Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

[Άλλοι εν έχουσιν παιδκιά] του Ρένου Μαρτίδη

Άλλοι εν έχουσιν παιδκιά
τζ' άλλοι βαστούν αγγόνια,
μα τούτ' η ψεύτιτζη ζωή
φεύκει σε λλία γρόνια.
Άτε τζ, αν έσεις γιον γιατρόν
τζαι κόρην δικηγόρο,
εν νάρτει κάποτε τζαιρός
πο'ν να χαθεί το δώρο.
Έτσι για σέναν εν καλλιόν
όποιαν τζ' αν έσιεις μοίρα,
νάσιεις Θεόν για φυλαχτόν
μες στην κοσμοπλημμύρα.

[Ήρτεν γλυτζίν το μήνυμαν] του Ρένου Μαρτίδη

Ήρτεν γλυτζίν το μήνυμαν
εν πρώτη του Σεπτέβρη,
η κάψες πιον να φύουσιν
τζαι λλίη δροσιά να μ' εύρει.
Να πάσιν πάλαι ούλλοι τους
ξανά μες τες δουλιές τους,
για να βαρίσ' η πούγκα τους
να ζιούν οι φαμελιές τους.
Φτωσιοί τζαι πλούσιοι άδρωποι
μαζίν εν να δουλέψουν,
οι πρώτοι εν να δρόσουσιν
τζ' οι άλλ' εν να σε κλέψουν

Καράβι / Όλγα Ρουβήμ


Θάλασσες. Καράβια. Ταχύτητα.
Καράβι, γεμάτο κόσμο και ναύτες.
Προσπαθώ να βρω τη θέση μου.
Γυρνάω στα μπουντρούμια.
Ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Παίρνω το πηδάλιο στα χέρια μου.
Αναζητώ απεγνωσμένα τη θέση μου στο καράβι.
Πουθενά.
Ούτε μια γωνιά στις αποθήκες,
Ούτε η πρύμνη προς το ηλιοβασίλεμα.
Δε με χωρά.
Κι ο καπετάνιος!
Ο γοητευτικός, καλός καπετάνιος!
Ούτε που το ξέρει.
Το καράβι κατευθύνεται στον προορισμό.
Όποιο προορισμό.
Άγνωστο.
Και γω;
Τι γυρεύω σ’ αυτό το καράβι;
Που είναι ο ορίζοντας μου;
Που είναι τα όνειρα μου;
Τη νύχτα κοιμάμαι στο κατάστρωμα.
Απλώνω τα χέρια και πιάνω τ’ άστρα
Φτιάχνω ένα μικρό ταχύπλοο σκάφος.
Χωρά μόνο εμένα.
Αλλά με χωρά.
Έχω τη θέση μου.
Έχω τα όνειρα μου.
Έχω εμένα.
Το πρωί με βρίσκει μακριά.
Σ’ ένα σκάφος στη μέση του πουθενά.
Στη μέση του ποτέ και του πάντα.
Μόνη. Ο άνεμος μου παίρνει τα μαλλιά.
Μόνη;
Ποτέ δεν είσαι μόνη όταν ο άνεμος σου παίρνει τα μαλλιά!
Όταν μπορείς να τον ακολουθήσεις.
Όταν έχεις τη δύναμη να τον αγκαλιάσεις δυνατά
Και να τον αγαπήσεις βαθιά, ατέλειωτα βαθιά.
Μόνη ήσουν στο μπουντρούμι.
Όταν περίμενες τον καπετάνιο να σε πάρει από το χέρι
και να σου δώσει μια θέση στο πλήρωμα του.
Κι όμως δεν το έκανε ποτέ!
Και ας περίμενες.
Και ας το ήθελε τόσο.
Όλγα Ρουβήμ

Σταγόνες Στιγμής : Ποιητική Συλλογή/ Ανεξαρτητα κείμενα της Όλγας Ρουβήμ (μικρό απόσπασμα) (Εκδόσεις Επιφανίου / 2014)


