Ο δρόμος ξεκινά
από την καρδιά του σπηλιανθρώπου
απλώνεται μπροστά
μας νιόβγαλτος
κατραμωμένος με
μια νέα ψευδαίσθηση
να μη φαίνονται οι
ερπύστριες
και τον
ακολουθούμε
χωρίς κανένα
στεναγμό
μιαν απολιθωμένη
τύψη.
Αν καμιά φορά στα
μισά του δρόμου
μας πιάσουν
κρίσεις συνείδησης
τότε προσβλέπουμε
στην άλλη στροφή
με τους
απομονωτικούς τοίχους
κι από τις δυο
μεριές.
Διαβαίνουμε μέσα
στα σκάφανδρα μας
κουβαλώντας μαζί
μας όλο τον εξοπλισμό
για ένα αξιοπρεπή
θάνατο.
Μιλάμε στους
εαυτούς μας
ή στους εαυτούς
που θα θέλαμε να είμαστε
(τι να μιλήσουμε
στους άλλους
ο καθένας έχει το
σιγαστήρα του
τη σιγουριά της
μοναξιάς του)
κι αν υπάρχουν
παρεμβολές
είναι από τους
αόρατους πομπούς
που θα σταματήσουν
οπωσδήποτε
στην επόμενη
στροφή του δρόμου.
Την επόμενη στροφή
του δρόμου
δε θα την πάρουμε
ποτέ
θέλουμε πάντα να
την έχουμε μπροστά μας
κι όταν
πλησιάσουμε επικίνδυνα
προσποιούμαστε πως
έχουμε κάτι ξεχάσει
ανοίγουμε πάλι τις
αποσκευές μας
ενώ ξέρουμε πως δε
λείπει τίποτα
ψάχνουμε για κάτι
χαμένο που δε χάθηκε
γυρίζουμε πίσω
τάχα βιαστικοί
πηγαίνουμε ως τα
μέσα της πορείας
κι επιστρέφουμε
ευχαριστημένοι
πως ξεγελάσαμε
τουλάχιστο τους άλλους
σφίγγοντας στα
χέρια ένα κουτί αδειανό.
Οι άλλοι που
έρχονται με αντίθετη φόρα
είναι διαφανείς
περνούμε από μέσα
τους χωρίς τριβή
κι ούτε ρωτούμε
για την επόμενη στροφή.