Απολογισμός
Διορθώσαμε τις στραβές γραμμές
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.
Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.
***
Τεσσάρων χρόνων
Κοιτάζει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της.
Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή
προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντάς το
με τα δυο μικρά της χέρια.
***
Απόσταση
Δεν γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και τις κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια
οι πηγές της οδύνης.
***
Έγερση
Μορφές, σχήματα και επιθυμίες
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απιθώσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
– σχεδόν ανεπαίσθητα –
προλειαίνει την έγερσή μας.
***
Νυχτερινή συνεστίαση αποφοίτων γυμνασίου Μόρφου (Λευκωσία, 1990)
Όταν ήμασταν έφηβοι,
ξανοιγόμασταν στο περιβόλι
ή στο ακρογιάλι με τις πέτρες
και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχυα
που 'σβηναν κύματα – κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα
Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχυα.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας,
μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρά μας.
Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.
***
Τίμημα
Θυμάμαι... Η ψυχή γλιστρά στη μούχλα των θεμελίων.
Χάραξα τ' όνομα στον ασβέστη
και κράτησα τη λάσπη των πλιθαριών στ' άγουρο χέρι.
Το ρούχο της μάνας
μύριζε πάστρα και υγρή κούραση.
Κουρνιάζαμε στα στήθη της τα βράδια
και μας μίλαγε.
Αστέρια χόρευαν στο παραθύρι.
Πολιτείες στον κύκλο του φεγγαριού
γράφανε τη μοίρα μας.
Ο πατέρας στη σιωπή,
με δυο γραμμές ανάμεσα στα φρύδια
κρατούσε τη φωτιά
θρέφοντας τις φτερούγες.
...
Πετάξαμε πέρα σε καινούριους τόπους
με μυρωδιές πρωτόγνωρες
και ήχους που 'φταναν
παράταιρα στ' αυτιά μας.
Μεγάλωσαν οι πολιτείες
να χωρέσουν χιλιάδες όνειρα...
Το τίμημα της ελευθερίας σου
ο ανελέητος συρφετός των οραμάτων.
***
Ένα πράσινο θολό
Ο πατέρας γέρασε.
Πάνε χρόνια που 'φυγε
διωγμένος απ' το περιβόλι του
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό τού τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.
Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα τής λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.
«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο
θα τρυγήσω το περιβόλι.»
Διορθώσαμε τις στραβές γραμμές
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.
Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.
***
Τεσσάρων χρόνων
Κοιτάζει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της.
Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή
προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντάς το
με τα δυο μικρά της χέρια.
***
Απόσταση
Δεν γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και τις κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια
οι πηγές της οδύνης.
***
Έγερση
Μορφές, σχήματα και επιθυμίες
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απιθώσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
– σχεδόν ανεπαίσθητα –
προλειαίνει την έγερσή μας.
***
Νυχτερινή συνεστίαση αποφοίτων γυμνασίου Μόρφου (Λευκωσία, 1990)
Όταν ήμασταν έφηβοι,
ξανοιγόμασταν στο περιβόλι
ή στο ακρογιάλι με τις πέτρες
και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχυα
που 'σβηναν κύματα – κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα
Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχυα.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας,
μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρά μας.
Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.
***
Τίμημα
Θυμάμαι... Η ψυχή γλιστρά στη μούχλα των θεμελίων.
Χάραξα τ' όνομα στον ασβέστη
και κράτησα τη λάσπη των πλιθαριών στ' άγουρο χέρι.
Το ρούχο της μάνας
μύριζε πάστρα και υγρή κούραση.
Κουρνιάζαμε στα στήθη της τα βράδια
και μας μίλαγε.
Αστέρια χόρευαν στο παραθύρι.
Πολιτείες στον κύκλο του φεγγαριού
γράφανε τη μοίρα μας.
Ο πατέρας στη σιωπή,
με δυο γραμμές ανάμεσα στα φρύδια
κρατούσε τη φωτιά
θρέφοντας τις φτερούγες.
...
Πετάξαμε πέρα σε καινούριους τόπους
με μυρωδιές πρωτόγνωρες
και ήχους που 'φταναν
παράταιρα στ' αυτιά μας.
Μεγάλωσαν οι πολιτείες
να χωρέσουν χιλιάδες όνειρα...
Το τίμημα της ελευθερίας σου
ο ανελέητος συρφετός των οραμάτων.
***
Ένα πράσινο θολό
Ο πατέρας γέρασε.
Πάνε χρόνια που 'φυγε
διωγμένος απ' το περιβόλι του
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό τού τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.
Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα τής λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.
«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο
θα τρυγήσω το περιβόλι.»