Αγανάκτηση

Είμαι καθισμένη σ’ εκείνη την κρυφή γωνιά του κήπου.
Πίσω από τους βολβούς με τις μωβ καμπανούλες.
Έχω πιαστεί στη ρίζα μιας κατακόκκινης τουλίπας και περιμένω ν’ ανθίσω.
Έχω φορέσει μια κόκκινη σκούφια και αναμένω με λαχτάρα το νερό να με δροσίσει.
Να ξεπλύνει το δέρμα, να εισχωρήσει στο βολβό
και να φτάσει μέχρι την ψυχή μου.
Να την πλημμυρίσει με αγάπη
και να τη γεμίσει ζωντάνια.

Περιμένω.
Δυο μυρμήγκια έχουν ήδη ανέβει στα λιγνά μου πόδια
και με γαργαλάνε.
Όλο τα διώχνω και όλο ξαναέρχονται.
Φοβάμαι μη φτάσουν τη σκούφια μου και την τρυπήσουν.
Θέλω να είμαι όμορφη όταν θα ανθίσω.
Περιμένω.
Μα το νερό αργεί να έρθει.
Στον κηπουρό αρέσουν τόσο οι μωβ καμπανούλες,
που κάνει πολλή ώρα κοντά τους.
Τις καμαρώνει καθώς τις ποτίζει με το πολύτιμο νερό.
Κι αυτές του κάνουν χίλια νάζια.
Ανοιγοκλείνουν τα βιολετιά βλέφαρά τους
και τον γλυκοκοιτάζουν.
Νιώθει τόσο χαρούμενος που ξεχνιέται.
Και το νερό του τις θρέφει, τις μεγαλώνει,
τις κάνει τόσο σαγηνευτικές.
Ικανοποιημένες, του στείλουν ένα φιλί με τον άνεμο.
Φτάνει στα βλέφαρά του και τον νανουρίζει.
Είναι έτοιμος να πάει για ύπνο.
Μα εγώ του φωνάζω:
«Πού πας! Σε περιμένω! Θέλω ν’ ανθίσω! Μη με αφήνεις!»
Μα η φωνούλα μου είναι τόσο αδύναμη που δε με ακούει.
Αυτό γίνεται κάθε φορά.
Και εγώ κουλουριάζομαι χαμηλά,
στη ρίζα εκείνης της τουλίπας που έχω διαλέξει.
Τα δάκρυά μου την ποτίζουν, τη θρέφουν.
Η αγάπη μου κάνει το χρώμα της πορφυρό.
Ο μίσχος της έχει πάρει το δρόμο για την κορυφή.
Και εγώ έχω μείνει μόνη και περιμένω.
Και κάποια βράδια που δεν κοιμάμαι,
σκέφτομαι ότι ίσως πρέπει να αλλάξω σκούφια.
Να φύγω επιτέλους από τη ρίζα της ερωτικής τουλίπας
και να πιαστώ σε μια ξέγνοιαστη ναζιάρα μωβ καμπανούλα.

...


Νανούρισμα 
Είναι κάποιες άλλες φορές
που δε θέλεις να κάνεις βουτιές.
Θέλεις απλά να είσαι κοντά στη θάλασσα.
Να την αφήνεις να σου φιλά τα πόδια
και να τα χαϊδεύει με τα κύματά της.
Κι όμως, εσύ δε θέλεις ν’ αφεθείς στην αγκαλιά της.
Δε θες τo χάδι και το παιχνίδισμά της.
Σου αρκεί να στέκεσαι στην άμμο.
Να αγναντεύεις το σώμα της
που απλώνεται μπροστά σου.
Να γίνεται ναζιάρα και να σε καλεί.
Και εσύ να μένεις εκεί.
Δίπλα της.
Κράτησέ της σφικτά το χέρι.
Πες της πόσο όμορφη είναι.
Τραγούδησέ της το πιο όμορφο τραγούδι.
Νανούρισέ την μέχρι να αποκοιμηθεί.
Κι όταν πια ήρεμη κοιμηθεί στην αγκαλιά σου
κάτω απ’ τα φωτεινά άστρα,
να χαμογελάς.
Δυο δάκρυα χάρισέ της,
να γίνει δυο σταγόνες πιο μεγάλη.
Και φύγε, πριν την ξυπνήσει η επόμενη αυγή.
...

