπό Βορρά σέ Βορρά

Ταξιδεύω πλοηγός
ἀνέμων πού ὑπόσχονται
σέ φορά μίσους
νά μήν ξεμπαρκάρουν
ξανά ἀπ’ τό ἀσκί

Πατριάρχες εὐλογοῦν
μέ μανδύες σάν βουνῶν πλαγιές
τ’ ἀκρογιάλια πού ἔφυγαν
τ’ ἀκρογιάλια πού θἄρθουν

Σέ διάπλου ὀνείρου
ταξιδεύοντας χαρτογράφω
σάν νιογέννητος γεωγράφος
σάν ἀρχαῖος Ἀναξίμανδρος
νοερές εὐλογίες τυφλῶν ποιητῶν
σέ σχῆμα ἰχθύος
σέ σχήμα νησιοῦ, τοῦ δικοῦ μου νησιοῦ

Τελετή το ταξίδι εὐπλοίας
πού ἀτέλειωτη μένει
σάν ξυπνῶ
ὑμνωδία πού χάνει τή φωνή
κι’ ἡ λειτουργία μαρμαρώνει
σάν ξυπνῶ
ὁ πλωτάρχης ἐγώ τοῦ ὀνείρου
ὁ φυγάς
ὁ φευγᾶτος
ὁ πρόσφυγας

στό νησί τό μισό

Ὁ χορός / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ὁ  Ὄνειρος ἔσερνε τό χορό
μέσα στό ἄδειο σπίτι.
Ἀπό κοντά τ’ ἀδέλφια του
ὁ Ὕπνος καί ὁ Θάνατος.
Ἀχός δέν ἀκουγόταν.
Ὁ Δέντρος ριζωμένος ἀντιστύλι
χρόνια
ἔνιωθε τούς κραδασμούς τοῦ ἐφιάλτη
κι΄ ἄντεχε
ἄντεχε.
Σάν τόν σταυρό
ἰσορροποῦσε…

Ἁλωθήκαμε / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ἕνας δούρειος ἴππος
περιμένει ἔξω ἀπ’ τήν πόρτα.
Τόν γνωρίζουμε καλά
ἀπό τά ἀναγνώσματά μας
τῆς ἐπικῆς ἐποχῆς.
Κοιτάζουμε καιρό
ἀπ’ τήν κλειδαρότρυπα
ἐπιφυλακτικοί.
Δέν τοῦ ἀνοίγουμε.
Ἀλλά ξαφνικά
ἐμεῖς βρισκόμαστε ἔξω
κι’ αὐτός μέσα,
χωρίς αἵματα καί φωτιές.
Ἁλωθήκαμε
γιατί δέν εἴχαμε ὁλική θέα.
Ἡ κλειδαρότρυπα μᾶς ξεγέλασε.