Στιγμή, απλή, καθημερινή, αιώνια.
Στιγματίζει, αλλοιώνει, ανατρέπει.

Στιγμή, έμπνευση, συναίσθημα, αντίληψη.
Ανακαλύπτει, συνθέτει, δημιουργεί.

Στιγμή, φαντασία, ενόραση, μαγεία.
Ελευθερώνει, ανατέλλει, αναγεννά.

Αναγέννηση / Όλγα Ρουβήμ


Το ποίημα «Αναγέννηση» 
βραβεύθηκε με το β’ βραβείο ποίησης 
στον 28ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 
της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (2009) 


Αναγέννηση

Η ζωή μου όλη, ατέρμονες ευθείες.
Διασχίζουν το χρόνο, αγγίζουν το άπειρο.
Μονόδρομοι.
Παρωπίδες.
Μάτια κλειστά.
Βουβά βήματα στο πουθενά.
Ο ήλιος λυγίζει τις ευθείες,
κι ακολουθούν την καμπύλη της ψυχής.
Επιστροφή στο σημείο γέννησης κι ανυπαρξίας.
Τρομάζω.
Ψυχορραγεί η εξέλιξη.
Η καρδιά κτυπά για την ανατολή.
Έλεγχος.
Καταλύτης.
Χρυσό σημείο της αρχής.
Έκρηξη.
Κι αναγεννιέμαι, κομμάτι της σάρκας μου.
Μάνα και πατέρας, εγώ.
Δύναμη.
Διάσπαση.
Δημιουργία.
Συνθέτω τον κύκλο.
Η σφαίρα του σύμπαντος, η μόνη αλήθεια.
Δε βγάζω άκρη, δεν υπάρχει η άκρη.
Ροή.
Νερό.
Κύκλος.

ο πόθος της επιστροφής του Κόκου Μηνά

Τα νεανικά μου γρόνια έζησά τα στο χωρκόν μου
τζι έθελα πριν να γεράσω, πάλε τζειχαμαί να ζήσω.
να δκιαλλάξω μες στην στράταν, πον’ το σπίτι το δικόν μου
να χαρώ τες ομορκιές του τζι ύστερα να ξηψυσιήσω.
τζι ας με θάψουν, εν με κόφτει, με τα σιείλη γελαστά,
όι μες στην Ξυλοτύμπουν, που θαφτήκαν οι γονιοί μου
τζιαι τους δκυο τα μνήματα τους τόσον μάκρος χωριστά.

Να μου ’φήκουν νάκκον τόπον, δίπλα μου να ’ρτει η καλή μου.

Κόκος Μηνά (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στη Κοινότητα της Μακράσυκας στις 30 Μαϊου 1930. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο. Μετά την τουρκική εισβολή το 1974 εγκαταστάθηκε στην Ξυλοτύμβου. Εργάστηκε ως Μυλωνάς. Απεβίωσε στις 4 Οκτωβρίου 2001. Ασχολήθηκε με την ποίηση και έγραψε ερωτικά, κοινωνικά και διδακτικά ποιήματα. 

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

"Εν Παρενθέσει..." Ποιητική Συλλογή του Πάνου Ιωαννίδη από τις εκδόσεις Αρμίδα, 1997

α:

Μες στη φωτιά

(δεν αγαπάνε, βλέπετε, αυτά!)
τη ζηλευτή τους ζούνε ειρήνη τα ορυχτά

Απ'τα φυτά κι απάνω αργά, οκνά
η σκάλα της αγάπης αρχινά
κι όλο ανεβαίνει:

Χρώμα
             Πείνα
                       Λόγος
                                   Κι ένας Πόνος
που όλο και βαθαίνει

Τα μάτια των ανθρώπων καίνε προς τα μέσα
στην αφανέρωτη μεριά η φλόγα ασθμαίνει

(Την πείνα της αγάπης ο Γολγοθάς χορταίνει).



γ:

Σε μια στιγμής αγάπης

εγνώρισα το βάρος της αγάπης
φόρεσα το χρυσόμαλλο πανάρχαιο δέρας

(Οι καρδιές μας παραδείσια απόμωρα πουλιά
που τα φτερά τους τόσο επλούμισαν
που πια δεν τα σηκώνει ο αέρας).



ζ:

Τι όμορφη που έγινες

μεμιάς
ασάλευτη, γυμνή, μπροστά μου
σιωπηλή
σαν αίνιγμα μαρμαρωμένο
εμπρός στη λύση του

Ωσανά!

(Αργότερα
σαν ντύθηκες και μίλησες ξανά
Ξύπνησα απ'τις πλάνες του αμύητου).

ΦΕΤΟΣ, Ο ΗΣΥΧΟΣ ΗΛΙΟΣ (Απόσπασμα)

Ι

[ ]


Τι να τα κάνω τόσα άρματα, πατέρα;
Τόσο έχω σίγουρη τη νίκη
που έχασε τη δόξα του ο αγώνας.


ΙΙ

Μ'  αυτά τα μύρια πάθη μας
τι τάχατες πληρώνουμε;
Όταν ήμασταν άνεμοι, 
όταν ήμασταν κύματα, 
τι κάναμε, ποιους βλάψαμε;

ΙΙΙ

[ ]

Σήμερα που σ΄ αντίκρυσα
ξέρω
γιατί κοιτάνε τα χρυσάνθεμα τον ήλιο. 

IV

[ ]

Τι μου χρωστάς και σπαταλάς
πάνω μου πέντε αισθήσεις;

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Οι μέρες τ΄ Αυγούστου: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Τιμοθέου (Εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική / 2016) (απόσπασμα)

ο Αύγουστος κρύβει μέσα του ένα θανατικό 
αλλά και όλη τη ζωή, 
κρύβει τον έρωτα σαν αντίδοτο και υπόσχεση, 
κρύβει όλη την ένταση και την ευλάβεια 
που μπορεί να νιώσει κανείς σε μια ζωή. 

Ημέρα δεύτερη 

Θόρυβοι...
Αλήθεια πόσο απέχουν οι θόρυβοι
από τις μελωδίες;
Τώρα ξέρω. 
Απέχουν τόσο, όσο οι έρωτες 
από τους ανυπεράσπιστους έρωτες. 

Ημέρα Έβδομη

Δεν μου έμελλε να παραδοθώ, 
γι αυτό δεν έκανα να φύγω. 
Παρέμεινα. 
Τι κατάρα θεέ μου οι φόβοι...
Το τίμημά τους η ίδια η ζωή. 

Ημέρα δέκατη πέμπτη

Οι νύχτες τ΄ Αυγούστου
παίρνουν ένα χρώμα απ΄ τα μάτια σου. 
Μα θα χαθούν κι αυτά 
μέσα στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. 

Ημέρα εικοστή τρίτη- Ημέρα τριακοστή

Ημέρες Προσγείωσης.
Ημέρες Σιωπής. 
Έτσι γευόμουν πάντα τις επιστροφές. 

...

Ανυπεράσπιστοι σαν είναι 
οι έρωτες του Καλοκαιριού, 
μένουν για πάντα έρωτες

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

του Καφέ η συντροφιά .......του Χαράλαμπoυ Κωστέρη

Βαλίτσα μου ανοιχτή, τεστ γεμάτη για κρυφά συμπτώματα,
ενέργειας ψυχικής, ψυχοσωματικά φαινόμενα,
ηλικίας παιδικής, γενιάς τρομακτικής βιώματα,
προσοχή ελλειμματική, ερμηνεία γονεϊκή - “καμώματα'.
Τεστ μαθηματικά, εργαλεία διαγνωστικά, αξιολόγησης,
με λόγια πιο αργά, τεστ προβολικά ενόρμησης,
από κίνητρα κενή και μνήμη αδύναμη, η μάθηση,
στα παιδιά κάποιων της γης, που έγιναν γονείς, 
από κακή χρήση κάποιας αντισύλληψης.
Ενουρήσεις φοβικές, ανορεξίες παροδικές και άσθματα.
Ορμές αρχαϊκές, φωνές νυχτερινές, φαντάσματα.
Πληγή δερματική, δεν κλείνει αιμορραγεί, παράξενη,
μα οι γιατροί βουβοί και δεν κοιτάν’ εκεί, που η παιδική ανησυχία έχει την έναρξη.
Ως ότου τα παιδιά, θα’ ναι ο στόχος για τα μικροσκόπια,
θα μένουν σταθερά κάποια ανεξήγητα συμπτώματα,
μ’ έναρξη τους γονείς, όσα κληρονομείς, δικά τους συναισθήματα ακατέργαστα,
αλεξιθυμικής, ζωής μοναχικής, δικά σου τ’ άλυτα τους τα συμπλέγματα!

[Κυνηγημένος από κόσμο...] του Κωστέρη Χαράλαμπου

Κυνηγημένος από κόσμο στ’αεροδρόμιο, θα έμενα μόνος με μ’έναν σάκο συντροφιά,
μαζί οι φίλοι οι σταθεροί σαν το ιώδιο, μη με λερώσει οποιαδήποτε βρωμιά.
Δύο φιλιά μια αγκαλιά ένα χαμόγελο, όμως το σάλιο να προδώνει τη ζημιά,
πως η εμπειρία του αντίο είν’ στον άνθρωπο, τομή του δέρματος προεγχειρητικά.
Μα εσύ δεν ήσουνα εκεί, είχα τον σάκο σου, που μου’χες κάνει δώρο μια Πρωτοχρονιά
και μου’πες Χάρη σε αυτόν θα μπει ο δρόμος σου κι εγώ γελούσα πιστός σε κίνητρα κρυφά.
Σαν φύγαν όλοι την κοπέλα βλέπω απέναντι, που πριν με χρέωσε περίσσια οκτώ κιλά,
χαμογελάει σαν να λέει πως οι άνθρωποι, βαραίνουν σάκους που αγαπούν συνειδητά.
Μα που να ξέρει η δειλή πως είμαι σάκος σου, πως κουβαλάω χρόνια την τόση σου ερημιά,
μήπως ταξίδεψε η φτωχή εντός του κόσμου μου, ή ζει εκδικούμενη ό,τι βιώνει ονειρι

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

ΕΡΩΤΑΣ ΜΟΝΑΧΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ / Μαρούλλα Πανάγου


Ερωτας μοναχά η ποίησή μου
οι λέξεις ,τα φιλιά όπου με πνίγουν
είν η περιγραφή ολοδική μου
κι αλοίμονο! αλοίμονο αν μου φύγουν
Τότε δεν θα υπάρχω μες στην λέξη
που λέει “σ'αγαπώ” που λέει “πεθαίνω”
στον γρίφο της κι αν μ'έχει περιμπλέξει
χίλιες αγάπες “στ'αγαπώ της” ανασταίνω
'Ερωτας μοναχά η ποίησή μου
όπου την γέννησε για μένα ο έρωτάς σου
τότες γεννήθηκαν τα λόγια στην ψυχή μου
στον πόθο για να μπώ μες στην καρδιά σου ..
Το λέει η καθε λέξη στην ψυχή μου
εσύ ο καημός μου, εσύ κι η αγάπη
Τι κι αν δεν έμεινες στον κόσμο μου μαζί μου
έμεινε η ανάσα σου κι ένα αλμυρό μου δάκρυ
Ερωτας μοναχά η ποίηση μου
γεννήθηκε όταν γεννήθηκα κι εγώ
ο λόγος της η ταπεινή Η ύπαρξή μου
ευαίσθητη αλοιώτικη κι ο λόγος για να ζω